Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Φίλοι και αναγνώστες μού διεμήνυσαν πως ανησυχούν ότι έχω χάσει το χιούμορ μου. Αφορμή, το χθεσινό σημείωμά μου για την επιστολή του συνταγματολόγου κ. Σπυρόπουλου στην «Κ», όπου προτείνει για την αντικατάσταση του πρωθυπουργού να αποφασίζει η κοινότητα των συνταγματολόγων.
Ξαναδιάβασα δις και τρις την επιστολή για να καταλάβω πώς μου διέφυγε το γεγονός ότι ο γράφων το εννοούσε ειρωνικά. Δεν βρήκα ούτε ένα σημείο που θα μου επέτρεπε να εντοπίσω την άκρη του νήματος της ειρωνείας. Και βέβαια, δεν εννοώ κανένα λεκτικό βελάκι που θα μου έλεγε «προσοχή, εδώ ειρωνεύομαι», σαν τα γέλια στις τηλεοπτικές κωμωδίες που υποδεικνύουν στον θεατή ότι αυτό που βλέπει είναι αστείο ακόμη κι αν δεν είναι αστείο. Η ειρωνεία λειτουργεί σε σχέση με τα συμφραζόμενα, κι όταν τη συναντήσεις αποκομμένη από τα συμφραζόμενά της δύσκολα την αναγνωρίζεις. Παρ’ όλα αυτά, και επειδή εκτιμώ την κρίση των αναγνωστών μου, αναρωτήθηκα στα σοβαρά για ποιο λόγο διάβασα τα λεγόμενα σε πρώτο επίπεδο. Η ειρωνεία είναι τέχνη που έχει αυστηρούς κανόνες οι οποίοι όταν αμελούνται εξαφανίζεται. Ηρθε η ώρα να εξηγηθώ με δικά μου λόγια.
Εδώ και ένα μήνα οι «συνταγματολόγοι» διεκδικούν την πολιτική ζωή της χώρας. Οχι όλοι, διότι είναι και πολλοί εδώ που τα λέμε. Εχουν αναδείξει το ζήτημα της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη σε μείζον θεσμικό και ο ίδιος ο Βενιζέλος είπε ότι δεν επιτρέπεται να παρακολουθούνται οι πολιτικοί. Η αλήθεια είναι ότι τους βοήθησε και ο Κυρ. Μητσοτάκης με την αποπομπή του στενού του συνεργάτη Γρ. Δημητριάδη και του επικεφαλής της ΕΥΠ.
Καλά όλ’ αυτά, όμως δεν μπορώ να μην επισημάνω την κατάχρηση κύρους εκ μέρους μιας ομάδας πανεπιστημιακών. Εκείνο που με ενοχλεί στην όλη υπόθεση είναι η σύγχυση των ρόλων. Οι συνταγματολόγοι παίρνουν πολιτική θέση, φτάνοντας να προϊδεάσουν για την ενδεχόμενη παραίτηση του πρωθυπουργού, αποφασίζοντας ότι κανένας πολιτικός δεν πρέπει να παρακολουθείται από την ΕΥΠ, τη γνώμη αυτή όμως την εκφέρουν ως συνταγματολόγοι, κοινώς θέτουν εαυτούς στο απυρόβλητο του επιστημονικού τους κύρους.
Επειδή το σάλεμα του νου είναι δημοκρατικά μοιρασμένο αγαθό στους καιρούς μας –και όχι μόνον στα μέρη μας, όπως κάποτε πιστεύαμε– θεώρησα ότι κάποιος από την ευγενή επιστημονική ομήγυρη αποφάσισε να οδηγήσει την οίηση έως τα άκρα της. Και να προτείνει την «κοινότητα» των συναδέλφων του ως ύστατο κριτή της δημοκρατίας μας. Κοινώς να πει με το όνομά του αυτό που οι υπόλοιποι σκέφτονται αλλά δεν το ομολογούν.
Η θέση μου απέναντι στο επίμαχον είναι η ίδια από την αρχή. Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι είχε οργανώσει ένα ολόκληρο σύστημα παρακολούθησης των πολιτικών της αντιπάλων. Το βάρος της απόδειξης το έχουν όσοι την κατηγορούν.
Πηγή: kathimerini.gr