…για τους αγράμματους πράσινους καννίβαλους!


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, Δ΄ Πολιτικό Τμήμα, ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Αχιλλέα Νταφούλη, Πλαστήρα Αναστασάκη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου και Παναγιώτη Παρτσιλίβα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (ΟΣΚ ΑΕ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Εύελπι Βεργή, Μαρία Ντότσικα και Βικτωρία Δούκα.

Των αναιρεσίβλητων: 1. Σωματείου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Σκοπευτήριο Καισαριανής Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός του ΧΧΧ, ο οποίος διόρισε στο ακροατήριο ως πληρεξούσιό του τον δικηγόρο Γρηγόριο Παπαδογιάννη, ο οποίος ανακάλεσε την από 15 Φεβρουαρίου 2007 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ και  2. Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Ευστάθιο Τσάκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ,χωρίς να καταθέσει προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-2-1993 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3539/1995 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3818/1996 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το 1ο αναιρεσίβλητο με την από 28-4-1996 αίτησή του και τους από 12-12-1996 και 12-2-1997 πρόσθετους λόγους αυτής. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1599/1997 απόφαση του Δ΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Εκδόθηκε η 11/1999 απόφαση, με την οποία παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, οι ήδη παραπεμφθέντες στην τακτική Ολομέλεια λόγοι, λόγω εξαιρετικής σημασίας αυτών. Η πλήρης Ολομέλεια στη συνέχεια εξέδωσε την 20/2001 απόφαση, με την οποία αποφάνθηκε ότι είναι βάσιμοι οι παραπεμφθέντες σ’ αυτήν λόγοι αναίρεσης, κατά το μέρος που αυτοί στηρίζονται σε παραβίαση των άρθρων 17 του Συντάγματος και 50 του ν. 1731/1987 και ανάπεμψε την υπόθεση στο Τμήμα τούτο για εξέταση των υπόλοιπων λόγων αναίρεσης, το οποίο στη συνέχεια εξέδωσε την 1093/2004 απόφασή του, με την οποία αναίρεσε την 3818/1996 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω εφετείο, το οποίο στη συνέχεια εξέδωσε την 6655/2005 οριστική του απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2 Νοεμβρίου 2005 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Παρτσιλίβας, ανέγνωσε την από 29 Ιανουαρίου 2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του 1ου αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ιδίου Κώδικα, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της από 25-2-1993 αγωγής, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών του πρώτου των αναιρεσιβλήτων Σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνιος Σκοπευτική Εταιρεία» κατά του οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, με την οποία το πρώτο ζητούσε την απόδοση του εκμισθωθέντος από αυτό στον δεύτερο μισθίου ακινήτου, καταβολή μισθωμάτων και αποζημίωση χρήσεως, προκύπτει ότι το μίσθιο αναφέρεται σ’ αυτή ότι βρίσκεται στην περιοχή Καισαριανή Αττικής, είναι τμήμα (γήπεδο) μείζονος εκτάσεως 710 στρεμ. περίπου του πρώτου των αναιρεσιβλήτων και έχει εμβαδό κατά μεν το συμφωνητικό μίσθωσης από 27-2-1976 οκτώ στρεμμάτων ως έγγιστα και στην πραγματικότητα δεκαέξι χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα επτά (16.467) τετραγωνικών μέτρων, τριγωνικής μορφής, κείμενο προς τη δυτικομεσημβρινή γωνία του όλου κτήματος εκτός του μεσημβρινού μανδροτοίχου του πεδίου βολής των 300 μέτρων και μεταξύ αυτού και της οδού ΧΧΧ (ήδη ΧΧΧ). Έτσι όπως είχε η αγωγή περιείχετο σ’ αυτή ακριβής περιγραφή του μισθίου, κατά τρόπο που να μην δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Επομένως το Εφετείο, που, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης, απέρριψε λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας περί αοριστίας της αγωγής της προς την περιγραφή του μισθίου, ορθά δεν κήρυξε απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή και συνεπώς ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη αιτίαση, από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι παρά το νόμο το Εφετείο δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή λόγω αοριστίας της ως προς την περιγραφή του μισθίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

  1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο μόρφωσε τη γνώμη του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο του εγγράφου και όχι όταν το συνεκτίμησε με τις άλλες αποδείξεις, χωρίς να εξαίρεται το έγγραφο ως προς το πόρισμα περί της υπάρξεως ή μη του αποδεικτέου γεγονότος.

