Του Τ. Αλεξανδρόπουλου
Τρίτη, 8 Νοεμβρίου 1922. Αρχίζουν οι εργασίες της Διάσκεψης της Λωζάνης, παρουσία του Μουσολίνι και του Πουανκαρέ… Αυτού του ίδιου Πουανκαρέ, ο οποίος «έπεισε» τον Βενιζέλο να ξεκινήσει την καταστροφική περιπέτεια της αποστολής ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη…
Η δίκη των «έξι» συνεχίζεται, μπαίνοντας στην όγδοη μέρα της διαδικασίας, με τον Δημ. Γούναρη να εξακολουθεί να ασθενεί και μάλιστα με την κατάσταση της υγείας του να επιδεινώνεται μέρα με την ημέρα. Η απουσία του έχει αφαιρέσει μεγάλο μέρος από το ενδιαφέρον της δίκης, αφού, όπως αποδεικνύεται, ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει κάποιες «αποκαλύψεις» οι οποίες θα ελάφρυναν τη δεινή θέση των κατηγορούμενων. Θα καταθέσει το τελευταίο μέρος της απολογία του ο Νικόλαος Θεοτόκης.
Ο Νικόλαος Θεοτόκης περαιώνει την απολογία του στο ίδιο «αριστοκρατικό» κλίμα το οποίο είχε ακολουθήσει εξαρχής. Αναφερόμενος στο εγχείρημα της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρει την άποψη του Χατζηανέστη, ο οποίος «πηγαίνοντας στη Σμύρνη και κάνοντας επιθεώρηση, πείστηκε πως μπορούσε να αποσύρει ορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις χωρίς να δημιουργηθεί πρόβλημα». Αυτές οι δυνάμεις θα προέρχονταν από τα μετόπισθεν, όπως λέει:
«Όταν ήρθε στην Αθήνα, μας είπε ότι υπάρχει τόσος στρατός στις μετόπισθεν υπηρεσίες, ώστε μπορεί να αποσύρει κάποια δύναμη χωρίς να ελαττωθεί η μαχητική ικανότητα του στρατού. Μάλιστα είπε ότι, όσον αφορά τον στρατό των μετόπισθεν, γίνεται σπατάλη ανδρών. Τότε εγώ και ο Στράτος τον ρωτήσαμε αν φοβάται επίθεση του εχθρού. Μας είπε ότι δεν βλέπει κάτι τέτοιο, αλλά την εύχεται, ‘’διότι επίθεσις του εχθρού δι’ ελιγμών θα εξησφάλιζε την ήτταν αυτού’’».
Τελειώνοντας την απολογία του ο Θεοτόκης εκθέτει και κάποια… κέρδη, τα οποία, κατά την άποψή του, υπήρξαν:
Ν. ΘΕΟΤΟΚΗΣ: «Πρέπει να ομολογήσω, κύριοι στρατοδίκες, ότι ο ελληνικός στρατός γνώρισε μια φρικτή ατυχία, η οποία όμως δεν είναι ανεπανόρθωτη. Ο ελληνικός στρατός, ο εθνικός στρατός, με όσα έπραξε επιτέλεσε πράγματα τα οποία υπερβαίνουν εκείνο το οποίο ήταν δυνατόν να επιτελεστεί. Παρ’ όλες όμως τις ατυχίες, μένει ένα κέρδος, ότι θα μπορέσει να πει στην επερχόμενη γενιά: ‘’Επήδησα εις το Αιγαίον και επί των μερών όπου αναμφισβήτητα και ιερά είναι τα δικαιώματά μας, επήρα υποθήκην, έθηκα ορόσημα τους τάφους των πεσόντων, και σεις, η επερχόμενη γενιά, έχετε καθήκον να λάβετε την υποθήκην ην έθεσα εγώ’’. Έχω την ακράδαντη πεποίθηση, κύριοι δικαστές, ότι οι μέρες δόξας θα επανέλθουν και ότι το Αιγαίο θα γίνει και πάλι λίμνη ελληνική».
