Του Τ. Αλεξανδρόπουλου
Όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα μετά την αγόρευση του επαναστατικού επιτρόπου Ν. Γρηγοριάδη θα συγκαλυφθούν, υπό τον φόβο της στρατιωτικής απαγόρευσης της Επανάστασης. Όμως, αρκετά χρόνια αργότερα, ο συγγραφέας Φοίβος Ν. Γρηγοριάδης θα αναφέρει σε ένα από τα βιβλία του ότι τα λόγια του επαναστατικού επιτρόπου και πατέρα του ακολούθησαν «σκηνές φρίκης»: μαινόμενοι δήθεν ακροατές, αλλά στην πραγματικότητα εγκάθετοι, όρμησαν στα εδώλια για να λιντσάρουν τους κατηγορούμενους, διασωθέντες μόνο από τη σθεναρή αντίσταση που πρόβαλε ο πρόεδρος του στρατοδικείου Οθωναίος.
Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή 11 Νοεμβρίου, αρχίζει την αγόρευσή του ο επαναστατικός επίτροπος Κ. Γεωργιάδης. Την ίδια ώρα, πολλά και σημαντικά γεγονότα συμβαίνουν στην Αθήνα. Ο πρέσβης της Αγγλίας Λίντλεϊ «φτιάχνει τις βαλίτσες του» για αναχώρηση, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για όσα συμβαίνουν στη δίκη, αλλά και για τη διεξαγωγή αυτής καθαυτής της δίκης. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση Κροκιδά ανακοινώνει στην Επαναστατική Επιτροπή την παραίτησή της. Το «θέατρο του παραλόγου» έχει ήδη αρχίσει να παίζεται.
Αρκετά στελέχη της κυβέρνησης Κροκιδά, όπως ο Αλέξανδρος Διομήδης, ο Πέτρος Καλλιγάς και ο Αντώνης Χριστομάνος δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι τη δίκη των κατηγορούμενων, τους οποίους θεωρούσαν εκ των προτέρων καταδικασμένους σε θάνατο. Προσπαθούσαν, λοιπόν, να βρουν μία δίοδο επικοινωνίας με τον Βενιζέλο, ο οποίος, όπως πίστευαν, θα μπορούσε να μεσολαβήσει για να σώσει τις ζωές τους. Ο Αλ. Δομήδης προέτρεπε μάλιστα τους αντιβενιζελικούς πολιτικούς να απευθυνθούν στον Βενιζέλο. Όμως, ο Βενιζέλος είχε ήδη αποστασιοποιηθεί σε μια πρώτη κρούση που του έγινε από τον Εμμανουήλ Ρέπουλη σε συνάντησή τους στη Λωζάνη…
Εν τω μεταξύ, στις 4 Νοεμβρίου, είχαν συναντηθεί στο Παρίσι Ρέπουλης και Διομήδης. Ο Ρέπουλης ενημερώνει τον Διομήδη για τα αποτελέσματα της μεσολάβησής του προς τον Βενιζέλο:
Είναι περιττόν να πας εις την Λωζάνη. Επήγα εγώ και είδα τον Βενιζέλο. Του εξέθεσα τους φόβους δια την τύχην των δικαζομένων. Ε, λοιπόν, φίλε μου, τους πολιτικούς θα τους τυφεκίσουν διότι ο Βενιζέλος το θέλει! Όταν ετόλμησα να του ομιλήσω περί αυτού, ‘’ηγέρθη λυσσών’’ εκ της θέσεώς του και φωνάζων ‘’ μη μου λες τίποτε. Δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτε!’’.
Επέμενα εντούτοις, συνεχίζει ο Εμμ. Ρέπουλης και του υπέδειξα ότι ως άνθρωπος και ως πολιτικός έχει υποχρέωσιν να προλάβη τον τυφεκισμόν. Συγκεκριμένως του υπέδειξα:
1ον. Να τηλεγραφήση αμέσως εις Αθήνας, προς την Επαναστατικήν Επιτροπήν, αξιών όπως επ’ ουδενί λόγω τυφεκισθούν οι δικαζόμενοι.
2ον. Εάν δεν εισακουσθή ή λάβη αμέσως απάντησιν, να αποχωρήση της ελληνικής αντιπροσωπείας και να δηλώση τηλεγραφικώς ότι εις ένδειξιν διαμαρτυρίας αναχωρεί εκ Λωζάνης.