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη προκύπτει, κατέληξε στην κρίση του ότι το επίδικο μίσθιο είχε έκταση 16.467 τ.μ., χωρίς να στηριχθεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο από 27-2-1976 συμφωνητικό μίσθωσης μεταξύ του πρώτου των αναιρεσιβλήτων και της αναιρεσείουσας, στο οποίο το μίσθιο, όπως πιο πάνω περιγράφεται, φέρεται να έχει έκταση οκτώ στρεμμάτων ως έγγιστα, αλλά αφού συνεκτίμησε αυτό μαζί με τις άλλες αποδείξεις, χωρίς να το εξαίρει ιδιαιτέρως. Επομένως ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη αιτίαση, από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι το Εφετείο παραμόρφωνε το περιεχόμενο του πιο πάνω συμφωνητικού μίσθωσης ως προς την έκταση του μισθίου, δεχθέν ότι αυτή ήταν 16.467 τ.μ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

III. Με το άρθρο 1 του ν. 4478/1930 «περί παραχωρήσεως γηπέδου στην ΠΣΕ» ορίσθηκε ότι «επιτρέπεται στον Υπουργό των Στρατιωτικών, ως αντιπρόσωπο του Δημοσίου, να μεταβιβάσει στην ΠΣΕ την κυριότητα γηπέδου του Δημοσίου, κειμένου στο συνοικισμό Καισαριανής, εκτάσεως 710 στεμμ. περίπου (του οποίου η χρήση έχει παραχωρηθεί δυνάμει συμβάσεως μετά του Δημοσίου) προς εγκατάστασιν σκοπευτηρίου και χρησιμοποίησιν τούτου προς μόνον τον σκοπόν τούτον» και υπό τους όρους των άρθρων 3 και 4 του ίδιου νόμου, ήτοι (άρθρο 3, όπως το τρίτο εδάφιο αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 του ν. 1545/1985) ότι «το ανωτέρω γήπεδον, θεωρούμενον εκτός συναλλαγής, δεν δύναται να εκποιηθεί υπό της ΠΣΕ ή κατασχεθεί υπό τρίτου. Επιτρέπεται όμως η εκμετάλλευση τούτου με οποιονδήποτε τρόπον, συντείνοντα προς το σκοπό για τον οποίο παραχωρείται στην εταιρεία. Η ιδιότητα του γηπέδου τούτου ως εκτός συναλλαγής παύει σε περίπτωση κατά την οποία η κυριότητα τούτου περιέλθει στο Δημόσιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο, καθώς επίσης και στην περίπτωση μεταβιβάσεώς του στο Δημόσιο από την ΠΣΕ. Η μεταβίβαση αυτή επιτρέπεται να γίνει με αντάλλαγμα ή και χωρίς αντάλλαγμα», (άρθρο 4), «σε περίπτωση διαλύσεως της ΠΣΕ το ανωτέρω γήπεδο με όλες τις εγκαταστάσεις της εταιρείας σ’ αυτό περιέρχεται στο Δημόσιο».

Σε εκτέλεση του παραπάνω νόμου καταρτίσθηκε το 1615/1930 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Β., που μεταγράφηκε νόμιμα, με το οποίο μεταβιβάσθηκε στην ΠΣΕ από το Δημόσιο η κυριότητα, νομή και κατοχή της παραπάνω εκτάσεως, με τους παραπάνω όρους του ν. 4778/1930. Κατά τη σαφή έννοια του ν. 4778/1930, με την κατάρτιση και μεταγραφή του πιο πάνω συμβολαίου η ΠΣΕ έγινε οριστική, όχι δε προσωρινή ή μετακλητή, κυρία του γηπέδου των 710 στρεμ. με μόνους τους περιορισμούς του νόμου που καταχωρήθηκαν στο συμβόλαιο και αφορούσαν στην εκμετάλλευση και χρήση αποκλειστικώς για εγκατάσταση σκοπευτηρίου και στην απαγόρευση διαθέσεως του. Η μεταβίβαση, εξάλλου, του γηπέδου έγινε χωρίς αντάλλαγμα, κατά πλήρη κυριότητα και χωρίς επιφύλαξη ανακλήσεως από το Δημόσιο, ως μόνη δε περίπτωση επανόδου της κυριότητάς του στο Δημόσιο προβλέφθηκε η διάλυση της ΠΣΕ, ως σωματείου. Από τη διατύπωση δε του ν. 4478/1930 προκύπτει, ότι η παραπάνω έκταση δεν προορίσθηκε (καθιερώθηκε), ως πράγμα εκτός συναλλαγής, κατά την έννοια του άρθρου 966 ΑΚ, αλλά ο όρος «εκτός συναλλαγής» τέθηκε με την περιορισμένη έννοια της απαγορεύσεως διαθέσεως του γηπέδου από την ΠΣΕ, ούτε πρόκειται εδώ για σύσταση ιδιαιτέρου δικαιώματος επί κοινοχρήστου πράγματος (άρθρο 970 ΑΚ), διότι από το ν. 4478/1930 προκύπτει ότι μεταβιβάσθηκε κατά πλήρη κυριότητα ιδιωτικό γήπεδο του Δημοσίου, που δεν ανήκε στην κοινή χρήση, ούτε καθιερώθηκε για κοινή χρήση.

