Του Τ. Αλεξανδρόπουλου
Η «δίκη των έξι» ήταν στην πραγματικότητα δίκη των οκτώ. Οκτώ ήταν οι κατηγορούμενοι. Επτά πολιτικοί και ένας αρχιστράτηγος. Έμεινε στην ιστορία ως «δίκη των έξι» γιατί έξι ήταν αυτοί που εκτελέστηκαν. Οι δύο που γλύτωσαν, θα είναι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι «εκλεκτοί» του Πάγκαλου..!
Η δίκη άρχισε το πρωί της 31ης Οκτωβρίου στο κτίριο της τότε Βουλής. Συνήγοροι των κατηγορούμενων ήταν οι Σωτηριάδης, Νοταράς, Τσουκαλάς, Παπαληγούρας, Οικονομίδης, Πολίτης, Δουκάκης, Ρωμανός.
Έχουν περάσει μόλις δύο μήνες από την καταστροφή της Σμύρνης. Οι σκοτωμένοι Έλληνες στρατιώτες είναι ακόμη άταφοι στα βουνά και τους κάμπους της ενδοχώρας της Τουρκίας. Οι πρόσφυγες συρρέουν χωρίς σταματημό σε όλα τα λιμάνια της Ελλάδας. Τα μικρασιατικά παράλια, σε όλο το μήκος τους, από τον Πόντο μέχρι το ύψος της Κύπρου, σαρώνονται από το κύμα της φυγής των Ελλήνων. Όσοι και να βρίσκονταν στη θέση του κατηγορούμενου εκείνη την εποχή, θα ήταν «καλοδεχούμενοι» για να σβήσουν τη δίψα της εκδίκησης.
Γύρω από τον Πάγκαλο έχει συσπειρωθεί μια ομάδα ακραιφνών… αντιβενιζελικών, οι οποίοι τώρα έχουν αλλάξει στρατόπεδο. Όλοι αυτοί πίστευαν και διακήρυτταν ότι από μέρους της προηγούμενης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας υπήρξε εσκεμμένη προδοσία. Ως ισχυρότατο επιχείρημα των όσων έλεγαν θεωρούσαν και επιδείκνυαν τα δύο άρθρα του Γιώργου Βλάχου, διευθυντή της εφημερίδας «Καθημερινή», το «Οίκαδε» και το «Πομερανοί». Έλεγαν οι φανατικοί ότι αυτά τα άρθρα της ακραιφνώς κυβερνητικής εφημερίδας ήταν ηττοπαθή και διέβρωσαν το ηθικό του στρατεύματος. Η μανία της εκδίκησης έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της…
Η δίκη αρχίζει
Το πρωί της 31ης Οκτωβρίου προσάγονται στην αίθουσα οι κατηγορούμενοι. Ο επαναστατικός επίτροπος Ν. Ζουρίδης εκφωνεί το κατηγορητήριο, το οποίο περιλαμβάνει από εσκεμμένες προδοτικές ενέργειες μέχρι εσχάτη προδοσία. Κατηγορούνται ότι
«…ενήργησαν εκ προθέσεως την παράδοσιν εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων πολεμοφοδίων, όπλων, πυροβόλων και παντός άλλου υλικού ανήκοντος εις την επικράτειαν…»
«Από 1ης Νοεμβρίου 1920 και εφεξής μέχρι της 22ας Αυγούστου 1922, αυναποφασίσαντες μετά των συνυπουργών αυτών περί πράξεως εσχάτης προδοσίας εκουσίως και εκ προθέσεως, υπεστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου, τουτέστιν εις την υπό της Ελλάδος κατεχομένην και δια της Συνθήκης των Σεβρών κατακεκυρωμένην χώραν της Ασίας. Παρέδωσαν άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου κλπ.»…
Και αρχίζει η απαρίθμηση των μέσων με τα οποία παραδόθηκε η «κατακεκυρωμένη χώρα» στον εχθρό. Αλλά ποια «κατακεκυρωμένη χώρα»; Πότε κατακυρώθηκε; Πότε έγινε ελληνικό έδαφος η Μικρά Ασία;
Απαριθμεί λοιπόν τους λόγους, μεταξύ των οποίων αναφέρονται η επαναφορά του Κωνσταντίνου, η μη προσάρτηση της Β. Ηπείρου, ο οικονομικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τους συμμάχους λόγω της επαναφοράς του βασιλιά, η τοποθέτηση σε επιτελικές θέσεις του στρατού ανίκανων στελεχών, η μη υπόδειξη ή απαίτηση από τον βασιλιά να παραιτηθεί, γιατί έγινε η εκστρατεία προς την Άγκυρα παρά την αντίθετη άποψη του διοικητή της Στρατιάς, διότι «διώρισαν Αρχιστράτηγον τον ανισόρροπον Χατζηανέστην» και πολλά άλλα.
Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων υποβάλουν σωρηδόν ενστάσεις αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, οι οποίες απορρίπτονται παμψηφεί.
Η δεύτερη μέρα της δίκης
Η πρώτη μέρα του Νοέμβρη του 1922 είναι η δεύτερη μέρα της συγκλονιστικής δίκης. Καταθέτει το «βαρύ πυροβολικό», ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα της εποχής και της Μικρασιατικής καταστροφής. Αντιβενιζελικός εκ πεποιθήσεως, πρωτοπαλίκαρο του βασιλικού καθεστώτος, αρχιστράτηγος μέχρι τον Μάιο του 1922. Πολλοί ιστορικοί αναφέρουν ότι με τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, έχει τεράστιο μέρος για την εθνική συμφορά. Λίγες μέρες μετά τη δίκη των έξι, ο Πάγκαλος τον συνέλαβε και τον φυλάκισε, αλλά τον Ιανουάριο του 1923 πήρε αμνηστία… Εκτελέστηκε το Πάσχα του 1935, μετά την καταδίκη του σε θάνατο για τη συμμετοχή του στο κίνημα του… Βενιζέλου… Τότε, το 1935, στις θέσεις των δικαστών θα βρεθούν οι της άλλοτε Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως, οι βασιλικοί δηλαδή. Στα εδώλια των κατηγορουμένων θα είναι αυτή τη φορά οι βενιζελικοί…
Τότε ο Παπούλας, ο Μιλτιάδης Κοιμήσης (ο οποίος επίσης ήταν μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των έξι) και ο Στέλιος Βολάνης θα καταδικαστούν και θα εκτελεστούν πριν προλάβει να τους σώσει ο Ιωάννης Μεταξάς. Στη «δίκη των έξι» ο Μεταξάς δεν εμφανίστηκε…
Αντιμέτωποι στο στρατοδικείο βρίσκονται ο Παπούλας και ο διάδοχός του ο κατηγορούμενος Χατζηανέστης.
Ο Παπούλας είναι καταπέλτης για τους κατηγορούμενους. Περιγράφει πως η ελληνική Στρατιά κατάντησε «άθροισμα πολιτών παρανόμως οπλοφορούντων», με τους στρατιώτες χωρισμένου σε ημέτερους και μη. Οι ημέτεροι απολάμβαναν αδειών και προνομίων που κατέληγαν στη λιποταξία, ενώ οι μη ημέτεροι πολεμούσαν στο μέτωπο σε συνεχή βάση. Κατακεραυνώνει τους κατηγορούμενους, γιατί έκαναν αυτά που ήθελαν, παρά τη δική του αντίθετη άποψη. Ακόμη και για την εκστρατεία του Σαγγάριου, θα πει, αυτός είχε αντίθετη άποψη. Η εκστρατεία έγινε «για να πιει το τσάι του ο Θεοτόκης στην Άγκυρα!», θα πει ο Παπούλας…
Συνεχίζει την κατάθεσή του, βάζοντας στέρεες βάσεις για την καταδίκη των κατηγορουμένων. Λέει ότι ζητούσε προμήθειες και δεν του έστελναν, λέει ότι οι αξιωματικοί που τοποθετούσε το καθεστώς ήταν ανίκανοι, λέει ότι οι «ημέτεροι» αξιωματικοί δεν πήγαν ποτέ στο μέτωπο, γιατί είχαν «μέσον», λέει ότι όλες οι μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις έγιναν για λόγους πολιτικούς και παρά την έντονη διαφωνία του:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Ώστε ολόκληρος ο πόλεμος στη Μικρά Ασία έγινε κατόπιν διαταγής της κυβερνήσεως;».
