Του Κώστα Στούπα
Η πρώτη συνέντευξη που πήρα ήταν από τον Διονύση Σαββόπουλο όταν ήμουν μαθητής 16 ετών, για τη μαθητική εφημερίδα που εκδίδαμε λαθραία μια ομάδα μαθητών στο 8ο Λύκειο Αθηνών. Τηλεφωνήσαμε από έναν θάλαμο στο κέντρο όπου εμφανιζόταν τότε και μεταφέραμε το αίτημά μας.
Όταν απάντησε θετικά στο μήνυμά μας, δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας. Επί εβδομάδες προετοιμαζόμασταν και τελικά ένα μεσημέρι εμφανιστήκαμε με τον Στέφανο Π, στον «Ζυγό» (αν θυμάμαι καλά, όπου εμφανιζόταν).
Ακόμη θυμάμαι την απάντηση που μας έδωσε όταν ρωτήσαμε κάτι περί κοινωνικού συμβιβασμού του ως επαναστάτη καλλιτέχνη. Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και το κλίμα ήταν ακόμη πολύ επαναστατικό στους χώρους των νέων.
«Υπάρχουν δυο τρόποι να αντιδράσει κάποιος που είναι αλυσοδεμένος», μας απάντησε.
«Ο ένας είναι να καθίσει όλη τη ζωή του μετρώντας το πάχος των κρίκων και το μήκος της αλυσίδας και να κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς για τις δυνάμεις που χρειάζεται να ασκηθούν προκειμένου να σπάσουν.
Ο άλλος είναι να σηκωθεί και να χοροπηδάει μήπως και χαλαρώσουν», και όπως το ’λεγε αυτό, σηκώθηκε πάνω – θεόρατος όπως ήταν – και άρχισε να χοροπηδά, αναποδογυρίζοντας μάλιστα καναδυό καρέκλες.
Στο τέλος μας έκανε και το τραπέζι με κόκορα με χυλοπίτες, ενώ εκείνος ξεκίνησε τις πρόβες στην άλλη άκρη της αίθουσας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, πέρα από τραγουδοποιός, υπήρξε καθρέφτης και σχολιαστής της ελληνικής κοινωνίας των τελευταίων 60 ετών. Πιο πολλά μπορεί να μάθει κάποιος για τον εαυτό του και την Ελλάδα από τα τραγούδια και τους στίχους του Σαββόπουλου, παρά από τα εκλογικά αποτελέσματα, τα εγχειρίδια της ιστορίας και τους ψυχολόγους στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί.
Ο Σαββόπουλος δεν ήταν απλώς μουσικός· ήταν παρατηρητής και ερμηνευτής της συλλογικής μας ψυχολογίας.
Ανάλογα με την εποχή, εξέφραζε διαφορετικά ρεύματα:
1960s – Εξέγερση και αναζήτηση ταυτότητας
Στα πρώτα του έργα («Φορτηγό», «Περιβόλι του Τρελού») εξέφρασε τη δίψα μιας νέας γενιάς να ξεφύγει από τη μεταπολεμική μιζέρια και τη συντηρητική κοινωνία.
Ήταν αντισυμβατικός και ειρωνικός, επηρεασμένος από τον Μπρεχτ και τον Ντύλαν· έβαλε την ελληνική γλώσσα μέσα στη ροκ κουλτούρα.
Ήταν η φωνή της αμφισβήτησης – του νέου που ψάχνει νόημα και ελευθερία.
1970s – Δικτατορία και Μεταπολίτευση
Στη χούντα («Μπάλλος», «Βρώμικο Ψωμί») χρησιμοποίησε αλληγορία και σάτιρα για να μιλήσει πολιτικά χωρίς να συλληφθεί.
Μεταπολιτευτικά, γίνεται ο τραγουδοποιός της εθνικής ανασύνθεσης: «Η Ρεζέρβα», «Το Βρώμικο Ψωμί» μιλούν για τη χαμένη αθωότητα και την ανάγκη αυτογνωσίας.
