Του Σπύρου Αλεξόπουλου
Κανείς δεν ξαφνιάστηκε από την προχθεσινή κατάρρευση της κυβέρνησης του Φρανσουά Μπαϊρού, την οποία μάλλον περίμεναν όλοι.
Έτσι, οι αγορές μετοχών και ομολόγων στην Ευρώπη αντέδρασαν με σχετική αδιαφορία στα νέα. Μάλιστα το γαλλικό χρηματιστήριο είχε μία από τις καλύτερες επιδόσεις στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές και σαφώς καλύτερη από αυτή της γερμανικής χρηματιστηριακής αγοράς. Σχετικά ήρεμη ήταν και η κατάσταση στις αγορές κρατικών ομολόγων.
Μπορεί το spread μεταξύ των ομολόγων δεκαετούς διάρκειας της Γαλλίας και της Γερμανίας να ανέβηκε και πάλι στις 80 μονάδες βάσης (0,80%) αλλά εξακολουθεί να κινείται μέσα σε ένα γνώριμο εύρος, καθώς βρίσκεται ακόμα κάτω από το υψηλό που είχε φτάσει στο τέλος του 2024, όταν κατέρρευσε η προηγούμενη κυβέρνηση υπό τον Μισέλ Μπαρνιέ.
Φαίνεται, λοιπόν, πως η κατάσταση στη Γαλλία είναι υπό έλεγχο, τουλάχιστον σε όσο αφορά τις αντιδράσεις των Γάλλων και διεθνών επενδυτών. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι υπό έλεγχο και η πηγή του προβλήματος, δηλαδή η γαλλική πολιτική κατάσταση. Ανεξάρτητα από το πόσο γρήγορα θα καταφέρει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης ο Σεμπαστιάν Λεκορνί που ορίστηκε από τον πρόεδρο Μακρόν ως διάδοχος του Μπαϊρού ή κάποιος άλλος στην περίπτωση που ο μέχρι τώρα υπουργός Άμυνας δεν τα καταφέρει, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως τα πράγματα είναι πολύ μπερδεμένα και δεν φαίνεται φως στον ορίζοντα.
Καθώς φαίνεται σχεδόν αδύνατον να μπορεί σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή ή έστω την υποστήριξη των σοσιαλιστών, είναι σχεδόν βέβαιο πως ο Προϋπολογισμός του 2026 δεν θα είναι ο ίδιος που είχε ετοιμάσει ο απελθών πρωθυπουργός. Το πιθανότερο είναι πως μία κυβέρνηση τέτοιου τύπου θα αλλάξει, υπό την πίεση των σοσιαλιστών, το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, επιβάλλοντας περισσότερους φόρους για να μπορέσει να πάρει πίσω διάφορα μέτρα συγκράτησης των εξόδων από αυτά που περιλάμβανε το πακέτο μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά 44 δισεκατομμύρια ευρώ.
Μία τέτοια εξέλιξη δεν θα αρέσει καθόλου στους επενδυτές και τις αγορές, δεν είναι εύκολο όμως να φανταστεί κάποιος μία πολύ καλύτερη λύση. Αν ο πρόεδρος Μακρόν επιμείνει σε μία κυβέρνηση που θα βασίζεται μόνο στη δική του παράταξη το πιθανότερο είναι να δυσκολευτεί πολύ να βρει πρόθυμο υποψήφιο πρωθυπουργό.
Ακόμα όμως και αν βρει, πολύ δύσκολα θα καταφέρει να περάσει το πακέτο των 44 δισεκατομμυρίων από την Εθνοσυνέλευση. Από την άλλη μεριά, ο Ζορντάν Μπαρντελά του Εθνικού Συναγερμού της Μαρίν Λεπέν δήλωσε καθαρά πως η μόνη αποδεκτή λύση είναι η προκήρυξη νέων βουλευτικών εκλογών, προσθέτοντας πως οποιοσδήποτε πρωθυπουργός και να οριστεί από τον Εμανουέλ Μακρόν θα «πέσει».
Διαβάζοντας τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως η πολιτική κατάσταση στη Γαλλία είναι δύσκολο να καλυτερέψει, κάτι που σημαίνει πως θα αργήσουν η κατάρτιση, η έγκριση και η ψήφιση του Προϋπολογισμού του 2026. Σύμφωνα με τον Ερίκ Λομπάρντ, υπουργό Οικονομικών της απελθούσας κυβέρνησης, η κατάρτιση του Προϋπολογισμού θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την 7η Οκτωβρίου, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Γκαμπριέλ Ατάλ δήλωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο TF1 πως είναι επιτακτική ανάγκη για τη χώρα να έχει ψηφισμένο Προϋπολογισμό μέχρι την 31η Δεκεμβρίου.
Δεν φαίνεται λογικό να περιμένει κανείς πως η Γαλλία θα αποκτήσει σύντομα κυβέρνηση που θα μπορεί να ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα του περιορισμού των ελλειμμάτων και του χρέους, να προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις και να ετοιμάσει έναν κατάλληλο Προϋπολογισμό για να μπορέσει να εμποδίσει τη μεγέθυνσή τους. Οι αγορές προφανώς δεν έχουν αυταπάτες και η ψύχραιμη στάση τους μάλλον δείχνει πως ελπίζουν ότι τουλάχιστον θα αποφευχθούν τα χειρότερα και πως θα βρεθεί μία συμβιβαστική λύση που θα διασφαλίσει τουλάχιστον πως η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας δεν θα γίνει ανεξέλεγκτη.