Α. ΠΑΠΟΥΛΑΣ: «Μάλιστα».
Στη συνέχεια ο Παπούλας καταθέτει πως όταν στις αρχές του 1921 διατάχθηκε να προελάσει προς το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, απάντησε τηλεγραφικά ότι αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει γιατί ήταν χειμώνας και επιπλέον χρειαζόταν στρατό 5.000 ανδρών επιπλέον. Ο Γούναρης, ως υπουργός Στρατιωτικών, του απάντησε ότι η δύναμη αυτή δεν υπήρχε…
Καταθέτει για τον Χατζηανέστη, ύστερα από ερώτηση του προέδρου:
Α. ΠΑΠΟΥΛΑΣ: «Για τον Χατζηανέστη, για τον οποίον ξέρω ότι τα τμήματα που αναλάμβανε τη διοίκησή τους επαναστατούσαν, είχα υποβάλει έκθεση προς τον υπουργό Στρατιωτικών από τον Φεβρουάριο. Στη συνέχεια υπέβαλα έκθεση ως πρόεδρος του συμβουλίου».
Ο κατηγορούμενος πρώην πρωθυπουργός Δημ. Γούναρης «απορεί» με όσα καταθέτει ο μάρτυρας, επεμβαίνει και αρχίζει ένα «θέατρο του παραλόγου», από το οποίο στο τέλος τεκμαίρεται ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία ήταν ένα παιχνίδι στα χέρια πολιτικών και στρατιωτικών. Με επίσημο έγγραφο, το υπόμνημα της Στρατιάς, με την υπογραφή του Παπούλα, στις 15 Ιουλίου 1921, ο Παπούλας ενημέρωνε τον βασιλιά και τον υπουργό Στρατιωτικών ότι προκειμένου να διαλύσει τις δυνάμεις του Κεμάλ «η Στρατιά πρέπει να εκτελέσει επιδρομάς προς Άγκυραν, να συντρίψη, αν θα συναντήση, τας εχθρικάς δυνάμεις, να διαλύσεη τον εν Αγκύρα συγκεντρωμένον εχθρικόν εφοδιασμόν και. εάν κατόπιν τούτου ο εχθρός δεν υποκύψη, επειδή η εν ΑΓκύρα παραμονή είναι μειονεκτική, να επιστρέψη εις Δορύλαιον, καταστρέφουσα ριζικώς την σιδηροδρομικήν γραμμήν ταύτην.»
Και συνεχίζει το υπόμνημα:
«Εκ της μέχρι τούδε μελέτης της επιχειρήσεως, η Στρατιά έφθασε εις το συμπέρασμα ‘ότι δύναται να προχωρήση μέχρι του ανατολικωτέρου τμήματος του Σαγγαρίου, ήτοι της γραμμής Μπεϊλίκ Κιοπρού – Καβάκ. Αν κατά το διάστημα τούτο συναντήση τον εχθρόν και συντρίψη αυτόν, τότε η καταδίωξις προς την Άγκυραν δια τμήματος της Στρατιάς δεν θα παρουσιάση δυσχερείας. Αν τουναντίον ο εχθρός υποχωρήση πέραν του Σαγγαρίου, η Στρατιά θα προχωρήση ή θα σταματήση αναλόγως των παρουσιαζομένων μέχρι της εποχής εκείνης συνθηκών.».
