Της Μαίρης Βενέτη

Τα πρώτα ταρακουνήματα της αγοράς στη νέα εποχή των υψηλών επιτοκίων είναι γεγονός.

Θα έχει μικρή διάρκεια αυτή η νέα εποχή;

Βάση της λογικής επεξεργασίας των τρέχουσων συνθηκών, όχι.

Ένα μεγάλο κομμάτι του πληθωρισμού προέρχεται από την αναδιαμόρφωση των εφοδιαστικών αλυσίδων, η οποία υπενθυμίζουμε ότι είναι μια κατεξοχήν πληθωριστική και μακρόχρονη διαδικασία.

Ως εκ τούτου, το πιο πιθανό σενάριο αν δεν γίνει άμεσα κάποιο τεράστιο τεχνολογικό άλμα, είναι οι Κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τα επιτόκια σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα από εκείνα της περασμένης δεκαετίας.

Τα υψηλά όμως επιτόκια με τα υψηλά επίπεδα μόχλευσης που χαρακτηρίζουν πολλούς κρίκους του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος δεν συνδυάζονται πάντα με επιτυχία.

Πόσο μάλλον από τη στιγμή που τα επί χρόνια εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια εξοικείωσαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό διαχειριστών στην ανάληψη υψηλών ρίσκων.

Βλέπετε η αύξηση της απόδοσης των ομολόγων και η αντιστροφή της καμπύλης απόδοσης των ΗΠΑ καθιστούν ιδιαίτερα απαιτητική τη διαχείριση αυτών υψηλών ρίσκων που έχουν αναληφθεί όλα αυτά τα χρόνια. Και όπως είδαμε τις τελευταίες δύο εβδομάδες, η απεμπλοκή από αυτά τα ρίσκα δεν γίνεται πάντα «ήσυχα και αθόρυβα».

Μέσα από αυτό το πρίσμα οι ρυθμιστικές αρχές έχουν εφεξής βαρύ έργο, τόσο για την ενίσχυση των μέτρων έναντι των κινδύνων της αγοράς κρυπτονομισμάτων και των πολλών αθέμιτων πρακτικών μιας ουκ αμελητέας μερίδας του κλάδου, όσο και για την αυξημένη εποπτεία προκειμένου το σύστημα να οδηγηθεί με ασφάλεια στην απαιτούμενη απομόχλευση και να εξορθολογιστούν «οι ατασθαλίες» της εποχής των μηδενικών επιτοκίων.

Η πορεία όμως προς μια ασφαλή απομόχλευση μπορεί να διασφαλιστεί μόνο αν διατηρηθεί στο ακέραιο η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να το πετύχουμε αυτό είναι σε κάθε κρίση να παραμένει σε υψηλή προτεραιότητα η αποζημίωση των καταθετών. Μόνο έτσι θα παραμείνει αλώβητη η τραπεζική πίστη και θα υπάρξει ο χρόνος να διαχειριστεί το σύστημα τους κινδύνους από το ενεργητικό των τραπεζών.

Αυτό στις ΗΠΑ από ότι φαίνεται το έχουν εμπεδώσει και αμέσως εγγυήθηκαν το σύνολο το καταθέσεων.

Ως στήλη δεν έχουμε αμφιβολία ότι, αν χρειαστεί, η ΕΚΤ θα προβεί σε μια ανάλογη κίνηση. Βέβαια στα «πηγαδάκια» της αγοράς έχει τεθεί το εξής ενδιαφέρον ερώτημα:Μήπως αυτή η διαβεβαίωση θα πρέπει να δοθεί ούτως ή άλλως , πριν απαιτηθεί από κάποιο νέο «ατύχημα» στην αγορά;

Η ειδοποιός διαφορά των ευρωπαϊκών τραπεζών

Η Κριστίν Λαγκάρντ στις δηλώσεις της την περασμένη εβδομάδα κατά την ανακοίνωση των επιτοκίων, εμφανίστηκε σίγουρη για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.

Η αλήθεια είναι ότι η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αποτέλεσε την αφετηρία μεγάλων αλλαγών στη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα στην ΕΕ, καθώς οι αρχές συνειδητοποίησαν ότι η προ της κρίσης εποπτική αρχιτεκτονική της ΕΕ έδινε υπερβολική έμφαση στην εποπτεία των μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ελάχιστη στις μακροπροληπτικές πτυχές. 

Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο, συστάθηκε ένας ειδικός φορέας — ΕΣΣΚ— στον οποίο ανατέθηκε η ευθύνη για τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ΕΕ και την πρόληψη και τον μετριασμό του συστημικού κινδύνου.

