Της Μαίρης Βενέτη
H επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν αναζωπύρωσε άλλο ένα γεωπολιτικό μέτωπο που ούτως ή άλλως σιγοκαίει χρόνια τώρα.
Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η επίσκεψη της Πελόζι θα κλιμακώσει μεν σημαντικά την ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας, αλλά είναι απίθανο να προκαλέσει μια κινεζική αντίδραση που θα ενέχει κινδύνους σύρραξης, παρά το γεγονός ότι το Πεκίνο έδειξε την ενόχληση του,
-προειδοποιώντας ήδη από τη Δευτέρα ότι ο στρατός του «δεν θα καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια και… θα υπερασπιστεί την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κίνας»,
-προχωρώντας σε απαγόρευση στις εξαγωγές περισσότερων από 100 Ταϊβανέζικων εταιρειών τροφίμων σε μια προφανή προσπάθεια να ασκήσει οικονομική πίεση σε μια βασική βιομηχανία της Ταϊβάν,
-καταδικάζοντας την Τρίτη το Υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας την επίσκεψη, λέγοντας ότι βλάπτει σοβαρά την ειρήνη και τη σταθερότητα στα στενά της Ταϊβάν.
Η αλήθεια είναι ότι η θάλασσα της Νότιας Κίνας και η Ταϊβάν είναι μια εύφλεκτη πηγή γεωπολιτικού κινδύνου εδώ και χρόνια, καθώς η Ταϊβάν θεωρεί τον εαυτό της κυρίαρχο κράτος, ενώ η Κίνα βλέπει την Ταϊβάν ως αποσχισθείσα επαρχία. Για την ακρίβεια, οι εντάσεις με την Κίνα βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων 40 ετών.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι η προσοχή όλων αυτή την περίοδο είναι στραμμένη στην Ευρώπη, εντούτοις η περιοχή του Ειρηνικού «βράζει», με πρόσφατη αύξηση της θερμοκρασίας στις αρχές Ιουλίου, όταν δυο αμερικανικά αεροπλανοφόρα συνοδευόμενα από δεκάδες σκάφη ξεκίνησαν ασκήσεις στην περιοχή ως ένα έμμεσο μήνυμα προς τους συμμάχους των ΗΠΑ ότι οι τελευταίες θα προασπισθούν αν χρειαστεί την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και δεν θα επιτρέψουν την απόλυτη κυριαρχία της Κίνας στην περιοχή.
Κάθε άλλο δε παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι τα δύο αεροπλανοφόρα και οι αεροναυτικές δυνάμεις συνοδείας τους άρχισαν την άσκηση την ημέρα κατά την οποία η Ταϊβάν κατήγγειλε μαζικές παραβιάσεις του εναέριου χώρου της από κινεζικά στρατιωτικά αεροσκάφη.
Βέβαια οι κινεζικές επιδείξεις δύναμης έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία δύο χρόνια , κυρίως κοντά στο αμφισβητούμενο νησί Πράτας, που καταλαμβάνεται από τον ταϊβανέζικο στρατό, αλλά διεκδικείται και από την Κίνα.
Την ίδια στιγμή πολλοί γεωπολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι είναι θέμα χρόνου το Πεκίνο να προσπαθήσει να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό του την Ταϊβάν, ακόμη και με τη χρήση στρατιωτικών μέσων. Άλλωστε παρά το γεγονός ότι η Κίνα και η Ταϊβάν χωρίστηκαν κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου τη δεκαετία του 1940, το Πεκίνο ποτέ δεν έπαψε να υποστηρίζει ότι κάποια στιγμή το νησί θα «ανακτηθεί» και θα επανενωθεί με την Κίνα στο πλαίσιο κάποιου είδους συμφωνίας του τύπου «μία χώρα-δύο συστήματα», με το Χονγκ Κονγκ ως μοντέλο.
