Του Ηλία Τασόπουλου

Η βιασύνη του Βλαντιμίρ Πούτιν να ενσωματώσει τις κατεχόμενες περιοχές στην Ουκρανία, δείχνει πως στο Κρεμλίνο κατανοούν πως ο χρόνος τελειώνει. Τα ψευδοδημοψηφίσματα όπου οι βουλές της Μόσχας επιβεβαιώνονται με σταλινικά ποσοστά, οι απειλές για χρήση πυρηνικών όπλων και η μερική επιστράτευση του πληθυσμού είναι μερικά μόνο δείγματα του εκνευρισμού που επικρατεί στη Μόσχα για την εξέλιξη της εισβολής στην Ουκρανία.

Όπως έκανε με την Κριμαία το 2014, το ρωσικό καθεστώς προσπαθεί να δώσει πολιτικό περιεχόμενο στα λάφυρα του πολέμου του στην Ουκρανία. Ουδείς είχε αμφιβολία για το αποτέλεσμα των προσχηματικών δημοψηφισμάτων στις τέσσερις κατεχόμενες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας.

Όσο κι αν δεν υπάρχει κάποιος διεθνώς που θα αναγνωρίσει τα αποτέλεσμα των, ενδεδυμένων με μανδύα νομιμότητας, διαδικασιών που διεξάγονται με τη χρήση κεκαλυμμένης βίας, σε Ζαπορίζια, Χερσώνα, Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, οι διαθέσεις του Κρεμλίνου είναι σαφείς.

Αν και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ δήλωσε πως τα ψευδοδημοψηφίσματα που οργάνωσε η Ρωσία δεν έχουν καμία νομιμότητα και συνιστούν κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, ο Βλαντίμιρ Πούτιν αναμένεται να ανακοινώσει την προσάρτηση των τεσσάρων περιοχών στη Δούμα την Παρασκευή. Καθώς η μερική επιστράτευση των 300.000 εφέδρων έχει προκαλέσει μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα από ότι σχεδίαζε το Κρεμλίνο, χρειάζεται μία απόδειξη πως τα πράγματα πάνε καλά στην Ουκρανία.

Μετά τις πολυπληθείς -για τα δεδομένα του αυταρχικού καθεστώτος- διαδηλώσεις, αρκετοί Ρώσοι συνεχίζουν να διαμαρτύρονται για το προεδρικό διάταγμα, ενώ ακόμα περισσότεροι φεύγουν από τη χώρα για να μην σταλούν στα μέτωπα της Ουκρανίας. Η εισβολή στην Ουκρανία δεν έχει διεγείρει τα πατριωτικά αντανακλαστικά του ρωσικού πληθυσμού, τόσο ώστε να τους ωθήσει να στρατολογηθούν για να υπηρετήσουν τους σκοπούς του ρωσικού καθεστώτος.

Η ουκρανική αντεπίθεση των τελευταίων εβδομάδων στα βόρεια και τα νότια της χώρας έχει προβληματίσει το ρωσικό επιτελείο, μεταβάλλοντας τους ρωσικούς σχεδιασμούς. Ταυτόχρονα η αποστολή νέας στρατιωτικής βοήθειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έπειτα από τις επιτυχίες των ουκρανικών δυνάμεων, θα δυσχεράνει τις προσπάθειες της Ρωσίας. Η επιστράτευση των εφέδρων, όπου φανερώνονται οι αδυναμίες του ρωσικού μηχανισμού, δεν πρόκειται να λύσει τα προβλήματα της Μόσχας.

Οι διαρκείς απειλές της Μόσχας για τη χρήση πυρηνικών όπλων δείχνουν άλλωστε πόση πίεση έχει συσσωρευτεί μετά από τις τελευταίες εξελίξεις. Τη σκυτάλη από τον Πούτιν, που είχε δηλώσει πως το καθεστώς του είναι προετοιμασμένο να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα για να υπερασπίσει τη Ρωσία και τον λαό μας, τη σκυτάλη πήρε το alter ego του, Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και νυν αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας επανέφερε το ρωσικό αφήγημα περί απειλής από την Ουκρανία προς τη Ρωσία, που θα δικαιολογούσε τη χρήση πυρηνικών όπλων από μεριάς της Μόσχας.

Ο Μεντβέντεφ προσπάθησε να αποτρέψει το ΝΑΤΟ από το να παρέμβει άμεσα σε περίπτωση που τα χρησιμοποιήσει περιορισμένα, μόνο δηλαδή στην ουκρανική επικράτεια. Βέβαια, η προσπάθεια κανονικοποίησης της χρήσης πυρηνικών όπλων δεν πρόκειται να γίνει ανεκτή, αν εξαιρέσει κανείς τον Λευκορώσο δικτάτορα, Αλεξάντερ Λουκασένο.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ βέβαια δεν πιστεύει ότι είναι αποτέλεσμα μόνο πίεσης, αλλά ότι από τη στιγμή που η ρητορική του Κρεμλίνου για τα πυρηνικά επαναλαμβάνεται από τη Ρωσία κι ειδικά από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, απειλώντας με σοβαρές συνέπειες για τη Ρωσία.

Πάντως, ούτε καν οι οιωνεί συμμάχοι της Ρωσίας μπορούν να δεχθούν όσα κάνει το Κρεμλίνο πλέον. Ακόμα και το Πεκίνο αποστασιοποιήθηκε από την προσπάθεια αλλαγής των συνόρων που επιχειρεί το Κρεμλίνο με τη δύναμη των όπλων του. Το ζήτημα ωστόσο είναι πως όσο το καθεστώς του Πούτιν πνίγεται μέσα στα αδιέξοδα του, γίνεται όλο και περισσότερο απρόβλεπτο.

Ενώ οι ρωσικές δυνάμεις ετοιμάζονται να αμυνθούν στα κατεχόμενα εδάφη της Ουκρανίας, η προσάρτηση των περιοχών αυτών μέσω των δημοψηφισμάτων, αναμένεται να ακολουθηθεί από μία μεγάλη επίθεση το επόμενο διάστημα, όπου το Κρεμλίνο αποφασίσει.

Πηγή: liberal.gr