Τρίτη 15 Νοεμβρίου 1922. Ώρα 6.30 το πρωί. Οι στρατοδίκες παίρνουν τις θέσεις τους για να ανακοινωθεί από τον πρόεδρο του στρατοδικείου η μεγάλη απόφαση. Όλες τις μέρες της διεξαγωγής της δίκης, ο Βρετανός πρέσβης Λίντλεϊ ασκούσε πιέσεις στην κυβέρνηση προκειμένου να εκλείψει κάθε ενδεχόμενο εκτελέσεων. Σαν τελευταίο του «χαρτί» χρησιμοποιούσε την απειλή ότι, αν υπήρχαν καταδικαστικές αποφάσεις εις θάνατον, αυτός θα εγκατέλειπε την Ελλάδα και η Αγγλία θα διέκοπτε τις διπλωματικές σχέσεις με τη χώρα μας.


Στη Λοζάνη, ο λόρδος Κόρζον, απογοητευμένος από το γεγονός ότι ο Βενιζέλος δεν είχε καμφθεί από τις «παραινέσεις» του για την αποφυγή εκτελέσεων, αποφάσισε να στείλει στην Ελλάδα τον αντιπλοίαρχο Τάλμποτ, ο οποίος είχε υπηρετήσει στη βρετανική πρεσβεία της Αθήνας. Η εντολή ήταν σαφής: να παρέμβει στην Επαναστατική Επιτροπή ώστε να αποτραπούν οι εκτελέσεις. Όμως ο Τάλμποτ δεν θα προλάβει τις εξελίξεις που έτρεψαν με απίστευτη ταχύτητα.

Το βασικό επιχείρημα του Βρετανού πρέσβη Λϊντλεϊ για τις παρεμβάσεις τις οποίες έκανε ήταν ένα: δεν υπήρχε πρόθεση και δόλος των κατηγορουμένων για να οδηγήσουν τη χώρα στην καταστροφή. Υπήρχαν πολιτικά σφάλματα, με κυρίαρχο το ότι όταν ανέλαβαν την εξουσία τον Νοέμβριο του 1920 δεν ξεκαθάρισαν τη θέση τους απέναντι στους συμμάχους λέγοντας «ή μας παρέχετε βοήθεια, ή εκκενώνουμε αμέσως τη Μικρά Ασία». Αλλά, λέει ο Λίντλεϊ, ο Γούναρης και οι περί αυτόν δεν διέθεταν το απαιτούμενο θάρρος…

Τα επιχειρήματα και τα διαβήματα του Λίντλεϊ δεν τελεσφορούν. Έτσι φτάνουμε στο ξημέρωμα της 15ης Νοεμβρίου 1922, όταν ο πρόεδρος του στρατοδικείου Οθωναίος διαβάζει την καταδικαστική απόφαση:

Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’, το έκτακτον επαναστατικόν στρατοδικείον, σκεφθέν κατά νόμον:

Επειδή εκ της αποδεικτικής διαδικασίας προέκυψαν τα επόμενα πραγματικά περιστατικά. Άπαντες οι κατηγορούμενοι… […]

[…] Καίτοι δε η Ελλάς απεμονώθη διπλωματικώς και εστερήθη της βοηθείας των Δυνάμεων, εντούτοις ούτοι απεφάσισαν παντί σθένει να στηρίξωσιν εις τον θρόνον τον Βασιλέα Κωνσταντίνον επί θυσία των εθνικών συμφερόντων… […]

[…] Και μετά τούτο όμως οι κατηγορούμενοι και άλλοι συστασιώται αυτών, αντί να παύσωσι να κρύπτωσι την αλήθειαν ότι η παραμονή του Βασιλέως εις την Ελλάδα ήτο επιβλαβής εις τα εθνικά συμφέροντα, τουναντίον εν γνώσει πλέον τελούντες… […]

