Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 1922. Τέταρτη μέρα της δίκης των ‘’6’’. Ο Ιω. Μεταξάς παίρνει την πρωτοβουλία και επισκέπτεται τον πρωθυπουργό Σωτήρη Κροκιδά. Δεν είναι επίσκεψη αβροφροσύνης, αλλά «αποστολή διάσωσης». Ο Μεταξάς, χωρίς περιστροφές, λέει στον Κροκιδά ότι δεν πρέπει τα πράγματα να φτάσουν στα «άκρα».
Δηλαδή, λέει, αν υπάρξουν καταδικαστικές αποφάσεις εις θάνατον, πρέπει να έχουν το δικαίωμα οι καταδικασθέντες να εφεσιβάλουν την απόφαση στην Εθνοσυνέλευση. Αυτό, σε πρώτη φάση, είχε αποκλειστεί. Οι ποινές που θα επέβαλε το Στρατοδικείο ήταν οριστικές και αμετάκλητες, μη επιδεχόμενες κρίσης δεύτερου βαθμού. Ο Κροκιδάς αποφεύγει τον «σκόπελο» και λέει στον Μεταξά να γράψει τις απόψεις του σε υπόμνημα, για να μελετηθούν από τους ιθύνοντες της Επανάστασης. Στο μεταξύ, τα ψηφίσματα υπέρ του έργου της Επανάστασης εξακολουθούν να καταφθάνουν με αμείωτους ρυθμούς. Όλα ρίχνουν τους κατηγορούμενους στο πυρ το εξώτερον.
Η τέταρτη μέρα της δίκης αρχίζει. Ο μάρτυρας Λεωνίδας Σπαής θα είναι, και αυτός, καταπέλτης κατά των κατηγορούμενων, τους οποίους θεωρεί υπεύθυνους για την καταστροφή. Σε ερωτήσεις του προέδρου, ο μάρτυρας αρχίζει να ρίχνει τις «βόμβες»: λέει ότι η επίθεση των Τούρκων τον Αύγουστο του 1922 είχε γίνει γνωστή στους επιτελείς του ελληνικού στρατού «πριν από πέντε – έξι μέρες», αλλά δεν πήραν τα κατάλληλα μέτρα…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Ώστε πιστεύετε πως ήταν προσχεδιασμένη η κατάρρευση του μετώπου;».
Λ. ΣΠΑΗΣ: «Βεβαίως! Οι τότε κυβερνώντες επιδίωξαν τη συντριβή του μετώπου!»…
Κ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: «Εκτός από τον συνταγματάρχη Βουγιούκα, άλλοι αξιωματικοί έκαναν προπαγάνδα περί του ασκόπου της εκστρατείας;».
Λ. ΣΠΑΗΣ: «Μάλιστα. Ο ταγματάρχης Σπύρου και ο συνταγματάρχης Θεοδώρου».
Ν. ΖΟΥΡΙΔΗΣ: «Που αποδίδετε το θάρρος των αξιωματικών αυτών και έκαναν τέτοια προπαγάνδα;»
Λ. ΣΠΑΗΣ: «Στο γεγονός ότι η πλειονότητας των αξιωματικών ήταν κατά της εκκένωσης της Μικράς Ασίας, και συνεπώς όσοι ασκούσαν προπαγάνδα έπρεπε με συντονισμένες και συστηματικές κινήσεις να κάνουν την εκκένωση να φανεί ως αναπόδραστη ανάγκη».
ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ (συνήγορος): «Αναφέρατε διάφορα περιστατικά. Ποιους θεωρείτε υπεύθυνους για όλα αυτά που έγιναν;».
Λ. ΣΠΑΗΣ: «Όλους τους κατηγορούμενους».
Ο συνταγματάρχης Αναστ. Βενετσανόπουλος
Καταθέτει ως μάρτυρας ο συνταγματάρχης Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, ο οποίος το 1922 υπηρετούσε ως διευθυντής της επιμελητείας του υπουργείου Στρατιωτικών. Ο μάρτυρας καταθέτει ότι όταν ανέλαβε καθήκοντα, βρήκε μεγάλες ελλείψεις στις αποθήκες και τα εφόδια ήταν ανεπαρκή για την τροφοδοσία του στρατεύματος.