Στο πλαίσιο αυτό, τα τελευταία χρόνια συνεχίζεται στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας η κατασκευή τεχνητών κινεζικών βάσεων σε ατόλες της περιοχής. Οι πρόσφατες εισβολές της κινεζικής αεροπορίας στη ζώνη αεράμυνας της Ταϊβάν έχουν κλιμακώσει τις ήδη τεταμένες σχέσεις, με τις ΗΠΑ και την Αυστραλία να κατηγορούν την Κίνα για υπονόμευση της περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας.
Γιατί η Κίνα ενοχλήθηκε από την επίσκεψη
Η επίσκεψή της Πελόζι έγινε στα πλαίσια ενός ευρύτερου ταξιδιού στον Ινδο-Ειρηνικό -συμπεριλαμβανομένης της Σιγκαπούρης, της Μαλαισίας, της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, με επίκεντρο την αμοιβαία ασφάλεια και τις οικονομικές εταιρικές σχέσεις,
συμπεριλαμβανομένης της προώθησης μιας ελεύθερης και ανοιχτής περιοχής Ινδο-Ειρηνικού.
Mάλιστα η Πελόζι πραγματοποίησε την επίσκεψη της στην Ταϊβάν παρά τις αντιρρήσεις του Λευκού Οίκου, αποτελώντας το πλέον υψηλόβαθμο μέλος του Κογκρέσου που θα επισκεφθεί την Ταϊβάν από το 1997.
Η κίνηση έχει προκαλέσει οργή στην Κίνα, καθώς εκλαμβάνεται ως μια άτυπη «αναγνώριση» της Ταϊβάν ως ανεξάρτητη χώρα και μάλιστα σε μια πολιτικά ευαίσθητη χρονιά για το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα, ενόψει μάλιστα του συνεδρίου κατά το οποίο αναμένεται να επανεκλεγεί τρίτη φορά ο Σι Τζινπίνγκ.
Το γεγονός δε ότι η επίσκεψη πραγματοποιείται από την Πελόζι έχει ιδιαίτερη σημειολογική βαρύτητα για την Κίνα, λόγω της αιώνιας κόντρας της με την κινεζική πολιτική ηγεσία όσον αφορά την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την αυξανόμενη επιρροή του Πεκίνου στην παγκόσμια σκακιέρα.
Υπενθυμίζουμε ότι δύο χρόνια μετά την καταστολή των διαδηλώσεων στην Πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου το 1989, η Πελόζι, η οποία ήταν τότε νέο μέλος του Κογκρέσου, είχε μετάσχει σε δικομματική αντιπροσωπεία που ύψωσε πανό αφιερωμένο «σε αυτούς που πέθαναν για τη δημοκρατία στην Κίνα», με την κινεζική αστυνομία να επεμβαίνει για να διαλύσει τη διαδήλωση.
Η Πελόζι το 1993 είχε εκφράσει την αντίθεση της για τη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων από την Κίνα, ενώ δεν έπαψε όλα αυτά τα χρόνια να ασκεί κριτική στην Κίνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικά όσον αφορά του Ουιγούρους, να συντάσσεται υπέρ της δημοκρατίας του Χονγκ Κονγκ, και να υποστηρίζει κάθε μποικατάζ στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένου του φετινού διπλωματικού μποϊκοτάζ του Μπάιντεν στη Χειμερινή Ολυμπιάδα του Πεκίνου.
Η επίσημη επίσκεψη της Πελόζι λοιπόν στην Ταϊβάν εκλαμβάνεται από την Κίνα ως μια ιδιαίτερα σημειολογική κίνηση, που ίσως να θέτει νέες βάσεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν παρά το γεγονός ότι ο Λευκός Οίκος έσπευσε να υπογραμμίσει τις διαφορές του με το Κογκρέσο.