[…] Επειδή, εκδηλωθείσης της επιθέσεως του εχθρού την 13ην Αυγούστου, κατά την διάρκειαν ταύτης εκ προθέσεως παρέδωκεν εις τον εχθρόν μεγάλα τμήματα της παρ’ αυτού διοικουμένης Στρατιάς της Μ. Ασίας, και δια διαφόρων μέσων προυκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν του στρατού και ημπόδισε την συνάθροισιν αυτού, παρακινηθείς εις τούτο εκ προθέσεως υπό των λοιπών κατηγορουμένων. […]

[…] Επειδή προέκυψεν ότι οι εκ των κατηγορουμένων Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός εξετέλεσαν τας ανωτέρω πράξεις εν μετρία συγχύσει (άρθρον 67 του κοινού ποινικού νόμου).

Επειδή οι πράξεις αύται προβλέπονται υπό των άρθρων 56 εδ. 3.57, 123 εδ. 3.124 του Κοινού Ποινικού Νόμου 194 εδ. 1,4,259 και 178 της Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας 109,21 και 23 του Κοινού Ποινικού Νόμου και 10 του από 12 Οκτωβρίου 1922 Διατάγματος Επαναστατικής Επιτροπής περί συστάσεως και λειτουργίας Εκτάκτου Στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών.

Δια ταύτα

Κηρύσσει παμψηφεί ενόχους τους κατηγορουμένους Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Νικόλαον Θεοτόκην, Γεώργιον Χατζηανέστην, Ξενοφώντα Στρατηγόν, Μιχαήλ Γούδαν και Γεώργιον Μπαλτατζήν.

Καταδικάζει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του θανάτου, τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών.

Η θανατική απόφαση είναι τελεσίδικη. Οι μελλοθάνατοι δεν έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση ούτε να ζητήσουν αναίρεση από τον Άρειο Πάγο, ούτε να ζητήσουν χάρη. Και αυτό γιατί η Επαναστατική Επιτροπή, με διάταγμα τους έχει στερήσει όλα αυτά τα δικαιώματα.


Στις φυλακές Αβέρωφ

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ένας λοχαγός είχε ειδοποιήσει τους κατηγορούμενους, στους θαλάμους που διέμεναν στην Παλιά Βουλή, να ετοιμαστούν για τη μεταγωγή τους στις φυλακές Αβέρωφ. Μισή ώρα αργότερα γίνεται η αναχώρηση από την πίσω πόρτα. Ο Γούναρης είναι απών. Η κατάστασή του υποτροπιάζει και οι γιατροί που τον παρακολουθούν στην κλινική «Άγιος Παντελεήμων» της οδού Ασκληπιού βλέπουν τον πλησιάζει τους 40 βαθμούς. Ο Γούναρης βρίσκεται σε λήθαργο. Στα μικρά διαλείμματα διαύγειας που έχει, δείχνει ότι καταλαβαίνει την κρισιμότητα της κατάστασης. «Αύριο τελειώνουν όλα», λέει σε μια στιγμή…  

Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, η κλινική Ασημακόπουλου που νοσηλεύεται ο Γούναρης περικυκλώνεται από στρατιωτικά αυτοκίνητα, ώστε να μην υπάρχει καμία οδός διαφυγής. Την ώρα που αρχίζει να διαβάζεται η απόφαση του στρατοδικείου, ο αστυνομικός διευθυντής Εμμανουήλ Κατσιγιαννάκης φτάνει στην κλινική με μεγάλο απόσπασμα ανδρών και ανακοινώνει ότι έχει εντολή να μεταφέρει τον Γούναρη στις φυλακές Αβέρωφ.

Ο Γούναρης ζητάει ένα φύλλο χαρτί και γράφει τη διαθήκη του:

Ό,τι απομένει εκ της μικράς περιουσίας μου, μετά την αφαίρεσιν των χρεών μου, αφήνω εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Κανελλόπουλον, ον καθιστώ γενικόν κληρονόμον, προς καλυτέραν αποκατάστασιν της κόρης του, ανεψιάς μου Μαρίας. Εις τον Δήμον Πατρέων την βιβλιοθήκην μου, και εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή δέκα χιλιάδας δραχμών.