Η μικροπροληπτική επίβλεψη πραγματοποιείται από την EBA, την ESMA και την EIOPA στους αντίστοιχους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και συγκεκριμένα στους κλάδους των τραπεζών, των κεφαλαιαγορών και των ασφαλίσεων. Οι τρεις αρχές μικροπροληπτικής εποπτείας συνεργάζονται σε διατομεακά και οριζόντια θέματα στο πλαίσιο της Μικτής Επιτροπής.

Θυμίζουμε επίσης ότι το νομικό πλαίσιο για την εποπτεία των τραπεζών ενισχύθηκε και το 2014 συγκροτήθηκε ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ).

Ο ΕΕΜ αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές εποπτικές αρχές των συμμετεχουσών χωρών και ένας από τους κύριους στόχους του είναι η ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος στη ζώνη του ευρώ.

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας -ΕΣΧΕ- λοιπόν είναι ένα πολυεπίπεδο σύστημα αρχών μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής εποπτείας που έχει ως στόχο τη διασφάλιση της συνεκτικής και συνεπούς χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην ΕΕ. 

Περιλαμβάνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), τις τρεις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και τις εθνικές εποπτικές αρχές, ενώ εξελίσσεται διαρκώς ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές στο πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί.

Όλοι αυτή η αρχιτεκτονική έχει λειτουργήσει πολύ καλά μέχρι στιγμής και οι ευρωπαϊκές τράπεζες υπόκεινται σε αρκετά αυστηρές διαδικασίες επίβλεψης. 

Στις ΗΠΑ υπήρξαν ανάλογες πρωτοβουλίες μετά την κρίση του 2008, αλλά ο Πρόεδρος Τράμπ το 2018 τίναξε πολλούς από τους κανόνες εποπτείας στον αέρα. 

Για παράδειγμα η Fed κάτω από την πίεση του Αμερικανού Προέδρου το 2019 απέσυρε τα ποιοτικά κριτήρια από τις ασκήσεις αντοχής των αμερικανικών τραπεζών.

Την ίδια μάλιστα περίοδο το Εποπτικό Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας απέσυρε και τον τελευταίο ασφαλιστικό κολοσσό από τη λίστα «πολύ μεγάλα για να καταρρεύσουν» ιδρύματα.

Το σύστημα εποπτείας λοιπόν στις ΗΠΑ επί Τραμπ χαλάρωσε, με αιχμή μάλιστα τις περιφερειακές τράπεζες, τις οποίες βλέπουμε να πληρώνουν πρώτες το τίμημα τώρα. Η κυβέρνηση Βiden δυστυχώς δεν επανέφερε το σύστημα εποπτείας ακριβώς στην πρότερη κατάσταση.

Στην Ευρώπη ευτυχώς δεν είχαμε ποτέ ένα ανάλογο «ξεχείλωμα» εποπτείας, καθώς το πολιτικό κλίμα είναι αρκετά διαφορετικό, ενώ η Ελβετία για να είμαστε ακριβοδίκαιοι ποτέ δεν είχε τόσο αυστηρούς κανόνες.

Ως εκ τούτου, ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι αυστηρά εποπτευόμενος στο μεγαλύτερο σύνολο του, ανθεκτικός, με ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας.

Επιπλέον, η εργαλειοθήκη της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ όποτε το χρειάζεται, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που «έτρεχαν» την προηγούμενη Κυριακή να «στήσουν» το Πρόγραμμα Τραπεζικής Χρηματοδότησης- BTFP -με στόχο να προσφερθούν δάνεια έως και ενός έτους σε τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η συνεχής παροχή πιστώσεων στην οικονομία.

Η σφραγίδα της Moody’s

Η Moody’s από την αρχή της κρίσης των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ υποστήριξε ότι ο άμεσος αντίκτυπος στις τράπεζες πέρα από τις ΗΠΑ θα είναι μικρός.

Η επιχειρηματολογία όσον αφορά τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών συγκεκριμένα περιλάμβανε συνοπτικά τα εξής:

-Οι  θέσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ομόλογα είναι χαμηλότερες και οι καταθέσεις τους πιο σταθερές ενώ  όλες οι τράπεζες της ΕΕ υπόκεινται σε απαιτήσεις δείκτη κάλυψης ρευστότητας.

Πιο συγκεκριμένα, οι θέσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ομόλογα αυξήθηκαν κατά 10% τους 12 μήνες έως τον Ιούνιο του 2020, ενώ τα μετρητά τους που τοποθετήθηκαν στις κεντρικές τράπεζες ήταν αυτά που αυξήθηκαν, χάρη στο πρόγραμμα TLTRO της ΕΚΤ και στη διαθέσιμη ευκαιρία αρμπιτράζ που προέκυψε.

