Του Θανάση Μαυρίδη
Ο Ερντογάν έχει εκλογές και χρειάζεται απελπισμένα μία «νίκη». Τι θα συμβεί, όμως, αν χάσει; Μπορεί η Τουρκία να διαχειριστεί μια ήττα; Όχι! Η Τουρκία δεν μπορεί να δεχτεί ότι είναι πιθανόν να χάσει στο πεδίο. Πόσο μάλλον και να χάσει. Σε μια τέτοια περίπτωση, γκρεμίζεται συθέμελα όλο το οικοδόμημα που έχει χτιστεί τις τελευταίες δεκαετίες και που έχει δανειστεί υλικά από τον εθνικισμό και την καταπίεση μειονοτήτων στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Και είναι πιθανόν να υποστεί ήττα; Ναι! Αλλά από εδώ και πέρα αρχίζουν σενάρια που πρέπει να τα προσέξουμε ιδιαίτερα. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, η Ελλάδα δεν έχει να κερδίσει κάτι από μία ήττα της Τουρκίας, πέρα από την ησυχία μας για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
Το χάος που θα δημιουργηθεί στη γειτονική χώρα θα δημιουργήσει μια εστία αναταραχής και απρόβλεπτων εξελίξεων για πολλά χρόνια. Ούτε η Δύση είναι προετοιμασμένη για ένα νέο «ανατολικό ζήτημα». Δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί ως θέμα πριν από 100 χρόνια, θα είναι απίθανο να μπορέσει τώρα που ο κόσμος μας είναι πιο πολύπλοκος.
Επίσης, δεν υπάρχουν στο εσωτερικό της Τουρκίας πολιτικές δυνάμεις που να αντιμετωπίζουν τα πράγματα με πιο μετριοπαθή τρόπο. Η κυβέρνηση Ερντογάν είναι για την Ελλάδα η καλύτερη δυνατή εκδοχή! Η αντιπολίτευση έχει μια πιο σκληρή στάση έναντι της Ελλάδας. Είναι αυτή που ζητά τον λόγο από τον Ερντογάν γιατί δεν έχει ήδη επιτεθεί στο Αιγαίο!
Αυτό που φοβίζει, πάντως, την Τουρκία είναι το γεγονός ότι όσο περνάει ο καιρός αυξάνεται η ισχύς της Ελλάδας. Δηλαδή, μειώνεται αντίστοιχα η «βεβαιότητα» της Τουρκίας ότι θα βγει νικήτρια από μια αναμέτρηση. Για να είμαστε πιο ακριβείς, η βεβαιότητα του χτες έχει εγκαταλειφθεί και τη θέση της την έχει πάρει η αμφιβολία για το σήμερα και η πεποίθηση για το μέλλον ότι θα έχουν αλλάξει σε βάρος της οι συσχετισμοί δυνάμεων.
Ούτε και η Ελλάδα, όμως, αντέχει μια ήττα. Και αυτό το έχουν αντιληφθεί φίλοι και εχθροί. Το δόγμα Φλώρου (πρώτα καίμε και μετά ρωτάμε) πηγάζει από αυτήν ακριβώς την αλήθεια. Μια ήττα στο πεδίο θα επέφερε σοβαρή εθνική κρίση, από την οποία θα κάναμε δεκαετίες για να βγούμε. Η Ελλάδα δεν έχει άλλο περιθώριο να υποχωρήσει και η μόνη της επιλογή είναι το γνωστό «ή τας ή επί τας».
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για νέα Ίμια. Δεν θα δεχτεί άλλη φορά ο ελληνικός λαός να πάρει ο άνεμος τη σημαία. Όλο αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία δεν θα βρει αυτή τη φορά πρόθυμους στην Αθήνα να επιλέξουν την τακτική της υποχωρητικότητας.
Το θέμα είναι ποιος έχει να χάσει περισσότερα. Η Ελλάδα ή η Τουρκία; Το βέβαιο είναι ότι και οι δύο έχουν να χάσουν. Εκεί που έχουν να κερδίσουν και οι δύο είναι στο τραπέζι των συζητήσεων. Αλλά συζήτηση με τι όρους; Σίγουρα, δεν μπορεί να γίνει διάλογος κάτω από το απειλές του τύπου «θα έρθουμε στα ξαφνικά μία νύκτα».
Είναι πολύ δύσκολο ακόμη και να μιλήσει σήμερα κάποιος για διάλογο. Και από την άλλη πλευρά ο διεθνής παράγοντας έχει μια άλλη αίσθηση για το τι μπορεί να συμβεί, σε σχέση με αυτή που είχε πριν από τρία χρόνια. Και σε αυτή την εξίσωση έχει μπει ο παράγοντας ότι δεν είναι διατεθειμένη η Ελλάδα να υποχωρήσει σε παράλογες απαιτήσεις.
Σήμερα, η πιθανότητα πολέμου με την Τουρκία είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά μετά από τα γεγονότα της Κύπρου. Αυτό είναι γεγονός. Όπως και γεγονός είναι ότι η Τουρκία δεν μπορεί να έχει την βεβαιότητα της νίκης. Κάθε άλλο! Είτε έρθει νύκτα είτε μέρα. Και ο μοναδικός δρόμος για να εξασφαλίσει την ασφάλειά της η Ελλάδα είναι αυτός που ήδη έχει χαράξει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Πηγή: liberal.gr