Του Τ. Αλεξανδρόπουλου

Το Σάββατο 12 Νοεμβρίου 1922 άρχισαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων των κατηγορουμένων. Πρώτος συνήγορος υπεράσπισης που αγορεύει είναι ο Οικονομίδης, ο οποίος στρέφεται εξαρχής κατά των επαναστατικών επιτρόπων, κατηγορώντας τους στην ουσία για «προκαταλήψεις του παρελθόντος» και για «ιδιόρρυθμο τρόπο του σκέπτεσθαι».


Επικαλείται σημεία από τις αγορεύσεις των επιτρόπων, οι οποίοι, όπως είπε, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το μέτωπο θα κατέρρεε οπωσδήποτε λόγω έλλειψης εφεδρειών. «Γιατί λοιπόν ευθύνονται οι κατηγορούμενοι για το αποτέλεσμα;»,

Επίσης, ο συνήγορος Οικονομίδης αμφισβητεί τη γνησιότητα εγγράφων που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο και αποφαίνεται ότι η κρίση του δικαστηρίου έπρεπε να είναι πολιτική, «προκειμένου να καταλογιστεί ευθύνη σε πολιτικούς από επιστημονικής και νομικής άποψης».

Στη συνέχεια ο Οικονομίδης θα πει ότι το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του τον ισχύοντα νόμο περί ευθύνης υπουργών και να εξετάσει το αλληλέγγυο της ευθύνης, το οποίο υφίσταται μόνο μέσα στον χρόνο της θητείας των κατηγορουμένων.

Προσπαθεί να αντικρούσει την κατηγορία της συνωμοσίας με σκοπό την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και φτάνει στην επαναφορά του βασιλιά: «Και ως προς την επαναφορά του Κωνσταντίνου, ποιος έθεσε το ζήτημα στις εκλογές; Ο κύριος Βενιζέλος! Εάν ο κύριος Βενιζέλος δεν έθετε τέτοιο ζήτημα, σήμερα βέβαια δεν θα ήμασταν κατηγορούμενοι!».

Ο έτερος επαναστατικός επίτροπος Νοταράς θα κινηθεί στο ίδιο πλαίσιο με τον Οικονομίδη και αναπτύσσει τη δική του υπερασπιστική γραμμή για το αν ήταν ικανοί οι κατηγορούμενοι να διαπράξουν το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας. Τέλος, κλείνοντας την αγόρευσή του, εκφράζει τη βεβαιότητα της αθωωτικής απόφασης του δικαστηρίου, αφού «το έντιμο και ένδοξο παρελθόν σας είναι για εμάς εγγύηση για το αδέκαστο της κρίσης σας».


Η αγόρευση του Ν. Ζουρίδη

Ο επαναστατικός επίτροπος Ν. Ζουρίδης αρχίζει την αγόρευσή του με επίθεση «κατά μέτωπο»:

«Οι κατηγορούμενοι παρέβλεψαν την εντολή του ελληνικού λαού και εκ προθέσεως επιβουλεύθηκαν τη ακεραιότητα του κράτους, στηρίζοντας έναν προδότη βασιλέα, υπό την σκιά των πτερύγων του οποίου νόμιζαν ότι θα σωθούν…

Δυστυχώς μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους οι δύο παράγοντές τους (δηλαδή ο Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος) διχάστηκαν. Ο ένας κρατούσε σφιχτά τη γερμανική στραταρχική ράβδο, ενώ ο άλλος, έχοντας αντίθετες απόψεις, εξαντλούσε την επιχειρηματολογία του προσπαθώντας να πείσει και να επαναφέρει τον ανεύθυνο παράγοντα στην οδό των εθνικών συμφερόντων. Αλλά ο ανώτατος άρχοντας ήταν αμετάπειστος δούλος της γερμανοφιλίας του, και ο πολιτικός αρχηγός έφυγε ‘’αίρων επί των ώμων του τον μοιραίο αυτού σταυρόν’’».

Ο Ζουρίδης κάνει αναφορά στα αίτια του Εθνικού Διχασμού, στη διένεξη Κωνσταντίνου – Βενιζέλου και επισημαίνει την διαφορετική πολιτική της πολιτικής των κατηγορουμένων απέναντι σ’ εκείνη των Φιλελευθέρων. Αντικρούει την απολογία του Γούναρη, λέγοντας ότι οι μετανοεμβριανοί κυβερνήτες, την επόμενη κιόλας μέρα της νίκης τους, αποκαλούσαν τον Βενιζέλο τυχοδιώκτη, αλλά ύστερα από λίγο συνέχισαν τη δική του πολιτική. Επιτίθεται κατά του Γούναρη σχετικά με την εκστρατεία της Ουκρανίας, την οποία, όπως λέει, ο Γούναρης την χλεύαζε ως εξυπηρετούσα ξένα συμφέροντα, ενώ ο ίδιος έχει την άποψη ότι ήταν μια «ευγενής προσπάθεια προς εξυπηρέτηση ανθρωπιστικών ιδεών και για την προστασία ολόκληρης της Ευρώπης».