Τουτέστιν, η ρευστότητα αποτελεί μεγαλύτερο μέρος των ισολογισμών των ευρωπαϊκών τραπεζών και τα ομόλογα μικρότερο.

Πιο συγκεκριμένα, τα ομόλογα αποτελούν περίπου το 12% των ισολογισμών των τραπεζών της ζώνης του ευρώ, έναντι άνω του 30% για τις εμπορικές τράπεζες των ΗΠΑ, ενώ περίπου το 40% των διαθεσίμων των τραπεζών της ζώνης του ευρώ είναι κρατικοί τίτλοι, έναντι περίπου 80% κρατικών τίτλων για τις τράπεζες των ΗΠΑ. 

Ας δούμε όμως τι εννοεί η Μοody’s με τον όρο πιο σταθερές καταθέσεις:

Οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις που δημιουργήθηκαν στην πανδημία, σε συνδυασμό με όλα αυτά τα χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης, οδήγησαν σε σημαντική δημιουργία καταθέσεων που κατέληξαν στους ισολογισμούς των τραπεζών.

Ωστόσο, οι τράπεζες ήταν αρκετά περιορισμένες στον δανεισμό με αποτέλεσμα οι δείκτες δανείων προς καταθέσεις να μειωθούν. Τα πλεονάζοντα κεφάλαια λοιπόν τοποθετήθηκαν εν μέρει σε μετρητά της κεντρικής τράπεζας και εν μέρει σε υψηλής ποιότητας ρευστοποιήσιμους τίτλους.

Όλα αυτά σε ένα γενικό πλαίσιο. Ας εστιάσουμε τώρα στις λεπτομέρειες.

Στις ΗΠΑ, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 49% το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Από την πλευρά του ενεργητικού, αυτό συνοδεύτηκε από αύξηση των θέσεων σε κρατικά ομόλογα άνω του 20% τόσο το 2020 όσο και το 2021.

Τα τελευταία όμως τρίμηνα, οι καταθέσεις άρχισαν να συρρικνώνονται στις ΗΠΑ, σημειώνοντας πτώση 5% το τέταρτο τρίμηνο του 2022. 

Επιπλέον, έγινε στροφή από τις καταθέσεις όψεως στις προθεσμιακές, δεδομένης της πρόσθετης διαθέσιμης απόδοσης λόγω της ανόδου των επιτοκίων.

Στην Ευρωζώνη, τα οικονομικά και νομισματικά κίνητρα ως απάντηση στην πανδημία λειτούργησαν διαφορετικά. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν λόγω των υψηλότερων ρυθμών αποταμίευσης, αλλά λιγότερο δραματικά: ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των εταιρικών καταθέσεων κορυφώθηκε σχεδόν στο 20% τον Οκτώβριο του 2020, ενώ εκείνος των νοικοκυριών κορυφώθηκε στο 8,4% λίγους μήνες αργότερα.

Οι καταθέσεις όψεως παρέμειναν όμως κυρίαρχες και η στροφή προς τις προθεσμιακές καταθέσεις ξεκίνησε με αργούς ρυθμούς μόλις τους τελευταίους μήνες

-Οι τράπεζες της ΕΕ υπόκεινται σε πιο αυστηρές κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο. Επομένως οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν μικρότερη έκθεση στον κίνδυνο αγοράς των ομολόγων, παρά την παρόμοια αύξηση των αποδόσεων από τα χαμηλά του 2020.

-Τέλος, τα ισχυρά ταμειακά διαθέσιμα στις κεντρικές τράπεζες ανέρχονται συνολικά στο 16% του ενεργητικού, επομένως οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι λιγότερο πιθανό προσφύγουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης στην πώληση ομολόγων με τη ζημιά που συνεπάγεται αυτή η κίνηση την τρέχουσα περίοδο.

Κλείνοντας να επισημάνουμε ότι και η Μοody’s τόνισε ότι παρά το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι καλύτερα οχυρωμένες στην τρέχουσα κρίση, εντούτοις δεν είναι άτρωτες αν η εμπιστοσύνη συνεχίσει να δέχεται χτυπήματα.

(σ.σ: Παρά το γεγονός ότι γράφτηκε το 2019, το άρθρο για την εξαγωγή της διάβρωσης του ρυθμιστικού πλαισίου από τις ΗΠΑ καθιστά πιο εύκολη την κατανόηση των προβλημάτων εποπτείας αλλά και τη σημασία οι αυστηροί κανόνες να διατηρηθούν στο ακέραιο).

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.

Πηγή: liberal.gr