Δ.Π. Γούναρης

Ο πρώην πρωθυπουργός δεν μπορεί να περπατήσει και μεταφέρεται σε φορείο, σκεπασμένος με μία κουβέρτα. Τον ακολουθούν όλοι οι συγγενείς του κλαίγοντας. Όταν το φορείο έπρεπε να μπει στο αυτοκίνητο, η αδελφή του Αμαλία Κανελλοπούλου γονάτισε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Η ώρα ήταν 7.35’ το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1922.

Τα αυτοκίνητα φτάνουν στις φυλακές Αβέρωφ, ενώ έχει αρχίσει να ρίχνει μια ψιλή παγωμένη βροχή. Ο Γούναρης οδηγείται στο κελί που βρίσκονται και οι υπόλοιποι. Την καταδικαστική απόφαση θα μεταφέρει στους μελλοθάνατους ο γιός του Γ. Μπαλτατζή. Ο Χατζηανέστης εκπλήσσεται: «Κάνεις λάθος παιδί μου… Δεν είναι δυνατόν να καταδικάσουν κι εμένα εις θάνατον!».

Στις 9.00 το πρωί η απόφαση ανακοινώνεται επίσημα στους μελλοθάνατους από τον επαναστατικό επίτροπο Ν. Γρηγοριάδη, ο οποίος τους πληροφορεί ότι η εκτέλεση θα γίνει στις 11.00 της ίδιας μέρας… Μετά από λίγο επιτρέπουν στους συγγενείς να τους δουν για τελευταία φορά…

Η συγκινησιακή φόρτιση είναι απερίγραπτη. Ο Στράτος και ο Μπαλτατζής συμβουλεύουν τα παιδιά τους να μην ασχοληθούν ποτέ με την πολιτική.


Στον τόπο της εκτέλεσης

Η εκτέλεση έγινε στο μικρό δασάκι πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Το εκτελεστικό απόσπασμα ήταν ήδη παρατεταγμένο. Όταν έφθασαν τα δύο φορτηγά με τους μελλοθάνατους, πρώτος κατέβηκε από το ένα φορτηγό ο Στράτος και δεύτερος ο Γούναρης, ο οποίος δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Έσπευσαν να τον βοηθήσουν ο Στράτος και ο Πρωτοπαπαδάκης, οι οποίοι τον οδήγησαν στη θέση του. Από το άλλο αυτοκίνητο κατέβηκαν ο Χατζηανέστης, ο Μπαλτατζής και ο Θεοτόκης.

Πριν οδηγηθεί στη θέση της εκτέλεσης, ο Χατζηανέστης έπρεπε να υποστεί και την καθαίρεση εκ του βαθμού του. Δεν άφησε να τον πλησιάσουν. Πέταξε το πηλίκιο και τις επωμίδες του φωνάζοντας: «Η μόνη μου εντροπή είναι ότι υπήρξα αρχιστράτηγος φυγάδων!».

Κανένας από τους μελλοθάνατους δεν δέχτηκε να του δέσουν τα μάτια. Ο Στράτος αναφώνησε: «Αυτή η πράξις αποτελεί αίσχος δια την πατρίδα!». Η ώρα είχε φτάσει. Το παράγγελμα δίνεται:

«Επί σκοπώ!». «Πυρ!».