Άλλωστε και από τις διατάξεις των ν. 2764/1954 και 252/1976, που επηκολούθησαν και με τις οποίες ορίσθηκε ότι, σχετικά με την παραπάνω έκταση των 710 στρεμμάτων που μεταβιβάσθηκε στην ΠΣΕ, αίρονται οι περιορισμοί της μεταβιβάσεως και επιτρέπεται να μεταβιβασθούν τμήματα του γηπέδου αυτού, εκτάσεως 43 στρεμ. με το ν. 2764/54 για την αποκατάσταση αστών προσφύγων και 109 στρεμ. με το ν. 252/76 για τις ανάγκες των διδακτηρίων του ΟΣΚ και ότι η μεταβίβαση των τμημάτων αυτών θα γίνει είτε με αναγκαστική απαλλοτρίωση είτε με εκουσία εκποίηση από την ΠΣΕ, προβλέφθηκε δε ότι το τίμημα ή η αποζημίωση από την απαλλοτρίωση θα περιέρχονται στην κυρία του γηπέδου ΠΣΕ, προκύπτει, ότι ήταν δεδομένο για το Δημόσιο, ότι η κυριότητα της όλης παραπάνω εκτάσεως ανήκε, βάσει του ν.4778/1930 στην Π.Σ.Ε. και γι’ αυτό δεν περιλήφθηκε στους νόμους αυτούς διάταξη ότι ανακαλείται μερικώς η παραχώρηση-μεταβίβαση, που είχε γίνει σύμφωνα με τους παραπάνω νόμο και συμβόλαιο, ούτε ότι η κυριότητα των τμημάτων αυτών του γηπέδου περιέρχονται στο Δημόσιο. Επομένως η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 50 του ν.1731/1987, με την οποία ορίσθηκε ότι «αίρεται η αφιέρωση στην Π.Σ.Ε. γηπέδου στην Καισαριανή και ο χαρακτηρισμός του ως εκτός συναλλαγής που έγινε με το 1615/1930 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Β., η δε κυριότητα του επανέρχεται στο Δημόσιο», ως επιφέρουσα αφαίρεση (στέρηση) της κυριότητας της ΠΣΕ επί του παραπάνω ακινήτου, που είχε αποκτηθεί νομίμως και οριστικώς από την τελευταία, χωρίς τις διατυπώσεις και τη διαδικασία του άρθρου 17 του Συντάγματος, αντιβαίνει ευθέως στη διάταξη αυτή και τα δικαστήρια έχουν υποχρέωση να μη την εφαρμόσουν κατ’ άρθρ. 13 παρ. 4 Συντ. (Ολ.ΑΠ 20/2001).

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, που επιλήφθηκε της υπόθεσης μετά την επ’ αυτής έκδοση της αμέσως παραπάνω απόφασης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση «ότι η έννοια του όρου του άρθρου 1 του Ν. 4778/1930 σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 παρ.4 του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 Ν. 1545/85, ότι το επίδικο είναι εκτός συναλλαγής, δεν είναι η γνωστή έννοια του άρθρου 966 ΑΚ, αλλά έχει την έννοια της απαγορεύσεως διαθέσεως του γηπέδου και όχι της εκμισθώσεως αυτού, ακόμη περισσότερο αφού με το Ν. 4778/1930 επετράπη η εκμετάλλευση του επιδίκου από το ενάγον σωματείο και συνεπώς και η εκμισθωτή του». Κατόπιν τούτων απέρριψε λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας με τον οποίο επλήττετο η πρωτόδικη απόφαση διότι δεν δέχθηκε ότι το μίσθιο ήταν εκτός συναλλαγής. Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 1, 3, 4 Ν. 4778/1930, όπως το άρθρο 3 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 Ν. 1548/1995 και 1 παρ. 7 Ν. 252/1976 και συνεπώς ο τρίτος και τελευταίος λόγος της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη αιτίαση, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, για το λόγο ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τις πιο πάνω διατάξεις και δεν δέχθηκε ότι το μίσθιο ήταν πράγμα εκτός συναλλαγής και συνεπώς δεν επιτρέποταν η εκμίσθωσή του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων μειωμένη (άρθρ. 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδυασμό προς άρθρο 2 της 1344/23/1992 κοινής απόφασης Υπ. Οικ.και Δ/νης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987, άρθρο 14 παρ. 3 του α.ν. 627/1968, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 513/76, σε συνδυασμό προς άρθρο 34 παρ. 2 Π/Δ 414/1998) εκ των οποίων το πρώτο κατέθεσε και προτάσεις.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 2-11-2005 αίτηση της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (ΟΣΚ Α.Ε.) για αναίρεση της 6655/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει σε τριακόσια τριάντα (330) ευρώ για το πρώτο και σε διακόσια δέκα (210) ευρώ για το δεύτερο αυτών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιουλίου 2007.