Αποδίδει τη στρατιωτική ενδυνάμωση του Κεμάλ στην επιστροφή του Κωνσταντίνου, λέγοντας ότι αυτό δεν θα είχε συμβεί αν στην εξουσία ήταν ο Βενιζέλος.

Η συνεδρίαση διακόπτεται για να συνεχιστεί την επόμενη ημέρα, όπως και γίνεται. Την επόμενη ημέρα, Κυριακή 13 Νοεμβρίου, συνεχίζει την αγόρευσή του ο Ν. Ζουρίδης. Επιτίθεται μετωπικά κατά του Χατζηανέστη, κατηγορώντας τον ότι «έχει πλήρη ευθύνη για την κατάρρευση της Μεγάλης Ελλάδος, διότι, ενώ βρισκόταν σε διάσταση με όλους τους αξιωματικούς, δέχτηκε την αρχηγία του στρατού. Η κατάρρευση του μετώπου είναι έργο μακράς προετοιμασίας της κυβέρνησης, που ανέλαβε να το φέρει σε πέρας ο Χατζηανέστης, ο οποίος, τη στιγμή που διερράγη το μέτωπο, αδρανούσε στη Σμύρνη. Ο Χατζηανέστης, ο οποίος μπορούσε τουλάχιστον να δώσει μια μάχη εκ παρατάξεως για να σώσει την τιμή των ελληνικών όπλων».

Τελειώνοντας την αγόρευσή του, απευθύνεται στους στρατοδίκες:

«Την τελευταία αυτή στιγμή, κύριοι, ας στρέψουμε τη σκέψη μας με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στα ηρωικά θύματα του Σαγγαρίου, που με το ιερό και άχραντο αίμα τους πορφύρωσαν τα νερά του. Ας στρέψουμε, συγκινημένη και ευγνώμονα, τη σκέψη μας στους ήρωες οπλίτες, οι οποίοι με το τίμιο αίμα τους διακήρυξαν από τη Νικομήδεια μέχρι τον Μαίανδρο, ότι οι χώρες αυτές υπήρξαν και θα είναι ελληνικές. Ας στρέψουμε με συγκίνηση την ανάμνησή μας σε όλα εκείνα τα δυστυχή καραβάνια του καταρρεύσαντος Ελληνισμού, τα οποία μάταια ζητούν στέγη για να στεγάσουν τα υπολείμματα των πανάθλιων οικογενειών τους. Ας στρέψουμε ακόμα τη σκέψη προς τον στρατό μας, ο οποίος αυτήν τη στιγμή στον Έβρο, κρατώντας το όπλο του, προσπαθεί να αναχαιτίσει τον επερχόμενο επηρμένο εχθρό, έτοιμος να προσφέρει και την τελευταία ρανίδα για τα ιδανικά της πατρίδας, και ας δώσουμε και στους νεκρούς και στους ζωντανούς τη διαβεβαίωση ότι ο Ελληνισμός κάμφθηκε αλλά δεν πέθανε, και ότι πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι!».

Στην αίθουσα «μυρίζει μπαρούτι». Το σκηνικό επαναλαμβάνεται. Το λιντσάρισμα είναι ένα ορατό ενδεχόμενο. Ο Οθωναίος διακόπτει τη συνεδρίαση. Όταν επαναλαμβάνεται, παίρνει τον λόγο ο συνήγορος του Ν. Θεοτόκη, Ρωμανός, ο οποίος κλείνει την αγόρευσή του λέγοντας:

«Κύριοι δικαστές, οι κατηγορούμενοι δεν είναι ένοχοι της εθνικής συμφοράς, η οποία οφείλεται σε διάφορα αίτια και μάλλον πρόκειται περί ατυχήματος και όχι καταστροφής. Ατύχημα το οποίο είναι δυνατόν να επανορθωθεί, όπως συνέβη και στο παρελθόν, όταν η πατρίδα δοκίμασε πολύ μεγαλύτερες καταστροφές. Η Ελλάς δεν γεννά Εφιάλτες!».

Αφού αγορεύσει και ο Παπαληγούρας, ο οποίος δεν βρήκε βάσιμο κανένα στοιχείο ενοχής των κατηγορουμένων από όσα επικαλέστηκαν οι επίτροποι, η συνεδρίαση λύεται για την επόμενη ημέρα.