Του Κυριάκου Μπερμπερίδη

Και αν η πρώτη τετραετία Μητσοτάκη δεν ήταν μεν καθόλου ανέφελη, ήταν όμως μια περίοδος καθολικής αποδοχής του από την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, στη δεύτερη άλλαξε εντελώς το σκηνικό.

Και για να είμαστε ειλικρινείς έπαιξε ρόλο σ’ αυτό και το αργό ξεκίνημα αμέσως μετά τον διπλό εκλογικό θρίαμβο του ’23, μέχρι ο ίδιος ο Μητσοτάκης να βρει τις νέες του ισορροπίες και να καταλήξει στο κατάλληλο κυβερνητικό σχήμα.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.

Ήταν η φυσιολογική φθορά, ήταν η κόπωση της κοινωνίας, ήταν οι αυξημένες, πλέον, απαιτήσεις του κόσμου, ήταν το γεγονός ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δε συγκρινόταν πλέον με αυτή του Σύριζα αλλά μόνο με τον εαυτό της, ήταν η ψήφιση του γάμου των ομοφύλων που δυσαρέστησε πολλούς εκτός και -κυρίως- εντός των τειχών, ήταν η ασυνέπεια απέναντι σε διακηρυγμένες πολιτικές όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία, ο νόμος για τις διαδηλώσεις, οι κάμερες στους αστυνομικούς, η μηδενική ανοχή απέναντι στη βία, ήταν η επιδείνωση του μεταναστευτικού, ήταν λάθη επικοινωνιακά, διαχειριστικά και άλλα στην υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών.

Πράγματα που αποτυπώθηκαν και στο 28% των ευρωεκλογών.

Και όσο κι αν οι ευρωεκλογές ευνοούν παραδοσιακά τη χαλαρή ψήφο, αυτό ήταν ένα ποσοστό που άνοιξε την όρεξη σε πολλούς. Κι αν όπως ήταν φυσικό, η αντιπολίτευση μύρισε αίμα και έσπευσε να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια, το ίδιο έπραξαν και κάποιες κατά τ’ άλλα «φίλιες δυνάμεις».

Αίφνης, ο Κώστας Καραμανλής, που ενώ ήρθαν τα πάνω-κάτω στη χώρα, παρέμεινε εν τούτοις σχεδόν σιωπηλός για μια περίπου 15ετια, αφ’ ότου δηλαδή συνετρίβη στις εκλογές του 2009, ανακάλυψε τώρα αγεφύρωτες διαφορές αφήνοντας βαρύτατους υπαινιγμούς ειδικά για τα εθνικά θέματα.

Τα ίδια και χειρότερα και ο έτερος Καππαδόκης Σαμαράς που έφτασε, μάλιστα, στο έσχατο σημείο να αποκαλέσει τον υπουργό Εξωτερικών σχεδόν μειοδότη.

Αμφότεροι, μαζί με τον επίσης πρώην πρόεδρο της ΝΔ Μεϊμαράκη, δεν παρέστησαν καν στην εκδήλωση για την επέτειο των 50 χρόνων του κόμματος που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και τους οποίους το κόμμα αυτό τίμησε με το ανώτατο αξίωμα.

Υπάρχουν επίσης και κάποιοι βουλευτές της συμπολίτευσης που, προς το παρόν τουλάχιστον, εκφράζουν μια υποβόσκουσα δυσαρέσκεια για τη μη υπουργοποίησή τους. Και την εκφράζουν κυρίως με επερωτήσεις σε υπουργούς. Είναι η περίφημη «ομάδα των 11».

Εδώ και δυο χρόνια λοιπόν, ο Μητσοτάκης παλεύει με θεούς και δαίμονες.

Και πρώτα-πρώτα με τα λάθη της κυβέρνησής του, με τον φτωχό του πάγκο, με τις εξαλλοσύνες μιας ανερμάτιστης αντιπολίτευσης, με πανίσχυρους εκδότες που δείχνουν απροκάλυπτη εχθρότητα, με τα τερατώδη ψεύδη για τα Τέμπη που έγιναν πια κτήμα της πλειοψηφίας και τα οποία άργησε δυστυχώς ο ίδιος και η κυβέρνησή του να αντικρούσει, με το δραματικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, με τον Ερντογάν απέναντι που παρά τα ήρεμα νερά της τελευταίας διετίας, αρνείται σθεναρά να συμφωνήσει σ ’έναν έντιμο συμβιβασμό στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με το αγκάθι της εσωτερικής αντιπολίτευσης που δεν είναι καθόλου αμελητέο ζήτημα.

Και με αυτά τα δεδομένα, η απώλεια μέρους του πολιτικού κεφαλαίου του Μητσοτάκη, είναι προφανώς αναμφισβήτητη.

Αλλά και τα δυο χρόνια που απομένουν μέχρι τις εκλογές, είναι αιωνιότητα, έχοντας μάλιστα απέναντι και μια αντιπολίτευση αναξιόπιστη, κατακερματισμένη και με πολύ αδύναμο αφήγημα. Και πολλά μπορούν να αλλάξουν υπό προϋποθέσεις.

Η ζωή, λοιπόν, η ίδια θα δείξει αν το κλίμα αναστρέφεται και κυρίως σε τι βαθμό. Και εκεί θα κριθούν άπαντες και πρώτος-πρώτος, φυσικά, ο Μητσοτάκης.

Θα κριθούν όμως και όλοι όσοι κάνουν σήμερα εύκολη και ανέξοδη κριτική, αν η πατρίδα μπει πάλι σε περιπέτειες. Κι εκεί θα πρέπει να αποδείξουν ότι αυτοί μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα.

Γιατί όταν κάποτε κλήθηκαν, τα έκαναν θάλασσα. Και οι μνήμες είναι ακόμα νωπές.

Και γιατί το τζάμπα στην πολιτική έχει πεθάνει εδώ και πολύ καιρό.

Πηγή: liberal.gr