Βλέπετε, η σχέση μεταξύ των δύο χωρών όπως ορίζεται στον νόμο περί σχέσεων της Ταϊβάν του 1979-όταν οι ΗΠΑ τερμάτισαν την επίσημη διπλωματική αναγνώριση της Ταϊβάν ως νόμιμης κυβέρνησης της Κίνας* – ήταν μέχρι τώρα ανεπίσημη και άτυπη.
Παρά το γεγονός λοιπόν ότι και τα δυο κράτη επισημοποίησαν τις υπάρχουσες προξενικές σχέσεις στις 13 Σεπτεμβρίου του 2019, εντούτοις καμία χώρα δεν διατηρεί επίσημη πρεσβεία στην άλλη, ούτε διορίζει πρέσβη.
*(σ.σ: Την 1η Οκτωβρίου 1949, ο Μάο Τσετούνγκ κηρύσσει την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στο Πεκίνο. Οι εθνικιστικές δυνάμεις της Kuomintang υπό τον Τσανγκ Κάι-Σεκ κατέφυγαν στην Ταϊβάν, σχημάτισαν κυβέρνηση, της έδωσαν το επίσημο όνομα «Δημοκρατία της Κίνας» και απαγόρευσαν κάθε σχέση ανάμεσα στο νησί και την κομμουνιστική Κίνα.
Η Ταϊβάν το 1950 έγινε σύμμαχος των ΗΠΑ που βρισκόταν σε πόλεμο με την Κίνα στην Κορέα, ενώ το 1979, η Ουάσινγκτον διέρρηξε τις διπλωματικές της σχέσεις με την Ταϊβάν προκειμένου να αναγνωρίσει την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Όμως, το αμερικανικό Κονγκρέσο επέβαλε τον όρο της «στρατηγικής ασάφειας», επιτρέποντας τη χορήγηση στην Ταϊβάν στρατιωτικής βοήθειας- η Ουάσινγκτον ως σήμερα παραμένει ο πρώτος προμηθευτής στρατιωτικού υλικού- προκειμένου να εξασφαλίσει την άμυνα της. Την ίδια στιγμή όμως απέφυγε μια ξεκάθαρη θέση για το αν θα επέμβουν οι ΗΠΑ στρατιωτικά ή όχι για την άμυνα της Ταϊβάν σε περίπτωση εισβολής.
Η αληθινή διάσταση πίσω από τις αφορμές και τις αμφισημίες
Μπορεί ο ρόλος των ΗΠΑ ως ο κύριος προμηθευτής όπλων της Ταϊβάν να θεωρείται ο «επίσημος» ύποπτος για τις συνεχιζόμενες τριβές με την κινεζική κυβέρνηση, όμως «το ιερό δισκοπότηρο» που κυνηγούν οι δύο χώρες ακούει στο όνομα, ημιαγωγοί, τα γνωστά μας τσιπάκια.
Θα μπορούσε κανείς σε μια μόλις φράση να παραθέσει όλα όσα διακυβεύονται στο νησί της Ταϊβάν;
H απάντηση είναι ναι και αυτή η φράση είναι η εξής: Σχεδόν το σύνολο των εργοστασίων παγκοσμίως θα σταματούσε να λειτουργεί εντός τριών εβδομάδων, αν σταματούσε η παραγωγή ημιαγωγών στην Ταϊβάν.
Ένα τέτοιο σενάριο θα μεταφραζόταν σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από το τίναγμα στον αέρα της αγοράς των τσιπ, μιας αγοράς 600 δισεκατομμυρίων ευρώ. Θα επέφερε καίριο πλήγμα στο ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών, αφού θα έβγαζε νοκ άουτ τη βιομηχανία, σταματώντας την κατασκευή πλήθους ηλεκτρονικών αντικειμένων καθημερινής χρήσης, από τα κινητά τηλέφωνα, τις ηλεκτρικές συσκευές και τα αυτοκίνητα έως τα κέντρα αποθήκευσης δεδομένων.
