Του Μιχάλη Τσιντσίνη
Εχει δίκιο η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ. Η παράσταση στο φεστιβάλ της, όπου ο εισβολέας της Ουκρανίας εμφανιζόταν να απευθύνει σε κυριλλική γραφή ένα υβριστικό σύνθημα κατά του Ελληνα πρωθυπουργού, εμπίπτει όντως στην ελευθερία του λόγου.
Η ελευθερία αυτή προστατεύει και τον ρυπαρό λόγο. Η ελεύθερη σάτιρα μπορεί ταυτόχρονα να είναι ανόητη και βάναυση σάτιρα. Ο αντίλογος στον κρετινισμό δεν συνιστά, όπως φωνάζει η Nεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, λογοκρισία. Ακόμη και όσοι αντέδρασαν σφοδρά, δεν ισχυρίστηκαν ότι το κόμμα απαγορεύεται να βρίζει. Εκείνο έχει δικαίωμα να εκδηλώνει με τα μέσα της δικής του αισθητικής την πολιτική του κουλτούρα. Και οι υπόλοιποι έχουν δικαίωμα να κρίνουν και τη στάθμη της αισθητικής και το περιεχόμενο της κουλτούρας. Το κόμμα έχει δικαίωμα να ψυχαγωγείται με μια παρενδυτική φιγούρα τσολιά που υποδύεται τον άναρθρο χαχόλο τόσο καλά που μοιάζει πια σαν να μην τον υποδύεται. Και οι υπόλοιποι έχουν δικαίωμα να τον θεωρούν δοχείο πολιτικής τοξικότητας.
Κριτική έκανε άλλωστε και ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας για «γηπεδικό» και «απολίτικο» σύνθημα. Μήπως και ο Τσίπρας είναι «σκοταδιστής» και «αντιδημοκράτης» – όπως είναι, σύμφωνα με τους νεολαίους του, η κυβέρνηση που κατήγγειλε τον χουλιγκανισμό;
Η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τα συνθήματα που καταδικάζει
Το πρόβλημα δεν είναι το σύνθημα. Σε ανοιχτές εκδηλώσεις πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να προκύψουν φανατικές συνιστώσες ή άτομα που δεν είναι αντιπροσωπευτικά του κομματικού κανόνα. Το πρόβλημα δεν είναι καν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, από παλαιοαριστερό αυτοματισμό, είναι πάντα έτοιμος να δικαιολογήσει ακόμη και τις ακρότητες που καταδικάζει· είναι έτοιμος να βρει πίσω από κάθε μισαλλόδοξη έκφραση μια πηγή θεμιτής κοινωνικής αγανάκτησης.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι, παρά την επίσημη αποστασιοποίηση, η αξιωματική αντιπολίτευση εκλαμβάνει αυτές τις εκδηλώσεις ως σημάδια μιας πολιτικής πραγματικότητας. Οταν σε βρίζει η νεολαία, έχεις τελειώσει, έλεγε ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ τον καιρό της πανδημίας, οπότε έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του το σύνθημα.
Απορροφώντας την ηχώ των ψηφιακών δωματίων, όπου ως επίσημη «μιλιέται» η γλώσσα της μισαλλοδοξίας, η αξιωματική αντιπολίτευση σχηματίζει μονίμως την απατηλή εικόνα μιας επικείμενης ανωμαλίας – μιας «μη κανονικότητας» που θα μπορούσε να της προσφερθεί ως ευκαιρία. Το τυχαίο hashtag της ημέρας εκλαμβάνεται ως πειστήριο λαϊκής οργής που περιμένει να «καναλιζαριστεί» – όπως λέγεται η πολιτική εκμετάλλευση στην ιδιόλεκτο των επίδοξων τοκιστών του.
Η ανάγνωση της πραγματικότητας μέσα από τα κάτοπτρα της ψηφιακής εικονικότητας –η εμπιστοσύνη στον χύδην λόγο των νέων media, έναντι των «πετσωμένων» που απεργάζονται δημοσκοπικές πλάνες– εγκλωβίζει το κόμμα σε ψευδαίσθηση πολέμου: το κάτοπτρο τους δείχνει έναν τύπο με περούκα και ριγέ καλσόν· κι εκείνοι νομίζουν ότι βλέπουν εύζωνα.
Πηγή: kathimerini.gr