Ο καθημερινός αγώνας της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού να περιορίσουν τη φθορά και ο φόβος μιας κοινωνικής αντιπολίτευσης – Ποιοι πιστεύουν ότι είναι ο κατάλληλος χρόνος για την επιστροφή του πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και ποιοι τον συμβουλεύουν να «βγει μπροστά» μετά το 2027

Του Αντώνη Καρακούση

Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός εμφανώς πια παλεύουν με τη φθορά που ο μακρύς χρόνος παραμονής στην εξουσία φέρνει και η υποχώρηση των προσδοκιών γεννά. Φαίνεται η κυβερνητική πάλη και αγωνία από την απευθείας επικοινωνιακή εμπλοκή του κ. Μητσοτάκη ακόμη και σε δευτερότριτα θέματα και προβλήματα.

Δεν υπάρχει βδομάδα που να μην ανακοινώσει κάτι ή έστω να συμμετάσχει στην παρουσίαση μιας νέας πολιτικής, ανεξαρτήτως της βαρύτητας που τη συνοδεύει. Προκύπτει επίσης από την ενεργοποίηση και την επαύξηση των πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δύο και πλέον χρόνια πριν από τον θεσμικά προβλεπόμενο χρόνο διεξαγωγής της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης του 2027.

Κοινώς, μπορεί να πει κανείς ότι το πολιτικό άγχος καταδυναστεύει το Μέγαρο Μαξίμου, παρότι ο προπαγανδιστικός μηχανισμός υπερπροβάλλει τη διατηρούμενη ακόμη, έστω κατώτερη των προηγούμενων χρόνων, νεοδημοκρατική δημοσκοπική υπεροχή έναντι των άλλων πολιτικών δυνάμεων.

 

Η κοινωνική αντιπολίτευση

Η ρωγμή των Τεμπών παραμένει πληγή χαίνουσα, η εμπιστοσύνη έχει κλονιστεί και το αίσθημα ανασφάλειας ενισχύεται και από τις διευρυνόμενες ανισότητες, οι οποίες πληγώνουν και αποκαρδιώνουν ιδιαιτέρως τις νεότερες των γενεών, μην επιτρέποντας στον κ. Μητσοτάκη να εφησυχάζει.

Η αλήθεια είναι ότι ο Πρωθυπουργός αγωνιά και ανησυχεί περισσότερο για την ανάπτυξη της λεγόμενης κοινωνικής αντιπολίτευσης και την ενδεχόμενη επικράτηση συνθηκών ψήφου διαμαρτυρίας παρά για την επιρροή και επιδραστικότητα των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Πιστεύει ότι δεν απειλείται

Οπως μεταφέρουν συνομιλητές του, ο ίδιος πιστεύει ότι δεν απειλείται ουσιαστικά από την κατακερματισμένη δεξιά και κεντροαριστερή αντιπολίτευση και θεωρεί τους υπάρχοντες πολιτικούς αρχηγούς αντιμετωπίσιμους. Εκτιμά ότι δεν έχουν τύχη απέναντί του, επειδή καταδιώκονται από αδυναμία περιγραφής ολοκληρωμένων, αξιόπιστων και συνεκτικών σχεδίων για τη χώρα και τους πολίτες και επειδή με τον λόγο τους μεταφέρουν περισσότερο ανησυχίες και ανασφάλειες παρά ελπίδες και προσδοκίες.

Γι’ αυτό και επιμένει στις βασικές αρχές της πολιτικής που πρεσβεύει, προβάλλοντας συστηματικά και οργανωμένα την αξία και σημασία της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας. Εσχάτως δε, προκειμένου να αντιμετωπίσει την πίεση από τα δεξιά του, επικαιροποιεί το δόγμα του νόμου και της τάξης, όπως και τις αντιμεταναστευτικές πτυχές της πολιτικής του.

Οσοι παράγοντες της πολιτικής και οικονομικής ζωής συνομιλούν μαζί του γνωρίζουν ότι μόνο η ενδεχόμενη ενεργοποίηση του Αλέξη Τσίπρα και οι πιθανές προσπάθειες ενοποίησης της κατακερματισμένης κεντροαριστερής αντιπολίτευσης του προκαλεί εκνευρισμό και ανησυχίες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δυστροπεί με όσους φέρνουν προς συζήτηση το ενδεχόμενο αυτό. Επειδή προφανώς αναγνωρίζει τις πολιτικές του δυνατότητες και δεν θα ήθελε να τον έχει απέναντί του σε τούτη την περίοδο φθοράς και αμφισβήτησης της μακράς πια κυβερνητικής θητείας του.

Ο αναποφάσιστος Τσίπρας

Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει ακόμη αναποφάσιστος. Ο ίδιος γνωρίζει ότι μετά την αποχώρησή του υπέστη κι αυτός φθορές. Οι εξελίξεις που συνόδευσαν την αποχώρησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τον πλήγωσαν πολιτικά, διεύρυναν τις αμφισβητήσεις στο πρόσωπό του και δεν είναι σίγουρος αν ενδεχόμενη νέα προσπάθεια εκπροσώπησης του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου θα στεφθεί με επιτυχία.