Οι μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων είναι συγκλονιστικές. Ο Ηλίας Μπρεδήμας δίνει τη δική του:

Ο Θεοτόκης και ο Μπαλτατζής, κλίναντες πρώτον ελαφρά προς τα οπίσω, πίπτουν βαρύτατοι επί του σπαρμένου υγρού εδάφους. Ο Στράτος υφίσταται ένα κλονισμόν και, κλίνας, πίπτει αποτόμως προς τα οπίσω, λυγίζων ελαφρώς τα γόνατα. Ο Γούναρης, άμα τον έπληξαν τα βλήματα, υφίσταται ένα ελαφρόν κλονισμόν και, κλίνας προς τα οπίσω και ολίγον δεξιά, ξαπλώνεται κάτω. Ο Πρωτοπαπαδάκης δεν πίπτει εκτάδην παρά μετά 1-2 δευτερόλεπτα. Τότε εξ εγγυτάτης αποστάσεως του ρίπτεται η τελειωτική βολή, διαρρήξασα το κρανίον του και σκορπίσασα έξω στο έδαφος τα μυαλά του. Ο Χατζηανέστης κατά την στιγμήν του πυροβολισμού κάμνει μίαν απότομον τιναχτήν κλίσιν του κεφαλιού μεθ’ ολοκλήρου του τραχήλου προς τα οπίσω. Κάμνει ακόμη μίαν απότομον σύσπασιν των χειρών του, και τέλος πέφτει προς τα οπίσω, κλίνων το κεφάλι του προς τα εμπρός…

Τα πτώματα ρίχνονται σε ένα φορτηγό το οποίο τα μεταφέρει στο Α’ νεκροταφείο. Δύο στρατιώτες τα πετάνε μπροστά από το παρεκκλήσι. Το αίμα βάφει το δάπεδο.


Πλαστήρας
vs Λίντλεϊ

Την παραμονή των εκτελέσεων ο Βρετανός πρέσβης ΛίντλεΪ συναντά στο γραφείο του τον Πλαστήρα. Οι μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί τα επόμενα χρόνια καταλήγουν σε έναν διάλογο των δύο ανδρών ο οποίος φαίνεται να είναι ο αυθεντικός. Ο Λίντλεϊ απευθύνεται στον Πλαστήρα χωρίς εισαγωγή:

«Κύριε συνταγματάρχα, σας εφιστώ την προσοχή για τελευταία φορά στις δυσάρεστες συνέπειες που θα ανακύψουν στο ενδεχόμενο της εκτέλεσης της θανατικής απόφασης».

Ο Πλαστήρας του απαντά:

«Εάν η Αγγλία δέχεται να υποστηρίξει την παραμονή της Θράκης στην Ελλάδα, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να ζήσει ο ελληνικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας που κατέφυγε εδώ, τότε η Επανάσταση δέχεται να κάνει μια παραχώρηση: να παραδώσει τους καταδίκους σ’ εσάς για να τους μεταφέρετε στην Αγγλία ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος θέλετε».

«Δεν έχω τέτοια εντολή από την κυβέρνησή μου», απαντά ο Λϊντλεϊ.

«Τότε, ως αρχηγός της Επαναστάσεως, αναλαμβάνω την υποχρέωση έναντί σας να αναβάλω την εκτέλεση για μία ή έστω δύο μέρες, έως ότου ζητήσετε την εντολήν από την κυβέρνησή σας».

«Δεν μπορώ να προχωρήσω σε μια τέτοια πρωτοβουλία την οποία αξιώνετε!».

«Αφού ενδιαφέρεστε τόσο πολύ για τους καταδίκους, κύριε Λίντλεϊ, γιατί η κυβέρνησή σας άφησε την Ελλάδα να καταστραφεί στη Μικρά Ασία όταν κυβερνούσαν εκείνοι που τώρα εσείς θέλετε να σώσετε; Δυστυχώς και η Ελλάδα και οι κατάδικοι, για τους οποίους εκδηλώνετε τώρα τόσο ενδιαφέρον, είναι θύματα της δικής σας πολιτικής και της δικής σας χώρας, της Αγγλίας!».

Ο βρετανός πρέσβης αποχωρεί αμίλητος.