Αυτός είναι ο λόγος που μια κρίση στα στενά της Ταϊβάν θα επεκταθεί σε οικονομική κρίση και στις δικές μας γειτονιές.
Γιατί είναι «πολύτιμη» η Ταϊβάν
Οι νέοι, προηγμένοι ημιαγωγοί θα τροφοδοτήσουν ένα νέο άλμα στις αναδυόμενες τεχνολογίες της κβαντικής πληροφορικής, της Τεχνητής Νοημοσύνης, της αυτόνομης οδήγησης και των 5G τηλεπικοινωνιών.
Ποιοί είναι αυτοί οι προηγμένοι αγωγοί; Τα τσιπ με μέγεθος 5 και 3 νανομέτρων.
Ποιά χώρα θεωρείται παγκόσμια υπερδύναμη στα τσιπ 3 και 5 νανομέτρων; H Ταϊβάν.
Αυτός είναι ο λόγος που το Πεκίνο έχει στοχεύσει τη βιομηχανία ημιαγωγών ως έναν από τους βιομηχανικούς πυλώνες που θα βοηθήσει την Κίνα να εκπληρώσει τον μακροπρόθεσμο οικονομικό μετασχηματισμό της στο «Όνειρο της Κίνας».
Η TSMC -Taiwan Semiconductor Manufacturing Company- αυτή τη στιγμή ελέγχει το 92% της παγκόσμιας παραγωγής εξελιγμένων μικροτσίπ 10 νανομέτρων και κάτω.
Αυτό ακριβώς το ποσοστό την καθιστά, εκτός από πολύτιμο εταίρο για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ και διαφιλονικούμενο έδαφος για την Κίνα.
Βλέπετε η απρόσκοπτη πρόσβαση των Κινέζων στη βιομηχανία ημιαγωγών της Ταϊβάν θα τους έδινε σημαντική ώθηση στην παγκόσμια βιομηχανία ημιαγωγών. Και πώς θα εξασφαλιζόταν αυτό; Μέσω της επανένωσης της Ταϊβάν με το Πεκίνο.
Οι ΗΠΑ βέβαια είναι κάθετα αντίθετες σε μια τέτοια προοπτική, καθώς στην ουσία θα έδινε πρόσβαση στην Κίνα σε… αμερικανική τεχνολογία. Βλέπετε, τις προηγούμενες δεκαετίες κατά το κυνήγι της παραγωγής με χαμηλό κόστος, οι ΗΠΑ πέρασαν σημαντική τεχνογνωσία στην Ταϊβάν.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το πρόβλημα.
Οι ΗΠΑ εξαρτώνται πλέον από την παραγωγή της Ταϊβάν. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2020 το 72% των μικροτσίπ που χρησιμοποιήθηκαν στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του στρατού, προέρχονταν από την Ταϊβάν.
Το τελευταίο λοιπόν που θα ήθελαν είναι η Ταϊβάν να θεωρείται κινεζικό έδαφος.
Το ίδιο ισχύει και για την Ευρώπη, καθώς οι εφοδιαστικές ανάγκες της σε ημιαγωγούς καλύπτονται κατά τουλάχιστον 50% από την Ταϊβάν.
Η Ευρώπη για την ακρίβεια εξαρτάται αυτή τη στιγμή τόσο από την τεχνογνωσία των αμερικανικών εταιρειών όπως οι Intel, Micron, NVIDIA και AMD –εταιρείες που σχεδιάζουν τσιπ- όσο και από τον όγκο παραγωγής των χωρών της Ασίας όπως η Ταϊβάν, η Κίνα και η Νότια Κορέα.
Το γεγονός ότι η πανδημία χτύπησε τις εφοδιαστικές αλυσίδες του πολύτιμου κλάδου των ημιαγωγών, έχει εδώ και τρία σχεδόν χρόνια οδηγήσει τόσο τις ΗΠΑ όσο και την Ευρώπη σε μια προσπάθεια απεξάρτησης από την ασιατική παραγωγή.