3ον. Αν και μετά τούτο η Επανάστασις ήθελε τυχόν επιμείνει, να κατέλθη αυτοπροσώπως εις Αθήνας και να προσέλθη αυτόκλητος μάρτυς εις την δίκην, καταβάλλων υστάτην προσπάθειαν όπως σώση τους δικαζομένους.
Εις ταύτα ο Βενιζέλος αντέτεινεν εντόνως και πάλιν ότι δεν θέλει να ακούση ουδέ λέξιν περί αυτού, και ηρνήθη κατηγορηματικώς πάσαν επέμβασιν. Καταληφθείς δε υπό νευρικής κρίσεως, δεν κατώρθωσεν ουδ’ εις την απογευματινήν συνεδρίασιν της Διασκέψεως να λάβη μέρος κατά την ημέραν εκείνην.
Εγώ απεγοητεύθην και εγκατέλειψα πάσαν πλέον προσπάθειαν. Αν θέλης να με ακούσης, σου συνιστώ να μην πας καθόλου εις την Λψζάνην. Πρόκειται περί ανθρώπου λυσσώντος. Δεν θα κάμης τίποτε..!
Σε μια άλλη εκδοχή της συνάντησης των δύο ανδρών, ο Βενιζέλος φέρεται να είπε στον Ρέπουλη ότι «…αν ακολουθήσω τον δρόμον που υποδεικνύεις θα εγκαταλειφθώμεν και από τους φανατικωτέρους των φίλων μας».
Δεν πρέπει να παραλειφθεί το γεγονός ότι στις 6 Νοεμβρίου ο Ζαΐμης είχε συναντηθεί με τον Πλαστήρα και τις άλλες «κεφαλές» της Επανάστασης, και τους είχε προειδοποιήσει για την επιδείνωση της ήδη κρίσιμης θέσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, αν υπήρχαν θανατικές καταδίκες για τους «έξι».
Η στρατιωτική κυβέρνηση Γονατά…
Στις 12 Νοεμβρίου, ο Κροκιδάς ανεβαίνει στα ανάκτορα και υποβάλλει την παραίτηση της κυβέρνησής του. Ο Κροκιδάς ήταν εντελώς αντίθετος με την ειλημμένη απόφαση καταδίκης εις θάνατον των κατηγορουμένων και δεν ήθελε με τίποτα να πέσει το βάρος της εκτέλεσης της απόφασης επάνω του.
Η Επαναστατική Επιτροπή βλέπει μια χρυσή ευκαιρία να πάρει στα χέρια της όλη την πολιτική κατάσταση και αποφασίζει να συνθέσει μια δική της κυβέρνηση υπό τον Στυλιανό Γονατά. Η Επαναστατική Επιτροπή διαλύεται και ο Πλαστήρας αναλαμβάνει την αρχηγία της Επανάστασης.
Την επόμενη ημέρα, 13 Νοεμβρίου, ο Γονατάς ανεβαίνει στο Τατόι, ενημερώνει τον βασιλιά για την ανάγκη σχηματισμού νέας κυβέρνησης και του υποβάλλει τον κατάλογο των μελών της. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος ορίζεται υπουργός Εσωτερικών, αλλά ένα μήνα μετά, στις 12 Δεκεμβρίου, παραιτείται και αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία της στρατιάς του Έβρου, ενώ η θέση του καταλαμβάνει ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Ο Πάγκαλος και οι περί αυτόν είχαν μελετήσει σοβαρά το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής κυβέρνησης αρκετό καιρό πριν. Λόγω χαρακτήρα δεν μπορεί να συγκρατήσει τις διαθέσεις του απέναντι στους κατηγορούμενους και στις 12 Οκτωβρίου 1922, με επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο έγραψε:
Αφού οι διάδοχοί σας δεν κατώρθωσαν να με εξοντώσουν, όπως διακαώς επεθύμουν, ανέλαβον το άχαρι έργον του προέδρου της Ανακριτικής Επιτροπής και απέστειλα ήδη εις το Επαναστατικόν Στρατοδικείον την πρώτην δόσιν των οκτώ κατηγορουμένων, ων η δίκη αρχίζει αύριον. Κατ’ εμήν πεποίθησιν θα καταδικασθούν και θα τυφεκισθούν ασφαλώς… Η Επανάστασις ηθέλησεν εν αρχή να επιτύχη την περίφημον γεφύρωσιν δια της ανοχής και της επιεικείας. Διαφωνήσας, απεσύρθην εντελώς πάσης αναμείξεως εν τη κατευθύνσει αυτή. Πολύ ταχέως κατόπιν οι διευθύνοντες επείσθησαν ότι επλανώντο. Η Επανάστασις ήρξατο εκφυλιζομένη και οι απομείναντες πυρήνες του κωνσταντινικού μολύσματος ήγειρον θρασείαν την κεφαλήν. Εζήτησαν τότε την συνεργασίαν μου και επείσθην να αναλάβω το έργον της ανακρίσεως υπό ωρισμένους όρους, να κατευθύνω δικτατορικώς ου μόνον ταύτην, αλλά και την όλην διαδικασίαν, μέχρι και αυτής της εκλογής των προσώπων του Στρατοδικείου.