Τις βεβαιώνει άλλωστε τις φθορές και τις αμφισβητήσεις με σκαιότατο τρόπο η Ζωή Κωνσταντοπούλου της Πλεύσης Ελευθερίας, η οποία, διαβλέποντας τον κίνδυνο για την ίδια από ενδεχόμενη επανάκαμψη του κ. Τσίπρα, έσπευσε να τον προειδοποιήσει να «μείνει κρυμμένος στο λαγούμι του», μετά τις τόσες ζημίες που προκάλεσε στο κόμμα του και στη χώρα.

Ανεξαρτήτως πόσο επηρεάζει η κυρία Κωνσταντοπούλου τις διαθέσεις και τις αποφάσεις Τσίπρα, η αλήθεια είναι ότι διερωτάται και ο ίδιος αν οι τρέχουσες πολιτικές συνθήκες ευνοούν την επανάκαμψή του και τη διεκδίκηση πρωταγωνιστικού ρόλου. Δεν είναι αδιάφορο το γεγονός ότι θέτει το σχετικό ερώτημα σε συνομιλητές του.

Οι δύο σχολές σκέψης

Δεν είναι λίγοι πάντως εκείνοι που τον προτρέπουν να αναλάβει το ρίσκο μιας νέας πρωτοβουλίας και άλλοι τόσοι που τον αποτρέπουν. Οι πρώτοι πιστεύουν ότι το αδιέξοδο του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς έχει αποκαλυφθεί πλήρως και δε χωρούν αναβολές. Οτι τώρα είναι η ώρα και η στιγμή να κινηθεί και να δράσει αποφασιστικά και οργανωμένα. Οι δεύτεροι, παρότι εκτιμούν ότι έχει αλλάξει παραστάσεις και αντιλήψεις και πλέον μπορεί να καταχωρηθεί ως μια σύγχρονη εκδοχή της κεντροαριστερής πολιτικής σκηνής, πιστεύουν ότι δεν έχει ολοκληρώσει τη διαδρομή της πολιτικής ερήμου που επέλεξε να διανύσει μετά την αποχώρησή του από την ηγεσία του κόμματός του το καλοκαίρι του 2023.

Θεωρούν ότι βρίσκεται στα μισά της διαδρομής αναστοχασμού και αναζήτησης και επιπλέον ότι δεν έχει ακόμη προπαρασκευάσει ουσιαστικά την επάνοδό του, ούτε πλαισιώνεται από ικανό αριθμό αξιόπιστων προσώπων και δυνάμεων που θα ενίσχυαν την προσπάθεια εκπροσώπησης του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς. Επισημαίνουν χαρακτηριστικά ότι χωρίς νέο κόμμα ή σχήμα στιβαρό, αξιόπιστο και δεμένο με την κοινωνία, δεν μπορεί να προσβλέπει σε ευτυχή κατάληξη. Και μάλιστα κόμμα που θα έχει επεξεργαστεί σε βάθος τη θέση της χώρας στον κόσμο, θα έχει επιλέξει νέες συμμαχίες και στόχους εθνικούς και μαζί θα έχει καταλήξει ποιους θα εκπροσωπήσει, με ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα συμμαχήσει προγραμματικά και θα συντονιστεί πολιτικά ώστε να κερδίσει τη λαϊκή πλειοψηφία και τις καρδιές των πολλών ανθρώπων. Τέτοιο κόμμα ή σχήμα δεν έχει στη διάθεσή του, ούτε μπορεί να αποκτήσει σε διάστημα ολίγων μηνών.

Με άλλα λόγια, τον καλούν να διατηρήσει τον ρόλο της χρυσής εφεδρείας και να επανέλθει μετά τις εκλογές του 2027, όταν πιθανώς θα έχουν καταγραφεί οι κυβερνητικές φθορές και θα έχουν φανερωθεί πλήρως τα πολιτικά αδιέξοδα, όχι μόνο του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς, αλλά και της χώρας ολόκληρης. Να μείνει δηλαδή μέχρι τότε σε μια λογική προπαρασκευής και εγρήγορσης, αλλά να επιχειρήσει το άλμα της μεγάλης επιστροφής μετά το 2027 εν όψει των εκλογών του 2031. Δεν τον πήραν δα και τα χρόνια, λένε χαρακτηριστικά, νέος είναι, μπορεί να περιμένει.

Κανείς επί του παρόντος δεν γνωρίζει τι τελικά θα πράξει ο Αλέξης Τσίπρας. Αν δηλαδή θα αναλάβει το ρίσκο μιας γρήγορης επιστροφής ή θα περιμένει να έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Το σίγουρο είναι ότι βασανίζεται. Το μόνο βέβαιο είναι ότι στον βαθμό που επιλέξει την ολοκλήρωση της βασανιστικής πορείας στην έρημο, θα απαλλάξει τον κ. Μητσοτάκη από τη μεγάλη αγωνία και ίσως του προσφέρει και την ευκαιρία να ξανακερδίσει την πρωτιά και τη διακυβέρνηση για τρίτη φορά υποστηριζόμενος έστω από κάποιο δεξιό δεκανίκι.

Πηγή: tovima.gr