Με τέτοια πολιτική διορατικότητα, ήταν σχεδόν νομοτελειακά δεδομένο ότι θα συνέβαιναν όσα συνέβησαν. Ο Θεοτόκης υπεραμύνεται των αγαθών προθέσεών του, αλλά παραδέχεται ότι «επλανήθην εις τας προθέσεις μου και ηπατήθην εις τους υπολογισμούς μου». Και καταλήγει:
«Ήμουν κάτοχος μιας απόλυτα αγνής προθέσεως. Την έθεσα και αυτή στη διάθεση της πατρίδας. Αν οι ελπίδες μου δεν απέδωσαν όσα έλπιζα να αποδώσουν, ομολογώ ότι το σφάλμα δεν οφείλεται στην πρόθεσή μου, αλλά στις συνθήκες υπό τις οποίες πολιτεύθηκα».
Η απολογία του Ξ. Στρατηγού
Η Ξενοφών Στρατηγός ήταν υποστράτηγος και διετέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου. Μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου το 1917 φυλακίστηκε. Εκλέχτηκε βουλευτής της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης το 1920 και διετέλεσε υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη.
Η απολογία του Ξεν. Στρατηγού χωρίζεται σε τρία στάδια: από τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο του 1921 όταν ήταν πληρεξούσιος Κέρκυρας και απότακτος αξιωματικός, από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1921 οπότε ήταν στον στρατό και από την ημέρα που έγινε υπουργός μέχρι τέλους.
Ο Ξ. Στρατηγός λέει ότι δεν ήταν σύμφωνος με τη μετάβαση του βασιλιά στο μέτωπο και την ανάθεση σ’ αυτόν καθηκόντων αρχιστρατήγου, αλλά υπερίσχυσε η γνώμη του Δούσμανη, με αποτέλεσμα ν’ αρχίσουν οι διενέξεις μεταξύ Στρατιάς και Επιτελείου. Λέει επίσης ότι ήταν αντίθετος με την ανάθεση καθηκόντων ως αρχηγού Στρατιάς στον Χατζηανέστη, τον οποίο θεωρούσε ακατάλληλο «λόγω της αυστηράς και μονοκόμματης μεθόδου που διοικεί», αλλά δεν είχε καμία αρμοδιότητα να εκφέρει άποψη.
Για την επιχείρηση της Κωνσταντινούπολης θα πει ότι δεν είχε καμία σχέση, αφού την πληροφορήθηκε αργότερα, ενώ για τις διακοινώσεις των συμμάχων λέει ότι τις γνώριζε αλλά από την ιστορία ήξερε ότι δεν είχαν πρακτική σημασία, αφού ατονούσαν λίγο αργότερα. Και προτού καταλήξει αναφέρει:
«Από τα δεκαπέντε σημεία της κατηγορίας, κύριοι στρατοδίκες, δεν κατάφερα να βρω ούτε έναν κόκκο ενοχής να βαραίνει τους ώμους μου. Δεν ήμουν στρατιωτικός σύμβουλος της κυβέρνησης και δεν μπορώ να βρω τους λόγους για τους οποίους κατέθεσε όσα κατέθεσε εναντίον μου ο Σαρηγιάννης. Όσο για την εκστρατεία του Σαγγαρίου, θα ήθελα να είχα την ευθύνη, ώστε να πω προς αυτούς που την αποφεύγουν: ‘’Μην τρέμετε πανικόβλητοι. Εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη!’’».