 

Ο Τάλμποτ στην Αθήνα

Το πρωί της ημέρας των εκτελέσεων ο Τάλμποτ φτάνει με ένα αντιτορπιλικό στον Πειραιά. Τηλεφωνεί στον Πλαστήρα και του ζητάει να τον δει αμέσως. Ο Πλαστήρας του λέει ότι τον περιμένει. Ο Τάλμποτ παίρνει το υπηρεσιακό αυτοκίνητο και ανεβαίνει στην Αθήνα μέσα από τους άδειους δρόμους της πρωτεύουσας και πηγαίνει κατευθείαν στο γραφείο του Πλαστήρα. Εκεί βρίσκεται και ο νέος πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς. Ο Τάλμποτ ζητάει χωρίς περιστροφές την αναβολή των εκτελέσεων. Ο Πλαστήρας τον διακόπτει:

«Δυστυχώς, πλοίαρχέ μου, είναι πλέον αργά. Η απόφαση εξετελέσθη!».

Ο Πλαστήρας βγάζει από ένα συρτάρι και του δείχνει μερικά προσωπικά αντικείμενα των εκτελεσθέντων. «Ορίστε. Μου έφεραν και αυτά για να τα στείλω στις οικογένειές τους».

Ο Τάλμποτ φεύγει και οι εφημερίδες αναγγέλλουν την είδηση με ένα μονόστηλο: «Την 11.30’ π.μ. της σήμερον, εις τον παρά το Γουδί χώρον, εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει, η θανατική εκτέλεσις των έξι καταδικασθέντων υπό του εκτάκτου στρατοδικείου υπευθύνων της μικρασιατικής καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το Συμβούλιο των πέντε πολιτικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, και του αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζηανέστη. Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν ταις φυλακαίς Αβέρωφ. Οι νεκροί, μεταφερθέντες πάραυτα εις το Α’ Νεκροταφείον, παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι, ερωτηθέντες περί της υστάτης θελήσεώς των, ουδέν είπον».


Η στάση του Βενιζέλου

Η στάση του Ελ. Βενιζέλου απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους του θα συζητηθεί για πολλά χρόνια μετά τα γεγονότα. Το 1934 ο Ιω. Μεταξάς γράφει σε άρθρο του πως «Εάν μια ισχυρά φωνή ωσάν του κ. Βενιζέλου απετείνετο εις τους στρατοδίκας της εποχής εκείνης και έλεγε: ‘’σταθείτε, δεν είναι προδόται οι δικαζόμενοι, και ημείς αν εμμένωμεν εις την αρχήν πάλιν θα εμμένωμεν αβοήθητοι από τους συμμάχους, όπως αυτοί’’, κατά πάντα ανθρώπινον υπολογισμόν […] οι εξ θα ήσαν σήμερον μεταξύ μας, και το μεγαλύτερον βήμα προς την συμφιλίωσιν του λαού και του πολιτικού κόσμου θα είχε γίνη από τότε. Αλλά εγένετο το αντίθετον…»…

Ο Γρηγ. Δαφνής έγραψε πως, σε φιλικούς του κύκλους ο πρώην πρωθυπουργός είχε δηλώσει: Και αν επρόκειτο να αναστηθούν, πάλι έπρεπε να εκτελεστούν:».

Ο Βενιζέλος, ο οποίος συχνά – πυκνά επαναλάμβανε ότι δεν επιθυμεί να αναμειχθεί εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της χώρας», «ένιψε τα χείρας του» στη δίκη και καταδίκη των έξι. Δεν έκανε το ίδιο όταν κινδύνευε να εκτελεστεί ο πρίγκιπας Ανδρέας. Τηλεγράφησε εσπευσμένα στην Επαναστατική Επιτροπή: «Δίκη πρίγκιπος Ανδρέου, εάν δεν εγκαταλειφθή, πρέπει να περατωθή εντός 48 ωρών, ει δυνατόν, η δε ποινή, εάν επιβληθή, να μην υπερβή στρατιωτικήν καθαίρεσιν και ισόβιον υπερορίαν, αποφευγομένης επιμελώς πανηγυρικής καθαιρέσεως και εν γένει περιοριζομένης επιμελώς καθαιρέσεως εις την δι’ αποφάσεως επιβολήν αυτής».


