Του Σάκη Μουμτζή
Τέτοιες μέρες δεν μπορεί παρά το μυαλό μας να ανατρέχει στα όσα έγιναν στην Κύπρο εκείνο το καλοκαίρι του 1974. Στο πλαίσιο της ανασκόπησης των γεγονότων, υπό το φως νέων τεκμηρίων, θα πρέπει να επαναξιολογήσουμε τη συμπεριφορά μερικών πρωταγωνιστών εκείνης της περιόδου είτε είναι φυσικά πρόσωπα είτε κράτη. Στα φυσικά πρόσωπα πρωτίστως θα πρέπει να ξαναδούμε τα πεπραγμένα του Μακάριου, ο οποίος μέχρι στιγμής παραμένει στο απυρόβλητο από τους Έλληνες ιστορικούς. Και ειδικά για την περίοδο 1974-1977 θα έχουμε πολλά να πούμε.
Συγχρόνως, θα πρέπει να αποκαλύψουμε μερικές αλήθειες για τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης τόσο κατά τον Αττίλα 1 όσο και κατά τον Αττίλα 2. Είναι γνωστό πως ο Μακάριος είχε μια προνομιακή σχέση με την ΕΣΣΔ, που πίστευε πως ήταν αμοιβαία. Μετά τον δεύτερο Αττίλα διαπίστωσε πόσο τραγικά είχε πέσει έξω. Οι Σοβιετικοί δεν ήθελαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα είτε την διπλή ένωση (διχοτόμηση), γιατί και στις δύο περιπτώσεις ο κυπριακός χώρος θα είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Ο Μακάριος στην ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 19 Ιουλίου 1974, και ενώ ήταν ζήτημα ωρών η εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, χαρακτήρισε το πραξικόπημα της εθνοφρουράς ως «εισβολή της Ελλάδος εις την Κύπρον» δίνοντας έτσι νομιμοποιητική βάση στην επικείμενη εισβολή με βάση το άρθρο 4 της συνθήκης εγγύησης.
Το βράδυ της 20ης Ιουλίου 1974 το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το γνωστό 353 ψήφισμα με το οποίο ζητούσε «άμεσο τερματισμό της ξένης επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία» και «ζητεί την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου προσωπικού που βρίσκεται εκεί πέραν των προνοιών των διεθνών συμφωνιών…». Ήταν ένα ψήφισμα το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν καταδίκαζε την τουρκική εισβολή. Μάλιστα, στη συζήτηση που έγινε την ίδια ημέρα στο Σ.Α., ο Σοβιετικός αναπληρωτής αντιπρόσωπος, πλήρως συντονισμένος με τον Ζήνωνα Ρωσσίδη, μόνιμο αντιπρόσωπο της Κύπρου στον ΟΗΕ, διευκρίνισε πως με τον όρο «ξένο στρατιωτικό προσωπικό» η Σοβιετική Ένωση εννοεί τους Έλληνες αξιωματικούς.
Τη δεύτερη μέρα της εισβολής ο Λ. Μπρέζνιεφ σε επιστολή του στον Πρόεδρο Νίξον ζητούσε την απόσυρση του ελληνικού στρατιωτικού προσωπικού, ενώ το μόνο που είχε να πει για την τουρκική εισβολή ήταν πως επιδείνωσε την κατάσταση. Ούτε λέξη για καταδίκη. Και η δεύτερη επιστολή Μπρέζνιεφ κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος.
Αν δεχθούμε πως ο Αττίλας 1 είχε μια νομιμοποιητική βάση, το άρθρο 4 της συνθήκης εγγύησης, ο Αττίλας 2 δεν είχε καμιά παρόμοια βάση. Κι όμως η σοβιετική εξωτερική πολιτική το μόνο που είχε να πει ήταν πως «η ξένη στρατιωτική επέμβαση κατά ενός κυρίαρχου κράτους επεκτεινόταν». Ο δε Α. Γκρομίκο, που βρισκόταν σε διακοπές, δεν θεώρησε σκόπιμο να επιστρέψει στη Μόσχα.
Οι Σοβιετικοί χρησιμοποιούσαν την Τουρκία για να υπονομεύουν τη συνοχή του ΝΑΤΟ. Αυτό ακριβώς που πράττουν και σήμερα. Με ικανοποίηση είδαν την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του, ενώ πίεζαν για την επιστροφή του Μακαρίου, με τον οποίον είχαν άριστες σχέσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 60. Άλλωστε στον προεδρεύοντα Γλαύκο Κληρίδη δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη.
Η Μόσχα για πολλές δεκαετίες, με τη βοήθεια και της Αριστεράς, κατόρθωσε να πείσει ένα κομμάτι της ελληνικής κοινής γνώμης πως τηρούσε στο Κυπριακό στάση ενάντια στην Τουρκία και υπέρ των ελληνοκυπριακών συμφερόντων. Η Σοβιετική Ένωση από τη στιγμή που έλαβε εγγυήσεις από την Τουρκία πως δεν σκοπεύει να προσαρτήσει το βόρειο τμήμα της Κύπρου, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η πολύμορφη διείσδυσή της στην Κυπριακή Δημοκρατία, κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Για τις ανάγκες του άρθρου συμβουλεύτηκα το βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη «Κύπρος 1974-1977, η εισβολή και οι μεγάλες δυνάμεις», εκδ. Αλφάδι, Λευκωσία 2014.
Πηγή: liberal.gr