Αυτό είναι λογικό, καθώς κανείς δεν έχει συμφέρον να δει τη Γαλλία να «σηκώνει τα χέρια» απέναντι στα δημοσιονομικά της προβλήματα και οι επενδυτές ίσως να είναι διατεθειμένοι να κάνουν και τα στραβά μάτια, αρκεί να μην δουν τα πράγματα να ξεφεύγουν εντελώς. Είναι όμως δύσκολο να ξεφύγουν; Θα τολμήσουμε να πούμε πως είναι όντως δύσκολο να ξεφύγει εντελώς η κατάσταση, χωρίς όμως αυτό να είναι αδύνατον.
Ανεξάρτητα από το αν ο οίκος Fitch θα στείλει το βράδυ της Παρασκευής 12ης Σεπτεμβρίου ένα προειδοποιητικό μήνυμα προς τη χώρα και την πολιτική της τάξη υποβαθμίζοντας την πιστοληπτική της ικανότητα, είναι βέβαιο πως οι πολιτικές ηγεσίες των κομμάτων εξουσίας (όχι όμως και των κομμάτων διαμαρτυρίας) γνωρίζουν τους κινδύνους που παραμονεύουν στη γωνία. Η λογική λέει λοιπόν πως θα βρεθεί κάποια λύση, έστω και ύστερα από διαβουλεύσεις εβδομάδων.
Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση πως δεν θα έχουμε νέες βουλευτικές εκλογές, οι οποίες θα μπορούσαν να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση (θα μπορούσαν φυσικά και να την καλυτερέψουν αλλά αυτό θεωρείται ελαφρώς απίθανο αυτήν τη στιγμή).
Αυτό δεν σημαίνει όμως πως οι αγορές θα συνεχίσουν επ’ άπειρο να δείχνουν ψυχραιμία και ανοχή χωρίς να βλέπουν σοβαρές κινήσεις αντιμετώπισης του χρέους. Όπως αναφέρει ο τίτλος άρθρου του Neil Unmack του Reuters Breakingviews, «η κρίση χρέους της Γαλλίας προχωρά σιγά αλλά είναι πραγματική». Ο αρθρογράφος παρατηρεί πως με βάση αυτά που βλέπουμε αυτές τις μέρες, η Γαλλία δύσκολα θα πιάσει το στόχο για τη μείωση του ελλείμματος του Προϋπολογισμού κάτω από 5,5% του ΑΕΠ, κάτι που, σύμφωνα με το ΔΝΤ, σημαίνει πως μέχρι το 2030 το δημόσιο χρέος της χώρας θα πλησιάσει το 130% του ΑΕΠ, από 114% που είναι τώρα.
Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως η Γερμανία ετοιμάζεται να αυξήσει σημαντικά τον δανεισμό της, ανεβάζοντας σταδιακά και το γενικότερο κόστος δανεισμού στην Ευρώπη, σημαίνει πως το κόστος δανεισμού της Γαλλίας, όπως και τα ετήσια έξοδα εξυπηρέτησής του, θα ανεβαίνουν σταθερά με την πάροδο του χρόνου, κάνοντας τα πράγματα χειρότερα.
Ο Unmack δεν ανησυχεί ιδιαίτερα για άμεση διάχυση των προβλημάτων της Γαλλίας στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, καθώς θεωρεί πως οι τράπεζες βρίσκονται σε καλή κατάσταση και η κατάσταση των υπόλοιπων χωρών δεν δημιουργεί προς το παρόν ανησυχία για «μόλυνση» της Ευρωζώνης από το γαλλικό χρέος. Φοβάται όμως πως η κατάσταση θα χειροτερεύει σταδιακά, ειδικά αν η αναμενόμενη άνοδος του κόστους δανεισμού λόγω της αλλαγής της πολιτικής της Γερμανίας κάνει πιο δύσκολη τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, στην περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο για να βοηθηθεί η Γαλλία.
Όπως αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, η δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας χειροτερεύει λόγω της αδυναμίας πολιτικής συνεννόησης. Υπό τις παρούσες συνθήκες, το πιθανότερο είναι να συνεχίσει να χειροτερεύει ελαφρά χωρίς να προκαλεί πανικό στις αγορές, υπονομεύοντας όμως την ίδια στιγμή το μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας.
Αν όμως τα πράγματα ξεφύγουν εκτός ελέγχου, ιδίως αν η χώρα οδηγηθεί σε νέα εκλογική αναμέτρηση, η οποία θα δυσκολέψει ακόμα πιο πολύ τον σχηματισμό ισχυρών κυβερνήσεων, τότε οι επενδυτές δεν θα μείνουν άπραγοι και θα δούμε απότομα το spread με τα γερμανικά ομόλογα να κινείται ακόμα πιο ανοδικά και να πλησιάζει και τις 100 μονάδες βάσης.
Στην περίπτωση αυτή, είναι βέβαιο πως θα δούμε ισχυρές αρνητικές αντιδράσεις και από τις αγορές μετοχών στη Γαλλία και την Ευρώπη. Δεν μπορούμε να πούμε πως θα μιλάμε για πανικό, αυτό ίσως να το δούμε αν τα spread ξεπεράσουν και αυτό το όριο, σίγουρα όμως η εικόνα των αγορών θα είναι πολύ διαφορετική από τη χθεσινή.