Εκφράζει την Ελλάδα που βγαίνει από τη χούντα και ψάχνει νέο συλλογικό νόημα.
1980s–1990s – Αυτοκριτική και ειρωνεία της Μεταπολίτευσης
Ο Σαββόπουλος μετατρέπεται σε καθρέφτη του εφησυχασμού και της ευημερίας με δανεικά.
Με χιούμορ, απογοήτευση και νοσταλγία («Ας κρατήσουν οι χοροί»), σχολιάζει τον «εκδημοκρατισμένο» μαζάνθρωπο που αντικαθιστά το όραμα με κατανάλωση.
Εδώ εκφράζει την εσωτερική κρίση του Έλληνα – από τον επαναστάτη στον μικροαστό.
Το τραγούδι «Κωλοέλληνες» του Διονύση Σαββόπουλου (1992, δίσκος Η Ρεζέρβα Live) είναι ίσως η πιο αιχμηρή – και παρεξηγημένη – στιγμή της καριέρας του.
Δεν είναι ύβρις· είναι καθρέφτης. Ένα τραγούδι αυτοκριτικής, όχι μίσους.
Ο τίτλος σοκάρει, αλλά ο στόχος δεν είναι ο «άλλος» Έλληνας – είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Ο Σαββόπουλος χρησιμοποιεί τη βωμολοχία για να «σπάσει τον καθρέφτη» και να δείξει την υποκρισία του Έλληνα που τα βάζει πάντα με το σύστημα, αλλά σπάνια με τον εαυτό του.
«Είμαστε λαός που φωνάζει «να καεί το μπ….. η Βουλή», αλλά περιμένει ρουσφέτι από τον βουλευτή».
2000s–σήμερα – Αυτογνωσία και απομάγευση
Ο ώριμος Σαββόπουλος στρέφεται στη σοφία της ήττας· στοχάζεται πάνω στην ελληνική ταυτότητα, την Ιστορία, τη θρησκευτικότητα.
Δεν είναι πλέον «αντιπολιτευόμενος», αλλά «αυτοκριτικός». Μοιάζει να λέει: «Αυτό είμαστε – ας καταλάβουμε γιατί».
Ο Σαββόπουλος εξέφρασε τη μεταπολεμική ψυχή του Έλληνα:
την εξέγερση, τη λύτρωση, τον κομφορμισμό και τελικά την αναζήτηση αυτογνωσίας.
Ήταν και παραμένει ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που ψάχνει ταυτότητα ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, στο όνειρο και στη μνήμη.
Αιωνία η μνήμη του…
Επιστολές αναγνωστών
Παιδιά ή σκυλιά;
Καλημέρα Κώστα
Με αφορμή την επιστολή του φίλου Δημήτρη Α., θα ήθελα, εάν συμφωνείς και εσύ με όσα γράφω, απευθυνόμενος στην νέα γενιά, να πω δυο λόγια που κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να ακούσουν ποτέ από κανέναν, παρόλο που είναι σημαντικά.
Το βασικό ερώτημα που θεωρώ ότι πρέπει να κάνει κάποιος στην ζωή του (όσο πιο νωρίς τόσο καλύτερα) είναι το εξής: «πώς θα ήθελα να πεθάνω». Και εξηγούμαι: την στερνή σου ώρα θα ήθελες να είσαι περιτριγυρισμένος από τα παιδιά και τα εγγόνια σου; Θα ήθελες να είσαι διάσημος; Θα ήθελες να είσαι πλούσιος; Θα ήθελες να έχεις ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο; Ό,τι θέλει ο κανένας φυσικά, αλλά να ξέρει συνειδητά προς τα πού βαδίζει. Να μην ξυπνήσει ένα πρωί στα 80 του και πει «ωχ τι έκανα». Διότι εάν γνωρίζεις το σημείο που βρίσκεσαι τώρα και το σημείο που θέλεις να φτάσεις, το να καταλάβεις ποια διαδρομή πρέπει να ακολουθήσεις είναι ξεκάθαρο. Να πας εκεί που θέλεις εσύ και όχι εκεί που θα σε βγάλει.