Ο αντίκτυπος των εκτελέσεων

Την ημέρα των εκτελέσεων των έξι, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Μπόναρ Λω δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Δια της καταδίκης των τέως υπουργών και του αρχιστρατήγου εις την εσχάτην των ποινών και δια της εκτελέσεώς των διεπράχθη εν Ελλάδι πράξις μεγίστης βαρβαρότητος!»

Η γαλλική κυβέρνηση, μέσω του πρακτορείου Χαβάς θα δώσει στη δημοσιότητα την εξής ανακοίνωση: «Οι επίσημοι γαλλικοί κύκλοι και η εν Γαλλία δημοσία γνώμη αποδοκιμάζουν μετ’ ίσης προς την Αγγλίαν αγανακτήσεως την θανατικήν εκτέλεσιν των Ελλήνων υπουργών και του αρχιστρατήγου. Η γαλλική κυβέρνησις δια του εν Αθήναις αντιπροσώπου της είχεν ενεργήσει, όσον ηδυνήθη, ίνα προλάβη το αποτρόπαιον έγκλημα».

Ανάλογο ήταν το πνεύμα και της Ιταλίας, σε αυστηρή ανακοίνωση που εξέδωσε, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έκαναν γνωστό ότι διακόπτουν «επ’ αόριστον» τις σχέσεις τους με την Ελλάδα.


Η δικτατορία του Πάγκαλου


Τον Ιούνιο του 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος ηγείται κινήματος στρατιωτικών και καταλαμβάνει την εξουσία υπό την ανοχή της κυβέρνησης του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου. Ο Πάγκαλος εκμεταλλεύτηκε το έντονα αντικομουνιστικό κλίμα, που είχε δημιουργηθεί από τις αλλεπάλληλες απεργίες και άλλες εργατικές εκδηλώσεις, και τον πανικό του αστικού κόσμου, για να καταλάβει την εξουσία, ενώ ο αστικός πολιτικός κόσμος εύκολα συγκατατέθηκε να του δώσει πίστωση χρόνου, προκειμένου να επιβάλει μια σειρά αντιδημοκρατικών μέτρων, τα οποία οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις απέφευγαν για ευνόητους λόγους.

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1925 διαλύθηκε η Συντακτική Συνέλευση και προκηρύχθηκαν εκλογές για τον Ιανουάριο του 1926. Οι εκλογές αυτές δεν έγιναν, γιατί στις 4 Ιανουαρίου 1926, ο Θεόδωρος Πάγκαλος δήλωσε ότι αναλάμβανε προσωπικά την άσκηση της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Δικτατορία χωρίς καμία, έστω και στοιχειώδη κάλυψη. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις ενέργειες αυτές ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Παύλος Κουντουριώτης, παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1926 και ο Πάγκαλος προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου. Στις εκλογές αυτές, που έγιναν στις 4 και 11 Απριλίου 1926, τα πολιτικά κόμματα δήλωσαν αποχή και ο Πάγκαλος εκλέχτηκε Πρόεδρος, ως μόνος υποψήφιος, και ορκίστηκε στις 18 Απριλίου 1926.

Ασύλληπτα γεγονότα με τα σημερινά δεδομένα… Το δικτατορικό καθεστώς του Πάγκαλου γινόταν ολοένα και πιο καταπιεστικό, λόγω εγκατάλειψής του από τους αρχικούς πολιτικούς υποστηρικτές του και της αυξανόμενης αντίδρασης και δυσφορίας της κοινής γνώμης.