Ο μάρτυρας καταθέτει ότι ο Πρωτοπαπαδάκης δυστροπούσε για να χορηγήσει άλλα χρήματα για την τροφοδοσία, ενώ το υπουργείο Επισιτισμού σταμάτησε να δίνει σιτάρι από τον Φεβρουάριο του 1922. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που εξαφανίστηκαν όλα τα εφόδια. Ο μάρτυρας έχει καταθέσει ήδη ότι το τότε καθεστώς επεδίωκε να δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες, ώστε η εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας να προέλθει από τη θέληση του στρατού και του λαού, όπως και το 1916.
Η κατάθεση του μάρτυρα είναι περιπετειώδης, αφού διακόπτει και διακόπτεται πολλές φορές, με αποτέλεσμα ο πρόεδρος του Στρατοδικείου να τον απειλήσει ότι θα τον φυλακίσει εάν ξαναμιλήσει..! Ο μάρτυρας είναι καταπέλτης κατά του Πρωτοπαπαδάκη, ενώ σε κάποια σημεία υπερασπίζεται τον Χατζηανέστη, γιατί «τους πίεσε πολύ» ώστε να δώσουν περισσότερα χρήματα για τα εφόδια του στρατεύματος. Λίγο πριν τελειώσει η κατάθεση του μάρτυρα, ο πρόεδρος του Στρατοδικείου απειλεί με… φυλάκιση τον μελλοθάνατο Ν. Στράτο, γιατί, κατά τη γνώμη του, έκανε ερωτήσεις «εκτός θέματος»…
Ο Γεώργιος Ράλλης
Σειρά έχει ως μάρτυρας ο Γεώργιος Ράλλης, γιός του πρώτου μετανοεμβριανού πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη, ο οποίος πέθανε από καρκίνο το 1921. Ο μάρτυρας ερωτάται από τον πρόεδρο για να εκφέρει την εκτίμησή του σχετικά με τις δύο διακοινώσεις των συμμάχων στις 14 και 20 Νοεμβρίου 1920. Ήταν οι «προειδοποιήσεις» των συμμάχων για το ενδεχόμενο επαναφοράς του βασιλιά στην Ελλάδα και τις συνέπειες που θα είχε ένα τέτοιο γεγονός.
Ο μάρτυρας δηλώνει εξαρχής ότι «από το 1916, λόγω διαφοράς πολιτικών αντιλήψεων, με τον κύριο Γούναρη νε χωρίζει σχεδόν έχθρα, η οποία επιδεινώθηκε από τη στιγμή που διαφώνησε με τον πατέρα μου».
Ο μάρτυρας αναφέρεται στη διακοίνωση των συμμάχων στις 20 Νοεμβρίου σχετικά με την επάνοδο του Κωνσταντίνου στον θρόνο και λέει ότι «αν και οι Δυνάμεις δεν επιθυμούσαν να αναμειχθούν στα εσωτερικά μας, η επάνοδος στον θρόνο ηγεμόνα που τήρησε ‘’μη νομιμόφρονα στάσιν» κατά τον ευρωπαϊκό πόλεμο θα θεωρούνταν επικύρωση από τον ελληνικό λαό των εχθρικών πράξεων του Κωνσταντίνου».
Ο μάρτυρας καταθέτει μια «προσωπική εμπειρία» για τις πιέσεις των Άγγλων, μέσω επιστολής του Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον πατέρα του, προκειμένου να πειστεί ο βασιλιάς να εγκαταλείψει τον θρόνο, αφού και η αγγλική κοινή γνώμη είχε πλέον μεταστραφεί και ήταν αντίθετη με την παροχή βοήθειας στην Ελλάδα μετά την επάνοδο του Κωνσταντίνου.
Στο τέλος της κατάθεσής του ο μάρτυρας λέει ότι καταλογίζει μεν πάρα πολλά λάθη στον Γούναρη, αλλά δεν μπορεί να φανταστεί ότι ο Γούναρης προετοίμασε με δόλο την καταστροφή της Ελλάδας «διότι ο πολιτικός ο οποίος θα έχει αποτύχει στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων, θα έχει εξοφλήσει πολιτικά».
Σε ερώτηση του προέδρου για την κρατούσα κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, ο μάρτυρας θα καταθέσει ότι ο Γούναρης «δεν επέβαλε το κράτος του νόμου. Η Εθνοσυνέλευση ασχολούνταν με παρωχημένα ζητήματα και μάλιστα με εμπάθεια, ενώ λόγω της κρίσιμης κατάστασης αυτά έπρεπε να λησμονηθούν».
Η κατάθεση του μάρτυρα διακόπηκε πριν της ώρας της γιατί ο Δημ. Γούναρης ανέβασε υψηλό πυρετό.
Συνεχίζεται…