Καταλήγει: «Η Ελλάς, κύριοι στρατοδίκες, έπεσε υπέρ του πολιτισμού και των δούλων αδελφών της. Υπέκυψε, και η πτώση της υπήρξε ένδοξη. Αλλά η Ελλάς θα ανανήψει και πάλι, διότι κράτη με τέτοια συναισθήματα δεν χάνονται ποτέ. Γι’ αυτό ας μην βλέπουμε μόνο την καταστροφή. Είναι ανάγκη να πάψουμε να ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους και να αναζητούμε προδότες. Κανένας, όσο κι αν βασανίσει την συνείδησή του, δεν θα βρει ότι η Ελλάς εξέθρεψε προδότες. Η Ελλάς ηττήθηκε, αλλά δεν ατιμάστηκε. Καμία επίβουλη ενέργεια δεν ήταν δυνατόν να μεταβάλει τους Έλληνες μαχητές σε φυγάδες. Αίτια της ήτταν υπάρχουν, αλλά αίτια του πανικού όχι. Όταν ένα στράτευμα αναγκαστεί να εγκαταλείψει όλο το τροχαίο υλικό του, περιέρχεται σε κατάσταση πανικού. Αυτό είναι το αίτιο της καταστροφής.
Περιμένω, κύριοι δικαστές, με ηρεμία την απόφασή σας. Εξάντλησα κάθε σωματική και πνευματική δύναμη υπέρ της πατρίδας. Ήδη παραδίδω την τιμή και την υπόληψή μου σε έντεκα τίμιους αξιωματικούς της ξηράς, του στρατού και της στρατιωτικής δικαιοσύνης».
Η απολογία του Π. Πρωτοπαπαδάκη
Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης είχε σπουδάσει φυσικομαθηματικός, αρχιτέκτονας και μηχανικός σιδηροδρόμων. Από το 1902 εκλεγόταν κατ’ επανάληψη βουλευτής Παροναξίας και Κυκλάδων. Το 1915, το 1920 και το 1921 διετέλεσε υπουργός Οικονομικών, ενώ από τις 9 Μαΐου έως τις 28 Αυγούστου 1922 είχε αναλάβει καθήκοντα πρωθυπουργού.
Στην αρχή της απολογίας του δηλώνει: «Θα απολογηθώ όσον αφορά τα σημεία εκείνα που αναφέρονται στις οικονομικές και επισιτιστικές υπηρεσίες τις οποίες διαχειρίστηκα. Όσον αφορά το πολιτικό μέρος της ευθύνης είμαι αλληλέγγυος με τους συναδέλφους μου!».
Αναλώνεται στην ανάλυση οικονομικών μεγεθών, πόσα εισπράχθηκαν και πόσα δαπανήθηκαν, λέει ότι στο στρατό διέθεσε περισσότερα από όσα μπορούσε να διαθέσει ο κρατικός προϋπολογισμός και καταλήγει αντικρούοντας κάθε υπόνοια διασπάθισης δημόσιου χρήματος. Λέει ότι βρισκόταν συνεχώς υπό την πίεση των απαιτήσεων του στρατεύματος και καταλήγει λέγοντας ότι «να μου επιτρέψετε να πω ότι διαχειρίστηκα την οικονομική υπηρεσία κατά τέτοιον τρόπο και ‘’τόσον ευστόχως όσον οιοσδήποτε άλλος Έλλην θα ηδύνατο επιτυχώς να την εκτελέση’’, ώστε να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου…».
Για τον οικονομικό αποκλεισμό των συμμάχων προς την Ελλάδα, θα πει ότι αυτός συνίστατο στο γεγονός πως το ελληνικό κράτος ανέλαβε την υποχρέωση να μη μπορεί να δώσει καμιά εγγύηση για νέο δάνειο, πριν εξοφληθεί το παλαιό που είχαν δώσει Αγγλία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες, ύψους 850 εκατομμυρίων δραχμών.
