Του Παναγιώτη Παυλόπουλου

Η επιδημιολογική κρίση και η κρίση ακρίβειας αναδεικνύουν την διαχρονική αξία της δημόσιας παρέμβασης για την ανθρώπινη επιβίωση. Το πολιτικό επίδικο σήμερα είναι εάν η παρέμβαση αυτή εκδηλώνεται στην πρωτογενή πηγή της ακρίβειας –δηλαδή, στο μηχανισμό διαμόρφωσης τιμών– ώστε να ωφεληθούν οι καταναλωτές ή ως επιχορήγηση της ακρίβειας από τον κρατικό προϋπολογισμό, που ωφελεί τους ολιγοπωλιακούς ομίλους, οι οποίοι ήδη κερδίζουν από την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους.

Αυτό διότι, ακόμα και όταν η αύξηση του κόστους ενέργειας και πρώτων υλών είναι εξωγενής, οι τελικές τιμές σε κάθε χώρα διαμορφώνονται από τις πολιτικές των κυβερνήσεών τους.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν πιστεύει στον έλεγχο της αγοράς και γι’ αυτό δεν την ελέγχει. Η απουσία πολιτικής παρέμβασης στη διαμόρφωση των τιμών στη χώρα μας –είτε με ανώτατα όρια είτε με μειωμένους φόρους– σημαίνει ότι η δυσθεώρητη ακρίβεια έχει την υπογραφή Μητσοτάκη. Και ότι το βάρος του «πολύ δύσκολου χειμώνα» που έρχεται θα το σηκώσουν δυσανάλογα οι πιο αδύναμοι, οι οποίοι, εξωθούμενοι στον προθάλαμο της φτώχειας, θα του «επιστρέψουν το λογαριασμό» της ακρίβειας.

Αναμφισβήτητα, οι πιο αποτελεσματικές λύσεις δίνονται στην κλίμακα των προκλήσεων. Μέτρα κατά της κρίσης θα έπρεπε ήδη να έχουν ληφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ευρωπαϊκή ηγεσία, όμως, αδρανεί και εκθέτει τους πολίτες της στους κινδύνους των ρωσικών αντιποίνων. Ανεξάρτητα από αυτό, προσωρινές λύσεις νομοθετούνται σε εθνικό επίπεδο – για παράδειγμα, στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Γαλλία.

Αλλά η ακρίβεια δεν θα είναι προσωρινό φαινόμενο. Δεν σημαίνει ότι θα έχει αντιμετωπισθεί όταν ο πληθωρισμός αποκλιμακωθεί. Πρόκειται για δύο συσχετιζόμενα, αλλά διακριτά μεγέθη. Ούτε η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού θα μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος διαβίωσης, στην κατανομή του εισοδήματος και στην κοινωνική συνοχή.

Για τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, για τη μεσαία τάξη, και για τους νέους που είναι στο ξεκίνημα της επαγγελματικής διαδρομής τους, ο πληθωρισμός που βιώνουν είναι πολλαπλάσιος του 11,4% που ανακοινώθηκε για τον Αύγουστο. Και αυτό γιατί το εισόδημά τους εξαντλείται στις δαπάνες φυσικής επιβίωσης. Εκείνες τις δαπάνες, δηλαδή, που το κόστος τους εμφανίζει τις μεγαλύτερες αυξήσεις. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών τον Αύγουστο, σε ετήσια βάση, ήταν στην ενέργεια (261,3% στο φυσικό αέριο και 38,5%, στο ηλεκτρικό ρεύμα), τη στέγαση (31,4%) και τα βασικά είδη διατροφής (πάνω από 20%).

Ασφυκτικές συνθήκες έχουν δημιουργηθεί και στην αγορά. Η πλειοψηφία των εμπορικών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων βρίσκεται στη διακεκαυμένη ζώνη της επιβίωσης. Αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα, από τη μια την εκτίναξη του λειτουργικού κόστους λόγω της αύξησης του κόστους στην ενέργεια και στην εισαγωγή και μεταφορά προϊόντων, και, από την άλλη, τη μείωση του τζίρου, λόγω της ακρίβειας.

Η κρίση, λοιπόν, είναι τώρα – όχι κάποια στιγμή στο μέλλον. Τώρα πρέπει να προστατεύσουμε τα εισοδήματα και τις θέσεις εργασίας. Με πλέγμα βραχυπρόθεσμων και προσωρινών παρεμβάσεων στην πρωτογενή πηγή του προβλήματος, δηλαδή στη διαμόρφωση των τιμών. Η επιδοματική πολιτική δεν μπορεί να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της κρατικής παρέμβασης. Θα πρέπει να είναι δευτερεύουσα, συμπληρωματική και στοχευμένη στήριξη. Τα επιδόματα δεν αντιμετωπίζουν το αίτιο της ακρίβειας. Ανακουφίζουν το σύμπτωμα σε λίγους και για λίγο.

Ως προς τις τιμές, θα πρέπει να επιβληθεί πλαφόν στη λιανική τιμή ενέργειας, να μειωθεί ο ΕΦΚ στα καύσιμα και ο ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής στο 6%. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να σταθεροποιηθεί η αγορά κατοικίας βραχυπρόθεσμα, έως ότου αυξηθεί η προσφορά στέγης μεσοπρόθεσμα, με την κατασκευή κοινωνικών κατοικιών και με άλλους τρόπους. Χρειάζεται, συνεπώς, προσωρινό πάγωμα όλων των μισθωμάτων για κατοικία και επαγγελματική στέγη όσο διαρκεί η κρίση, και, αντισταθμιστικά για τους εκμισθωτές, κατάργηση της ισχύουσας κλίμακας και φορολόγηση των ενοικίων με τη γενική κλίμακα φορολογίας εισοδήματος.

Από την πλευρά των εισοδημάτων εργαζομένων και επιχειρήσεων θα πρέπει να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός στα €800 και να καταργηθεί το τέλος επιτηδεύματος για όλους. Παράλληλα, ως επείγον πρώτο βήμα για τη συνολική ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους και την προστασία της πρώτης κατοικίας, θα πρέπει να επανέλθουν οι 120 δόσεις για τις οφειλές φυσικών και νομικών προσώπων προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, όπως ζητούν οι εμπορικοί σύλλογοι, οι φορείς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η πλειονότητα των επιμελητηρίων. Προφανώς, οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας θα πρέπει να ανασταλούν όσο διαρκεί η κρίση.

Σε μια περίοδο όπου οι κρίσεις είναι κανονικότητα, η κυβερνητική πολιτική είναι στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ ό,τι χρειάζεται ο τόπος για να ανταπεξέρχεται στις τρικυμίες της αρνητικής ιστορικής συγκυρίας συντεταγμένα και με κοινωνική συνοχή. Γι’ αυτό και το – ατυχούς εμπνεύσεως – δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» έχει αυτονόητη απάντηση.

Ο κ. Παναγιώτης Παυλόπουλος είναι Οικονομολόγος, τέως Γενικός Γραμματέας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο ΥπΕξ

Πηγή: tovima.gr