Κάτω από αυτό το πρίσμα λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε τα κράτη-μέλη της ΕΕ να συνδράμουν σε επενδυτικό πακέτο επιχορηγήσεων ύψους 43 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη δημιουργία στρατηγικής σημασίας βιομηχανίας τσιπ σε ευρωπαϊκό έδαφος, με στόχο η Ευρώπη έως το 2030 να παράγει το 20% της παγκόσμιας παραγωγής επί ευρωπαϊκού εδάφους. (σ.σ: Σήμερα βρίσκεται στο 9%).
Ταυτόχρονα προέβλεψε τη σύσταση ταμείου ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση των start-up που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή τσιπ.
Μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να χαλαρώσει τους αυστηρούς περιορισμούς επί των κρατικών επιδοτήσεων και να υιοθετήσει μία επεμβατική βιομηχανική πολιτική προκειμένου να πετύχει αυτόν τον στόχο.
Και μόνο αυτή η χαλάρωση σε μία ήπειρο που παραδοσιακά λειτουργεί στη βάση των αρχών και των νόμων της παγκόσμιας αγοράς, αναδεικνύει τη στρατηγική σημασία που έχει αποκτήσει ο κλάδος.
Μαζί με το ευρωπαϊκό σχέδιο «τρέχει» και το αμερικανικό, καθώς οι ΗΠΑ επιδιώκουν επίσης τον επαναπατρισμό παραγωγικών δραστηριοτήτων στο έδαφός τους.
Πρόσφατα η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε νομοσχέδιο που προβλέπει χρηματοδότηση ύψους 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον επαναπατρισμό της παραγωγής των ηλεκτρονικών τσιπ.
Βέβαια αν σκεφτούμε ότι ο ταϊβανέζικος όμιλος TSMC θα επενδύσει μόνος του 36 δις ευρώ μόνο για το 2022, κατανοούμε ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα πρέπει να διαθέσουν ακόμα μεγαλύτερα budgets προκειμένου να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους στον κομβικό αυτό κλάδο.
Αν δε σκεφτούμε τη σημασία τα τσιπ να γίνουν μικρότερα και καλύτερα και το συνδυάσουμε με το γεγονός ότι επί του παρόντος, η TSMC και η Νοτιοκορεάτικη Samsung είναι τα μόνα χυτήρια στον κόσμο ικανά να κατασκευάσουν τα πιο προηγμένα τσιπ 5 νανομέτρων, με την TSMC να προετοιμάζεται ήδη για τα τσιπ επόμενης γενιάς 3 νανομέτρων, κατανοούμε ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη έχουν να καλύψουν ακόμα μεγαλύτερο έδαφος.
Μια βαθύτερη ματιά στον πιο κομβικό ίσως τεχνολογικό κλάδο των τσιπ
Η αλυσίδα εφοδιασμού ημιαγωγών μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε περίπου τρία διαφορετικά στάδια: σχεδιασμός, κατασκευή και συναρμολόγηση. Οι εταιρείες που εκτελούν και τα τρία αυτά βήματα αναφέρονται ως κατασκευαστές ολοκληρωμένων συσκευών (IDM) και τυπικά παραδείγματα είναι η Intel και η Samsung.
Οι εταιρείες που σχεδιάζουν μόνο τσιπ, γνωστές ως fabless IC, βασίζονται σε κατασκευαστές /χυτήρια τσιπ. Οι εταιρείες fabless λοιπόν συνεργάζονται στενά με τα χυτήρια, ήτοι με τις εταιρείες που κατασκευάζουν τσιπς σε εργοστάσια κατασκευής, με την TSMC να αποτελεί την ηγέτιδα εταιρεία.
