Του Μπάμπη Παπαδημητρίου
«Για τον κ. Δεσταμπασίδη υπάρχει ένας έντιμος δρόμος. Ζητάει συγγνώμη, λέει ποιος τον έβαλε και τελειώνει». Ο ονοματιζόμενος είναι εκ των «προστατευομένων» μαρτύρων που επέλεξαν όσοι έστησαν την υπόθεση Novartis. Σε βάρος όσων ο μηχανισμός τον οποίο είχε γύρω του και δίπλα του ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, θεώρησε, εκείνη την εποχή, πως έπρεπε να εξαλειφθούν, ηθικά και πρακτικά.
Την ως άνω διατύπωση-παραίνεση έκανε ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, με την χθεσινή κατάθεση του σε βάρος των ανθρώπων που διευκόλυναν όσους σκέφτηκαν κι έστησαν την πλεκτάνη. Περιμένει κανείς ότι είναι πιθανόν, μεταξύ πολιτικών αντιπάλων, όταν ο ανταγωνισμός τους φθάνει σε παροξυσμό, να οργανώνονται κατηγορίες για «σκάνδαλα». Έχει συμβεί πολλές φορές. Στόχος είναι να πληγεί ο αντίπαλος και να κρατηθεί δέσμιος για όσο είναι δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα.
Η εξάλειψη όμως του εν ενεργεία διοικητή της κεντρικής τράπεζας της χώρας, τη στιγμή μάλιστα που επιχειρήθηκε, εξυπηρετούσε πολύ πιο σκοτεινές σκοπιμότητες. Αν ο Στουρνάρας είχε παραιτηθεί, αυτοί που ήθελαν τον Τσίπρα να προωθήσει την σκοπούμενη αποσταθεροποίηση της οικονομίας, όπως επιχειρήθηκε και απέτυχε με το δημοψήφισμα, θα πίεζαν πιο αποτελεσματικά, όπως πίστευαν. Ακόμη κι αν ο τότε πρωθυπουργός δεν οργάνωσε ο ίδιος την πλεκτάνη, σίγουρα δεν την εμπόδισε, αφήνοντας τους διοργανωτές να κάνουν ό,τι νόμιζαν ωφέλιμο στην υπηρέτηση των ανομολόγητων σκοπών τους.
Όλα τα αυταρχικά κυβερνητικά σχήματα τα «βάζουν», κάποια στιγμή, με τον κεντρικό τραπεζίτη. Συνέβη στη Ρωσία και την Τουρκία και μόνον όταν είδαν, Πούτιν και Ερντογάν, την καταστροφή να επιταχύνεται έγιναν πιο φειδωλοί και πιο προσεκτικοί στις παρεμβάσεις τους. Συμβαίνει αυτή τη στιγμή, με ιδιότυπο τρόπο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο πρόεδρος Τραμπ αποδοκιμάζει συστηματικά την πολιτική επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.
Η πλεκτάνη όμως σε βάρος του Στουρνάρα ήταν πολύ διαφορετικών διαστάσεων. Ο ακόμη σήμερα διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, είχε, από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, καθοδηγήσει την οικονομική πολιτική στη διάρκεια της μεγαλύτερης και πιο αποτελεσματικής αναδιάταξης των δημόσιων οικονομικών, στην περίοδο του δεύτερου μνημονίου. Το είχε κάνει με μαεστρία. Πρώτον, η παρουσία του είχε διευκολύνει τη συνύπαρξη δύο πολύ «δύσκολων» προσωπικοτήτων, των Σαμαρά και Βενιζέλου, σε όφελος της αποτελεσματικότητας που καταγράφηκε στην αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας, τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 2014. Δεύτερον, οι καλοί χειρισμοί του με Βρυξέλλες (Επιτροπή), Ουάσιγκτον (ΔΝΤ) και Φρανκφούρτη (ΕΚΤ) επέτρεψαν τον συντονισμό των ενεργειών με το κατά δύναμη χαμηλότερο τίμημα λιτότητας για τους πολλούς συμπολίτες και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους χειρισμούς της Ελλάδας. Τρίτον, αξιοποίησε με ήπιο τρόπο τις καλές διαπροσωπικές σχέσεις με αξιωματούχους της κυβέρνησης Τσίπρα που βρέθηκαν διαδοχικά στο «τιμόνι» της οικονομικής πολιτικής, προκειμένου να μην οδηγηθεί η χώρα σε καταστάσεις που δεν θα είχαν επιστροφή.
Όλα αυτά -και κάποια άλλα που τα γνωρίζουν ελάχιστοι- προκάλεσαν το άσβεστο μίσος παραγόντων, τόσο εντός του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ όσο και μεταξύ κάποιων που υποτίθεται ότι ενεργούσαν σε συνεννόηση με παράγοντες της βαθιάς νομενκλατούρας της Νέας Δημοκρατίας.
Γι αυτό και, στην περίπτωση Στουρνάρα η πλεκτάνη δεν περιορίστηκε στο πρόσωπο του αλλά επεκτάθηκε με βίαιο τρόπο στη σύζυγό του Λίνα Νικολοπούλου. Η ανήθικη μεθόδευση έφτασε στο σημείο να οργανωθεί «μπούκα» κρατικών οργάνων στο σπίτι τους και να τρομοκρατηθούν τα παιδιά τους, κάτι που δεν επιχειρήθηκε, ευτυχώς, σε άλλες περιπτώσεις.
Βεβαίως, όπως κάθε κεντρικός τραπεζίτης, οφείλει να κρατά την ψυχραιμία του και αυτό έκανε τότε και το έκανε πάλι στην χθεσινή κατάθεση του: «Δεν έχω κάτι προσωπικό με τους μάρτυρες, οι άνθρωποι εκβιάστηκαν. Θέλω έστω την τελευταία στιγμή να ζητήσουν συγγνώμη και να αποκαταστήσουν την αλήθεια. Θα είναι ανάσα για το κράτος δικαίου», σημείωσε στο δικαστήριο.
Κάποια στιγμή όμως, θα πρέπει να αποκαλυφθούν οι σκοτεινές ενέργειες εκείνης της περιόδου. Όχι για να ικανοποιηθεί ο Στουρνάρας και η κυρία Νικολοπούλου, αλλά γιατί τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα και ως τέτοια ζητούν ιστορική «εκδίκηση».