 Η έλλειψη λαϊκών ερεισμάτων και πολιτικών συμμάχων υποχρέωσε το καθεστώς να στραφεί προς την αντίπαλη παράταξη, από την οποία απέσπασε μια μερίδα. Στις 19 Ιουλίου 1926, ορκίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αθανάσιο Ευταξία, που περιελάμβανε στις τάξεις της κυρίως αντιβενιζελικά στοιχεία.

Η βενιζελική πολιτική ηγεσία αποφάσισε να δράσει. Το Κίνημα του Γεωργίου Κονδύλη στις 22 Αυγούστου 1926 κατόρθωσε να ανατρέψει τον δικτάτορα. Ο Κονδύλης χρησιμοποίησε στο Κίνημά του τα «Δημοκρατικά Τάγματα», δηλαδή τους πραιτωριανούς που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος ο Θεόδωρος Πάγκαλος, για να καταλάβει την εξουσία και να διατηρηθεί σ’ αυτήν…

 

“Εθνάρχες”, λαοπλάνοι και ανυπόληπτοι ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ…

Για πολλά χρόνια μετά τις εκτελέσεις των έξι, οι συζητήσεις δεν κοπάζουν, όπως και οι μεταθέσεις ευθυνών από τη μία πλευρά στην άλλη. Και τα πυρά των πάντων σχεδόν είχαν ένα και μοναδικό στόχο: τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Ο οποίος, το 1926, κατηγορήθηκε ανοιχτά από δημοσιογράφους και πολιτικούς ότι είχε… εκβιάσει με δικτατορία τους Πλαστήρα και Γονατά για να τους υποχρεώσει να φτάσουν μέχρι την εκτέλεση των έξι.

Το 1926 ο Πάγκαλος ήταν ο «αποδιοπομπαίος τράγος» των Φιλελευθέρων. Και για να τους εκδικηθεί, στις 31 Ιουλίου 1928, λίγες μέρες πριν τις εκλογές, ο Πάγκαλος δημοσιεύει στην «Καθημερινή» άρθρο του, στο οποίο δηλώνει ότι οι έξι εκτελέστηκαν με εντολή του Βενιζέλου και μάλιστα επικαλείται και την ύπαρξη αποδείξεων…

Ο Βενιζέλος δεν απαντά. Κατεβαίνει στις εκλογές τον Αύγουστο του 1928 και κερδίζει 178 έδρες από τις 250. Αλλά η Ιστορία συνεχίζει να γράφεται. Ο Βενιζέλος διαρρέει στην Εστία την επιθυμία του να εκλεγεί σε μία θέση των αριστίνδην μελών της Γερουσίας ο Νικόλαος Πλαστήρας. Ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Παναγής Τσαλδάρης αντιδρά. Με δημόσια επιστολή του «πετάει το γάντι» στον Βενιζέλο ρωτώντας για ποιο κατευνασμό των παθών μιλάει όταν επιβραβεύει τους εκτελεστές των έξι; Και τότε συμβαίνει το «απίστευτο» για τους απλούς πολίτες, αλλά το σύνηθες για τους ΑΘΛΙΟΥΣ πολιτικούς: Ο Βενιζέλος εκφράζει δημόσια τη δήθεν μεταμέλεια της παράταξής του γράφοντας:


«Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920 διέπραξαν προδοσίαν κατά της πατρίδος, ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την μικρασιατικήν καταστροφήν».

Δεν τόλμησε να πει ποτέ καθαρά και ξάστερα γιατί εκτελέστηκαν οι έξι, αφού δεν ήταν προδότες.

Η Ιστορία γράφεται και με τους μικρούς και με τους μεγάλους. Και με τους ήρωες και με τους προδότες. Και με τους Κολοκοτρώνηδες και με τους «εθνάρχες» τύπου Βενιζέλου…

ΤΕΛΟΣ

Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν έχουν αντληθεί από το βιβλίο «Εις θάνατον!» του Βασίλη Τζανακάρη, των εκδόσεων «Μεταίχμιο».