Για την κατηγορία ότι δεν δίνονταν τακτικά χρήματα για τις ανάγκες του στρατού, ο Πρωτοπαπαδάκης θα αναφέρει ότι ναι μεν δεν υπήρχαν άφθονα χρήματα, αλλά όσα αποφασίζονταν δίνονταν τακτικά. Για τις ελλείψεις σε εφόδια, ο μάρτυρας θα επιρρίψει την ευθύνη στην Επιμελητεία. Κλείνοντας την απολογία του, ο Πρωτοπαπαδάκης αναφέρει:
«Αντί απολογίας, κύριοι δικαστές, για την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας η οποία μου αποδόθηκε, επιτρέψτε μου να εκφέρω μια ευχή, η οποία θα αποτελέσει και τις τελευταίες λέξεις της πολιτικής μου σταδιοδρομίας. Επιτρέψτε μου να ευχηθώ ο εξευτελισμός τον οποίο υπέστησαν μέχρι σήμερα τα ανώτατα αξιώματα του κράτους στο πρόσωπό μου και στα πρόσωπα των συναδέλφων μου, να μην παρεμποδίσει όσους ακόμη μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες στην πατρίδα να τις προσφέρουν!».
Η απολογία του Γ. Μπαλτατζή
Ο Γεώργιος Μπαλτατζής ήταν νομικός και με την πολιτική ασχολήθηκε από το 1905. Το 1914 ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών, το 1915 το υπουργείο Συγκοινωνιών και το 1922 (μέχρι τις 28 Αυγούστου) ανέλαβε και πάλι το υπουργείο Εξωτερικών.
Για το δημοψήφισμα και την επάνοδο του βασιλιά, λέει ότι δεν είχε καμία ευθύνη, αφού δεν ήταν στην κυβέρνηση. Αναφερόμενος στην υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών και την υλοποίηση όσων προέβλεπε σχετικά με τη Βόρειο Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα, θα πει ότι από τη στιγμή που η συνθήκη δεν είχε επικυρωθεί από τα κοινοβούλια των χωρών που υπέγραψαν τη συνθήκη, ήταν αδύνατο να γίνουν ενέργειες για την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου. Επιπλέον, παρότι υπήρχε έγγραφη συμφωνία του Βενιζέλου με τον Τιττόνι, στις 13 Ιανουαρίου 1920, για την κατάληψη της Βορείου Ηπείρου, τον Ιούλιο του 1920 ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας κόμης Σφόρτσα θα καταγγείλει τη συμφωνία Βενιζέλου – Τιττόνι…! Ο Βενιζέλος, διαπιστώνοντας τη σφοδρή αντίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών στην παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα, ζήτησε, με τηλεγράφημά του, να μη γίνει στρατιωτική κατάληψη…
Αποκαλύπτει ακόμη ο Γ. Μπαλτατζής ότι είχε επιτευχθεί συμφωνία, τον Μάιο του 1920, μεταξύ του στρατηγού Τρικούπη και της αλβανικής κυβέρνησης, με την οποία υπήρχε ταύτιση απόψεων σε βασικά ζητήματα, όπως το σχολικό και εκκλησιαστικό καθεστώς των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, τα οποία η αλβανική κυβέρνηση δεσμευόταν ότι θα σεβαστεί. Και καταλήγει:
«Κύριοι στρατοδίκες, νομίζω ότι κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, προσφέραμε στον τόπο με όλη την ειλικρίνεια και την αφοσίωση ό,τι είχε η ψυχή μας, ό,τι είχε η καρδιά μας και η διάνοιά μας. Είναι δε εκ των φοβερωτέρων ονείρων όταν μετά τοιαύτην εργασίαν εφθάσαμεν να ριφθώμεν εδώ εις το εδώλιον των κατηγορουμένων, κατηγορούμενοι δια το απαισιώτερον των εγκλημάτων. Κύριε πρόεδρε, την συγκίνησιν και την αγωνίαν την οποίαν ησθάνθησαν οι εκεί αγωνιζόμενοι τον αγώνα την συναισθανόμεθα βαθύτατα μέχρι των μυχιαιτάτων της ψυχής μας. Εδώσαμεν ό,τι είχαμε εις τον τόπον μας, Εις υμάς απόκειται να κρίνετε».
Συνεχίζεται…