Του Μπάμπη Παπαδημητρίου

Οι όποιες μειώσεις στη φορολογία, που θα ανακοινωθούν τον Σεπτέμβριο από την Έκθεση Θεσσαλονίκης και θα εφαρμοστούν αμέσως, δεν θα προκύψουν από τη διανομή της υπεραπόδοσης των κρατικών εσόδων. Δεν το επιτρέπουν οι στοιχειώδεις κανόνες δημοσιονομικής λογιστικής.

Αν θέλαμε να κάνουμε κάτι με το φορολογικό υπερπλεόνασμα θα έπρεπε να το οδηγήσουμε σε μείωση του κρατικού χρέους, το οποίο ανήλθε σε 365,5 δισ. ευρώ στα τέλη του 2024, από τα οποία πρέπει να αφαιρέσουμε 36,2 δισ. που αναλογούν στο περίφημο «μαξιλάρι», δηλαδή καθαρό 329 δισ. ευρώ. Πριν δέκα χρόνια, στα τέλη του 2014 το χρέος ήταν 324 μείον 2,5 δισ. τα τότε διαθέσιμα (γιατί τα ταμεία δεν ήταν άδεια όπως επαναλαμβάνουν οι συριζαίοι…) είχαμε και πάλι 321,5 δισ. ευρώ. Το εθνικό εισόδημα (σε τρέχουσες τιμές) ήταν 176 δισ. το 2014 (το χαμηλότερο σημείο που έφτασε ήταν 174,5 το 2016) και είναι στα 237,5 δέκα χρόνια μετά.

Με άλλα λόγια, η πορεία μείωσης του χρέους είναι σχετική, αφού οφείλεται αποκλειστικά στην επαναφορά του εθνικού εισοδήματος στο υψηλό επίπεδο του 2009, δηλαδή στα 237,4 δισ. ευρώ (το υψηλότερο που έφτασε ποτέ ήταν 242 δισ. το 2008).

Όμως, εκείνο το ρεκόρ ΑΕΠ ήταν αποτέλεσμα υπερβολικού δανεισμού, κρατικού και τραπεζικού, το οποίο μας κόστισε την κατάρρευση. Ενώ το σημερινό προκύπτει σε συνθήκες σταθεροποίησης του δημόσιου χρέους και μειωμένου τραπεζικού δανεισμού.

Με άλλα λόγια, το σημαντικό στην πολιτική που θα σχεδιάσει και θα υλοποιήσει ο νέος υπουργός Οικονομικών, είναι η αλλαγή, μετά από 15 χρόνια αυστηρής λιτότητας, του μείγματος της οικονομικής πολιτικής σε επεκτατική κατεύθυνση.

Το πιθανότερο είναι ότι ο κ. Πιερρακάκης θα εισάγει ένα κίνητρο και έναν κίνδυνο. Το κίνητρο θα είναι να πετύχουμε ακόμη υψηλότερο εθνικό εισόδημα μέσω και της μείωσης των φόρων επί των εισοδημάτων. Ο κίνδυνος θα είναι να μην επαναλάβει ο φοροσυλλεκτικός μηχανισμός τις εξαιρετικές επιτυχίες του στη σύλληψη της πάντοτε σημαντικής φοροδιαφυγής, όπως διασφάλισε ο Κωστής Χατζηδάκης.

Η παρουσία του τελευταίου κατά την visite de courtoisie που έκανε χθες ο πρωθυπουργός στο νέο του υπουργό δεν αναιρεί την πολιτική βουλιμία με την οποία η κυβέρνηση προετοιμάζει το ξεκίνημα ενός κύκλου big spending.

Θα πρέπει να δούμε και να κρίνουμε με αυστηρότητα κατά πόσον θα συνεχιστεί η απαραίτητη περαιτέρω εξυγίανση του δημοσιονομικού προβλήματος και δεν θα μείνει στα όσα αντιδημοφιλή φορτώθηκε με τις ανυποχώρητες «επιδρομές» στους μικρούς και μικρομεσαίους εμπόρους με όπλο τα POS και τους επαγγελματίες με όπλο τα τεκμαρτά εισοδήματα.

Άριστοι γνώστες των διαδρόμων του πάντοτε κρισιμότερου τμήματος του υπουργείου, το οποίο εδρεύει στο ιστορικό κτήριο της Κοραή, έχουν να διηγούνται για τις απανωτές αναδρομολογήσεις κονδυλίων προκειμένου να βγαίνει τελικά ένα «αστραφτερό» πλεόνασμα. Λογιστικό όμως!

Όσα χρήματα θα «χάσει» το κράτος από τους, επιβεβλημένους, μικρότερους φόρους επί του εισοδήματος θα πρέπει να προκύψουν από μια νέα ισχυρή αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Δεν είναι δύσκολο. Αρκεί να συνεχιστεί η αύξηση της κατανάλωσης, ειδικά εκείνης που ενισχύεται από τον τουρισμό.

Όμως, όσα προγραμματίζει να δώσει προς ενίσχυση των συνταξιούχων («τιμαριθμική» προσαρμογή αλλά και διατήρηση του παράδοξου συστήματος της «προσωπικής διαφοράς»), αλλά και στην τιμαριθμοποίηση των δημοσιοϋπαλληλικών μισθών καθώς και στην αύξηση ορισμένων από τα «ειδικά» μισθολόγια, θα πρέπει να προκύψουν από τον καλύτερο έλεγχο των δαπανών.

Δυστυχώς, το ζητούμενο που παραμένει η συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης του παμφάγου κράτους μάλλον θα μπει στο ράφι. Προέχει η ανάκτηση της εκλογικής επιρροής. Ο λογαριασμός θα μας έρθει μετεκλογικώς.

Πηγή: liberal.gr