Η σχέση με ένα σκυλί είναι πολύ πιο εύκολη από όσο με έναν άνθρωπο. Είναι εύκολο, για παράδειγμα, να έχεις σχέση με κάποιον που ξέρεις πως δεν θα σου αντιμιλήσει ποτέ. Είναι εύκολο να ξέρεις ότι ο άλλος δεν θα σε παρατήσει ποτέ και να φύγει, όπως και να του φέρεσαι. Έτσι, πέραν της αγάπης, η σχέση με ένα ζώο δεν μπορεί ποτέ να σου προσφέρει τα ίδια με έναν άνθρωπο. Διότι στην σχέση με τον άνθρωπο αναγκάζεσαι και εσύ να αλλάξεις. Το να υποβληθείς οικειοθελώς σε κάτι δύσκολο προφανώς φαντάζει περιττό στον Χόμο Εύκολους.
Όμως στην ζωή οι δυσκολίες χτίζουν τον άνθρωπο ενώ οι ευκολίες τον καταστρέφουν. Ο Ηρακλής, στον σχετικό μύθο, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο που του πρότεινε η Αρετή και όχι τον εύκολο που του πρότεινε η Κακία.
Ειδικά όσον αφορά το παιδί όμως, η σχέση με το παιδί σου, σου προσφέρει κάτι που καμία άλλη σχέση δεν θα μπορέσει. Και δεν αναφέρομαι στην αγάπη που μπορείς να την πάρεις και γονείς, φίλους, συντρόφους. Είναι το πώς αναγκάζεσαι εσύ ο ίδιος να αλλάξεις. Να γίνεις πιο υπεύθυνος και να εξελιχθείς ως άνθρωπος. Να κάνεις πράγματα, λόγω του παιδιού, που αλλιώς δεν θα έκανες. Και να μην κάνεις πράγματα που θα έκανες: δεν θα βρίσεις έναν άλλον οδηγό οδηγώντας επειδή σε ακούει το παιδί, δεν θα καπνίσεις επειδή σε βλέπει το παιδί, κλπ.
Πέραν των όσων προσφέρεις στο παιδί, υπάρχουν εξ ίσου πολλές απολαβές. Για παράδειγμα, παρατηρώντας το παιδί σου μπορείς να μάθεις πράγματα για τον εαυτό σου. Διότι το παιδί κληρονομεί πολλά πράγματα από τον γονιό, από τον χαρακτήρα του μέχρι και απλά πράγματα όπως το περπάτημά του. Βλέπεις πώς μιλάει, πώς αντιδρά, πώς σκέφτεται και αναγνωρίζεις πολλά από αυτά σε εσένα. Είναι πολύ σπάνιο να έχει ένας άνθρωπος ένα τέτοιο «παράθυρο» αυτογνωσίας ώστε να μελετήσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Και κάτι τελευταίο. Ανέκαθεν το άπιαστο όνειρο του ανθρώπου ήταν η αθανασία. Μόνο μεταφορικά μπορούσε κάποιος να την κατακτήσει. Ο ένας τρόπος ήταν να γραφτεί στην ιστορία, αλλά αυτό – προφανώς – είναι για πολύ λίγους. Ο άλλος τρόπος, προσβάσιμος στον οποιονδήποτε θνητό, ήταν η τεκνοποίηση. Μέσω των παιδιών σου ζεις για πάντα. Εντάξει δεν είναι ακριβώς «αθανασία», αλλά είναι το «next best thing» που λένε και στο χωριό μου.
Όσο περισσότερο το σκέφτεσαι τόσο περισσότερο φοβάσαι. Σίγουρα το να έχεις την ευθύνη ενός παιδιού δεν είναι εύκολο, αλλά οι άνθρωποι το κάνουν εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, και υπό πολύ δυσκολότερες συνθήκες από τις σημερινές.
Φιλικά,
Αλέξανδρος Αγγελής
Πηγή: liberal.gr