Στην ίδια επιστολή του ο Πάγκαλος αναφέρει ότι «απεφάσισα να επιδιώξω τον σχηματισμόν κυβερνήσεως δικτατορικής, εν τη οποία τα υπουργεία Στρατιωτικών, Εσωτερικών και Ναυτικών να περιέλθουν εις χείρας στιβαράς. Εις διάστημα ολιγώτερον των δύο μηνών και δια μέτρων μελετηθέντων λεπτομερώς, έχω πεποίθησιν ότι θα δυνάμεθα να βασιζώμεθα επί στρατού δυνάμεως 80.000 ανδρών. Στρατού ως εκείνον τον οποίον εγνωρίσατε και ουχί ενόπλου συρφετού»…
Η αγόρευση του Επιτρόπου Κ. Γεωργιάδη
Το πρωί της Παρασκευής, 11 Νοεμβρίου, αρχίζει την αγόρευσή του ο Επαναστατικός Επίτροπος Κ. Γεωργιάδης. Προσπαθεί να στηρίξει τη θεωρία του ότι οι κατηγορίες δεν αφορούν μόνο τα καθαρά υπουργικά καθήκοντα των κατηγορουμένων και τις παραλείψεις τους επ’ αυτών, αλλά το γενικότερο πλαίσιο το οποίο οι ίδιοι δημιούργησαν και μέσα στο οποίο έδρασε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στη διάρκεια του ευρωπαϊκού πολέμου.
Όπως λέει, υπάρχουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται «ότι ο τότε βασιλεύς, ή μάλλον η ελληνική Αυλή και οι νυν κατηγορούμενοι προσέδεσαν την Ελλάδα στο γερμανικό άρμα, ότι ο Κωνσταντίνος ήταν δούλος της γερμανικής πολιτικής, και ως εκ τούτου οι Σύμμαχοι είχαν βαθιά εχθρότητα και δυσπιστία απέναντί του. Ο βασιλεύς ήρθε ‘’προβεβουλευμένος όπως βλάψη την πατρίδα του’’, και η Ελλάς συρόταν δέσμιας προς τον γερμανισμό!».
Θα αναφερθεί στη συνέχεια στη νότα των συμμάχων τον Νοέμβριο του 1922, με την οποία γινόταν σαφές πως, εάν ο βασιλιάς επανερχόταν στην Ελλάδα, αυτή θα έπαυε να είναι σύμμαχος των δυνάμεων. Τελειώνει την αγόρευσή του:
«Νομίζω, κύριοι δικαστές, ότι εσκεμμένα στάλθηκε ο Χατζηανέστης στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, και θεωρώ ενόχους τους κατηγορούμενους ότι ‘’εκ σκοπού παρέδωσαν φρούρια, πόλεις και λιμένας ελληνικούς εις τον εχθρόν, του οποίου προεκάλεσαν την εισβολήν, και ότι συνεπώς οφείλουν να υποστούν την προβλεπομένην υπό του άρθρου 123, παράγραφος 8, ποινήν. Είναι ένοχοι και επαφίεμαι την κρίσιν ταύτην επί την δικαίαν κρίσιν των κυρίων δικαστών’’».
Η συνεδρίαση διακόπτεται για την επόμενη ημέρα, οπότε και συμφωνείται να αγορεύσουν όλοι οι συνήγοροι υπεράσπισης.
Συνεχίζεται…