Η TSMC ιδρύθηκε το 1987 και αποφάσισε να μην παράγει προϊόντα με το όνομά της, έτσι ώστε η εταιρεία να μην εμπλακεί ποτέ σε άμεσο ανταγωνισμό με τους πελάτες της. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, η TSMC έγινε το μεγαλύτερο χυτήριο ημιαγωγών στον κόσμο και βασικός προμηθευτής για μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, όπως η Apple, η Qualcomm και η Nvidia.
Ο κύριος μέτοχος της λοιπόν, η Ταϊβάν, κυριαρχεί στην αγορά χυτηρίων και στην εξωτερική ανάθεση της κατασκευής ημιαγωγών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Κατασκευαστών Ημιαγωγών, οι ΗΠΑ ελέγχουν το 47% της παγκόσμιας αγοράς με την Intel να είναι μακράν η πρώτη σε πωλήσεις.
Από την άλλη, ηTSMC έχει το 54% του τζίρου που έκαναν πέρυσι οι εταιρείες-εργολάβοι που αναλαμβάνουν την κατασκευή των ημιαγωγών. Συνολικά το μερίδιο της Ταϊβάν ξεπερνά το 60%.
Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται τα μερίδια εσόδων από τα κορυφαία χυτήρια ημιαγωγών παγκοσμίως από το 2019 έως το 2022, ανά τρίμηνο.
Το πρώτο τρίμηνο του 2022, η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company κατέγραψε μερίδιο αγοράς λίγο περισσότερο από 53 τοις εκατό στην παγκόσμια αγορά χυτηρίων ημιαγωγών, ενώ η βασική της ανταγωνίστρια, η Samsung, κατέλαβε το 16,3 % της αγοράς.
Όσον αφορά τα έσοδα, τα δέκα κορυφαία χυτήρια ημιαγωγών παγκοσμίως παρήγαγαν σχεδόν 32 δισεκατομμύρια δολάρια το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Το νέο πεδίο των μαχών
Δεν στοχεύουν μόνο η Ευρώπη και οι ΗΠΑ να γίνουν αυτοδύναμες στον κλάδο των ημιαγωγών. Η Κίνα επίσης προσπαθεί μέσω της εταιρείας κατασκευής τσιπ Semiconductor Manufacturing International Corporation –SMIC- να αποκτήσει το δικό της μερίδιο.
Η SMIC ήταν το πέμπτο μεγαλύτερο χυτήριο ημιαγωγών παγκοσμίως με βάση τα έσοδα το 2020 , πίσω από τις TSMC και UMC της Ταϊβάν, τη Samsung της Νότιας Κορέας και την GlobalFoundries στις ΗΠΑ, σύμφωνα με στοιχεία της TrendForce.
Στην προσπάθεια όμως της Κίνας για μεγαλύτερη ισχύ στον κλάδο των ημιαγωγών, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη είναι αποφασισμένες να είναι απέναντι.
Η αρχή έγινε επί κυβέρνησης Τραμπ, ο οποίος τοποθέτησε τη SMIC στη λίστα των οντοτήτων εκείνων με περιορισμένη πρόσβαση στην τεχνολογία των ΗΠΑ.
Η SMIC όμως απεκόπει και από την απόκτηση υπερσύγχρονου εξοπλισμού από την ASML, τη leader της Ευρώπης που κατασκευάζει τον λεγόμενο εξοπλισμό λιθογραφίας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των πιο προηγμένων τσιπ, με έμφαση στη μεγαλύτερη χωρητικότητα.
Βλέπετε, η κυβέρνηση Τραμπ πίεσε την ολλανδική κυβέρνηση να σταματήσει η ASML τις πωλήσεις στην SMIC.
Ακόμα όμως και αν η SMIC είχε πρόσβαση στον εξοπλισμό της ASML, η εταιρεία θα χρειαζόταν χρόνια για να αρχίσει να παράγει τσιπ υψηλής ποιότητας σε μεγάλες ποσότητες. Γι’αυτό η κινεζική κυβέρνηση χρειάζεται πάση θυσία την TSMC.
*Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.
Πηγή: liberal.gr