Του Κυριάκου Μπερμπερίδη
Όταν το 2018 κατέρρευσε η κυβέρνηση του πρώην Ισπανού πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι μετά από μια πρόταση μομφής, ο ίδιος έκανε μια γενναία αυτοκριτική, εγκατέλειψε την πολιτική και επέστρεψε στη δουλειά του ως ταπεινός υποθηκοφύλακας σε μια μικρή πόλη, στην επαρχία του Αλικάντε.
Όταν ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο αν έχει να δώσει κάποια συμβουλή στον διάδοχό του, απάντησε σεμνά :
“Δεν έχω να δώσω κάποια συμβουλή, η ζωή συνεχίζεται”.
Μια άλλη κουλτούρα, μια άλλη αντίληψη περί πολιτικής και μια σκηνή που δεν πρόκειται ποτέ σχεδόν να δούμε στην Ελλάδα.
Η αυτοκριτική είναι δυστυχώς άγνωστη λέξη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Το ίδιο και το να ξέρει κανείς πότε να αποχωρεί από την πολιτική με αξιοπρέπεια.
Τη δεκαετία 2009-2019, ήρθαν τα πάνω, κάτω στην Ελλάδα με μια οικονομική κρίση που την γονάτισε, καταγράφοντας μια σωρευτική απώλεια του ενός περίπου τετάρτου του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της.
Μια κρίση που διήρκεσε υπερβολικά πολύ όταν άλλοι την ξεπέρασαν σε τρία μόλις χρόνια, έχοντας βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα και έχοντας πάρει με το παραπάνω τα μαθήματά τους.
Και μια κρίση που είχε τις ρίζες της στη δεκαετία του ’80 και την άφρονα πολιτική που ακολουθήθηκε τότε με τους αθρόους διορισμούς, τις παροχές δίχως αύριο, την αποβιομηχάνιση, τις μηδενικές επενδύσεις που μαζί με τις χρόνιες παθογένειες της χώρας, οδήγησαν στην εκτίναξη ελλειμμάτων και χρέους.
Η 3ετια Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και η 8ετια Σημίτη, δεν άρκεσαν για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις εκείνες που θα ανέστρεφαν την πορεία.
Ο λαϊκισμός επέστρεψε ξανά δριμύτερος μετά τον Σημίτη και ενώ το κοινοτικό χρήμα έρρεε άφθονο δημιουργώντας μια επίπλαστη ευμάρεια, μεταρρυθμίσεις δεν έγιναν σχεδόν καθόλου την 5ετια Κώστα Καραμανλή, ούτε δυστυχώς προσπάθεια τιθάσευσης του χρέους, όταν ήταν φανερό ότι το πράγμα άρχισε να ξεφεύγει.
Ακολούθησε η διετία του Γιώργου Παπανδρέου με ένα πρώτο εξάμηνο παροιμιώδους αδράνειας που είχε ως φυσικό επακόλουθο την υπαγωγή στα μνημόνια.
Η τότε αντιπολίτευση Σαμαρά με τα Ζάππεια, είχε επίσης έντονο άρωμα λαϊκισμού.
Ο Σαμαράς έκανε λόγο για ένα “άλλο μείγμα πολιτικής”. Μιας πολιτικής για την οποία άφηνε να εννοηθεί ότι θα τη βγάλουμε ζάχαρη μην αγγίζοντας καθόλου τις φριχτές παθογένειες του βαθέος κράτους.
Η πραγματικότητα ωστόσο ήταν διαφορετική. Η Ελλάδα είχε μπει για τα καλά σε μια μη αναστρέψιμη πορεία ασύντακτης χρεοκοπίας, αν δεν λαμβάνονταν επιπλέον δραστικά και επώδυνα μέτρα. Μέτρα που έλαχε και στον ίδιο να τα πάρει ξεχνώντας εντελώς τα “άλλα μείγματα μιας άλλης πολιτικής”.
Η δυσαρέσκεια διογκώθηκε, το κλίμα έγινε τοξικό και το εκμεταλλεύθηκε αριστοτεχνικά ο μετρ της πολιτικής απάτης και χειραγώγησης, Τσίπρας, που έκανε ρεσάλτο στην εξουσία υποσχόμενος να σκίσει τα μνημόνια.
Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή. Όχι μόνο δεν τα έσκισε, αλλά τα εφάρμοσε με σκληρότητα, φέρνοντας μάλιστα άλλα δυο και αυξάνοντας το χρέος κατά 100 δισ. με την εγκληματική διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του. Και στο τέλος είχε και το θράσος να μας πει ότι έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια και την παρέδωσε όρθια.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο λαϊκισμός έχει κόστος. Και όταν αργείς να πάρεις αποφάσεις στο μέσον μιας κρίσης, ο λογαριασμός στο τέλος ανεβαίνει, φτάνοντας συχνά σε δυσθεώρητα ύψη.
Κοινό χαρακτηριστικό και των 4 πρωταγωνιστών της κρίσης, του Κώστα Καραμανλή, του Γιώργου Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά και του Αλέξη Τσίπρα, η παντελής έλλειψη αυτοκριτικής για τα πεπραγμένα τους ή τέλος πάντων για όσα έχουν καταγραφεί ως λάθη τους.
Με την εξαίρεση του Κώστα Καραμανλή που επέλεξε μια ιδιότυπη αποστρατεία διατηρώντας ωστόσο το δικαίωμα της κριτικής, έτερο κοινό χαρακτηριστικό των υπολοίπων είναι ότι παραμένουν ενεργοί πολιτικά, επιχειρώντας μάλιστα να παίξουν έναν ευρύτερο ρόλο.
Ο Παπανδρέου ήταν υποψήφιος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ 4 χρόνια πριν όταν και υπέστη ταπεινωτική ήττα. Ενός ΠΑΣΟΚ που ο ίδιος διέσπασε το 2015, ιδρύοντας το ΚΙΔΗΣΟ.
Ο Σαμαράς θυμήθηκε τον “παλιό καλό εαυτό του” του ’93, ενώ φήμες λένε ότι ετοιμάζει καινούργιο κόμμα. Φήμες που τις αφήνει κι ο ίδιος εντέχνως να αιωρούνται.
Ενώ και ο Τσίπρας ετοιμάζει θριαμβευτική επάνοδο διαβλέποντας πολιτικό κενό αλλά και το πόσο λίγοι είναι οι διάδοχοί του. Και τώρα. με το περίφημο rebranding, επιχειρεί να επανέλθει ως παράγοντας της πολιτικής ζωής, ελπίζοντας ότι οι αμαρτίες του έχουν ξεχαστεί ή συγχωρεθεί.
Αυτόκλητοι σωτήρες που δεν τους πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να κάνουν αυτό που έκανε κάποτε ο Ραχόι. Να αποχωρήσουν δηλαδή με όση αξιοπρέπεια τους έχει απομείνει.
Θλιβερές φιγούρες μιας άλλης εποχής που θεωρούν πιθανόν εαυτούς αναντικατάστατους, ξεχνώντας όμως ένα βασικό αξίωμα της πολιτικής: ότι αναντικατάστατοι υπάρχουν μόνο στα νεκροταφεία.
Πηγή: liberal.gr