Του Λάμπρου Σταυρόπουλου

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Περισσού στο πλαίσιο της συζήτησης επί των Θέσεων που δημοσιοποίησε η ΚΕ του KKE για το 22ο Συνέδριο (29-31 Ιανουαρίου 2026), βρίσκονται οι διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα σε σχέση με την κατάσταση των πολιτικών φορέων της σοσιαλδηµοκρατίας και τα σχέδια αναμόρφωσής τους.

Σε συνδυασμό με την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από το βουλευτικό του αξίωμα και την διαφαινόμενη συγκρότηση εκ μέρους του ενός ευρύτερου προοδευτικού κεντροαριστερού φορέα, η προσέγγιση του ΚΚΕ είναι ότι το rebranding Τσίπρα «είναι το λανσάρισμα στην πολιτική αγορά μιας παλιάς εταιρείας με άλλο περιτύλιγμα», όπως δήλωσε ο Δημήτρης Κουτσούμπας (στον Real Fm), τραβώντας μια σαφή διαχωριστική γραμμή από τις διεργασίες στα δεξιά του.

Η κεντρική κατεύθυνση, η οποία επιβεβαιώνεται και από τις Θέσεις του κόμματος, είναι ότι «εμείς δε συμμετέχουμε σε επιχειρήσεις αναπαλαίωσης μιας ξοφλημένης υπόθεσης, ούτε ψάχνουμε για συνεργασίες και κυβερνησιμότητες με όλους αυτούς που απέδειξαν ότι και ως κυβέρνηση και ως αξιωματική αντιπολίτευση πήραν μόνο αντιλαϊκά παράσημα».

Η εκτίμηση μάλιστα της ηγεσίας είναι ότι «δεν θα πιάσουν τελικά ούτε τα διάφορα κατασκευασμένα rebranding, ούτε τα υποκριτικά mea culpa, κατά το παλιό εκείνο του αείμνηστου, ούτε τα γλυκανάλατα “μικρός ήταν και άπειρος και δεν ήξερε, τώρα τα έμαθε, έγινε έμπειρος και θα τα λύσει”», όπως είπε ο κ. Κουτσούμπας, ξεκαθαρίζοντας ότι σε αυτές τις διαδικασίες «κινούμενης άμμου» το ΚΚΕ δεν συμμετέχει.

Στις Θέσεις εκφράζεται προβληµατισµός «για το λεγόµενο κενό που υπάρχει στο αστικό πολιτικό σύστηµα σε σχέση µε τη διαµόρφωση εναλλακτικής αστικής κυβερνητικής πρότασης, ώστε η δυσαρέσκεια, που αντικειµενικά διαµορφώνεται από την υλοποίηση στρατηγικών επιλογών του κεφαλαίου, να ενσωµατώνεται στο αστικό πολιτικό σύστηµα».

Ο προβληµατισµός αυτός εστιάζει ιδιαίτερα στην κατάσταση των υπαρχόντων πολιτικών φορέων της σοσιαλδηµοκρατίας: την «τάση συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ και των δυνάµεων που προέρχονται από αυτόν, κυρίως της Νέας Αριστεράς» και την «µεγάλη δυσκολία του ΠαΣοΚ να αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναµη εναλλακτικής διακυβέρνησης».

Ο Περισσός διαπιστώνει ότι ευρύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάµεις που αποτελούσαν παραδοσιακή βάση της σοσιαλδηµοκρατίας «εµφανίζονται δυσαρεστηµένες και απογοητευµένες, προδοµένες από την πορεία των φορέων αυτού του χώρου, εξαιτίας και της πολιτικής που ακολούθησαν τα προηγούµενα χρόνια, είτε ως κυβερνητικές είτε ως αντιπολιτευόµενες δυνάµεις».

Ταυτόχρονα, παρατηρεί ότι «εκφράζεται επιφύλαξη από τη σκοπιά ισχυρών τµηµάτων της αστικής τάξης να στηρίξουν αποφασιστικά δυνάµεις που τις θεωρούν φθαρµένες και σε µεγάλο βαθµό αναξιόπιστες ως εναλλακτική κυβερνητική λύση».

Σε αυτό το πλαίσιο, µέσα στις διεργασίες που συντελούνται, βλέπει τα σενάρια που διακινούνται «για ανασύνθεση του ευρύτερου σοσιαλδηµοκρατικού χώρου, του ρόλου που µπορούν να παίξουν διάφορες προσωπικότητες (όπως π.χ. ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρας) ή ακόµα και συγκρότησης νέων πολιτικών φορέων».

Κατά την εκτίμηση του Περισσού, όλα τα εναλλακτικά σχέδια αναµόρφωσης της σοσιαλδηµοκρατίας «προσκρούουν στην αντικειµενική πραγµατικότητα της καπιταλιστικής οικονοµίας, στην οποία οφείλεται και η αδυναµία των σοσιαλδηµοκρατικών πολιτικών φορέων να διαµορφώσουν προτάσεις αστικής διαχείρισης, που θα ενσωµατώνουν ευρύτερες εργατικές – λαϊκές δυνάµεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν». Την ίδια στιγμή, το ΚΚΕ δηλώνει «έτοιμο για όλα» και αυτοπροσδιορίζεται ως «κόμμα παντός καιρού».

Και ναι μεν «μπορεί να µην είναι η στιγµή του σαλπίσµατος άµεσης “εφόδου”», όπως σημειώνεται στις Θέσεις για το συνέδριο, κρίνεται όµως απαραίτητη και αναγκαία «η διαφώτιση για τον σκοπό, τον στόχο, τους όρους και τις προϋποθέσεις της επαναστατικής ανατροπής».

«Είναι η περίοδος της συστηµατικής δουλειάς προετοιµασίας µε προοπτική, µε ιδιαίτερη προσοχή και προσανατολισµό να καθοδηγούµε το κίνηµα, να παλεύουµε, για να ξεκόβουν πιο µαζικά τµήµατα της εργατικής τάξης και σύµµαχων λαϊκών δυνάµεων από κάθε αστική πολιτική, φιλελεύθερη ή σοσιαλδηµοκρατική, από τους οπορτουνιστές, να οξύνουν µε όλες τους τις δυνάµεις τις διεκδικήσεις τους, τους αγώνες, τις απεργιακές κινητοποιήσεις τους, τις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια, να ενισχύεται η αντικαπιταλιστική και αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση συσπείρωσης και πάλης, συνολικά το επαναστατικό κίνηµα», όπως υπογραμμίζεται.

Πηγή: liberal.gr