Δηλαδή, ο Παπούλας λέει τα αντίθετα από αυτά που είπε στην αρχή, ότι ήταν αντίθετος με τις πολεμικές επιχειρήσεις στα βάθη της Μικράς Ασίας. Με το υπόμνημα φαίνεται να συναινεί στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, διατυπώνοντας απλά κάποιες επισημάνσεις για πιθανές δυσχέρειες που είναι πιθανό να συναντήσει ο ελληνικός στρατός.
Σε επίμονη ερώτηση του Νικόλαου Θεοτόκη για το αν ο Παπούλας υπέδειξε τον αντικαταστάτη του όταν αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας, ο Παπούλας απαντά:
Α. ΠΑΠΟΥΛΑΣ: «Εζήτησα την αντικατάστασή μου και λόγω ορίου ηλικίας και ‘’διότι εποτίσθην πολλά πικρίας’’ και σας υπέδειξα τον Χατζηανέστη. Αυτό θέλετε να πείτε;».
Ν. ΘΕΟΤΟΚΗΣ: «Θέλω να το ακούσω!».
Ώστε λοιπόν, αποκαλύπτεται ότι ο Παπούλας είχε προτείνει για αντικαταστάτη του τον Χατζηανέστη, για τον οποίο είχε καταθέσει προ ολίγου ότι «ξέρω ότι τα τμήματα που αναλάμβανε τη διοίκησή τους επαναστατούσαν»..!
Παίρνει τον λόγο να κάνει ερωτήσεις ο κατηγορούμενος Χατζηανέστης και μεταξύ άλλων ερωτά τον μάρτυρα:
Γ. ΧΑΤΖΗΑΝΕΣΤΗΣ: «Ξέρετε ότι ως αρχιστράτηγος ήμουν μόνο δυόμισι μήνες στη Στρατιά, ενώ εσείς ήσασταν είκοσι μήνες διοικητής! Αποδίδετε επομένως την επελθούσα καταστροφή στη φθοροποιό επίδρασή μου αυτούς τους δυόμισι μήνες;».
Α. ΠΑΠΟΥΛΑΣ: «Μάλιστα. Αποδίδω την καταστροφή στη διάλυση του συγκροτήματος μετά την αφαίρεση των δυνάμεων». […]
Γ. ΧΑΤΖΗΑΝΕΣΤΗΣ: «Κύριε πρόεδρε, θέλω να πω τούτο: ο κύριος Παπούλας, όταν ανέλαβε, βρήκε μια μελέτη του κυρίου Πάγκαλου περί οχυρώσεως της περιοχής της Σμύρνης, η οποία ήταν απαραίτητη. Έκανε κάτι πάνω σ’ αυτό;».
Α. ΠΑΠΟΥΛΑΣ: «Όχι». […]
Γ. ΧΑΤΖΗΑΝΕΣΤΗΣ: «Κύριε μάρτυς, την εγκατάλειψη της ζώνης από εκεί που ήσασταν μετά την αποτυχία του Σαγγάριου τη θεωρείτε εγκατάλειψη ζώνης ελληνικής; Δηλαδή το έδαφος το οποίο μας αφαίρεσε ο εχθρός μέχρι τη νέα γραμμή το θεωρείτε ελληνικό;».
Α. ΠΑΠΟΥΛΑΣ: «Δεν καταλαβαίνω!».
ΓΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Σας ρωτά αν το έδαφος από εδώ του Σαγγαρίου το θεωρείτε ελληνικό, το οποίο αφέθηκε στον εχθρό».
Α. ΠΑΠΟΥΛΑΣ: «Όχι. Εμείς επιστρέψαμε στις θέσεις στις οποίες βρισκόμασταν. Σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να μείνουμε εκεί…».
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Μην εκτίθεστε!».
Συνεχίζεται…