Του Δημήτρη Καμπουράκη

Τα ‘χω ζήσει πάνω από δυο φορές, γι’ αυτό τα γράφω κι ας μην με λένε Αρίστο (Δοξιάδη). Σε φωνάζει κάποια άσχετη στιγμή ο αρχηγός του κόμματος που γουστάρεις και ψηφίζεις, σε βάζει απέναντι και σου λέει. «Εκτιμώ την επαγγελματική σου πορεία, το πολιτικό σου επίπεδο και την κοινωνική σου αποδοχή, οπότε, στις επόμενες εκλογές θέλω να είσαι υποψήφιος». Μένεις κάγκελο εσύ, ούτε που είχες σκεφτεί τέτοιο πράγμα ως τότε. «Έλα, θα εκλεγείς άνετα, έτοιμη έδρα σου δίνω» επιμένει ο αρχηγός από την άλλη άκρη του τραπεζιού. «Άντε, αποφάσισέ το, θέλω δίπλα μου ανθρώπους που σκέφτονται σαν εσένα. Κι όταν με το καλό εκλεγείς, όλα είναι ανοικτά».

Ώπα, να και το υπονοούμενο της μελλοντικής υπουργοποίησης. Ώσπου να πεις κύμινο, η ματαιοδοξία χτυπά την πόρτα του μυαλού σου. Το «μια χαρά ζωή έχω, πού πάω τώρα να μπλέξω;» εκμηδενίζεται μπροστά στη φαντασιακή εικόνα του εαυτού σου να μπαινοβγαίνει στη Βουλή, να νομοθετεί, να αγορεύει στο βήμα, να του βαράνε προσοχές οι αστυνομικοί και να τον χειροκροτούν στις συγκεντρώσεις. Αν μάλιστα το εσωτερικό σου έρμα είναι λιγάκι λιποβαρές, τότε το βουλευτιλίκι σου φαίνεται ήδη δεδομένο και δευτερεύον, καθώς το μελλοντικό υπουργιλίκι έχει ήδη καταλάβει τη διάνοιά σου.

Οπότε, αν δεν διαθέτεις ένα στιβαρό χαλινάρι να το χώσεις άγρια στο στόμα σου και να πατήσεις φρένο στον ξέφρενο καλπασμό σου, απαντάς μ’ ένα «ναι, μεγάλη μου τιμή» και αναχωρείς από το γραφείο του αρχηγού, έμπλεος ενθουσιασμού για το λαμπρό μέλλον που απλώνεται μπροστά σου. Την άλλη μέρα ανακοινώνεται μαζί με τη φωτογραφία της χειραψίας σου με τον αρχηγό κι ύστερα… αντί για την αυλόπορτα του Κήπου της Εδέμ ανοίγει ξάφνου η πύλη της Κόλασης.

Όποια αστοχία, παραστράτημα, ψιλομπούρδα ή λάθος έχεις κάνει στη ζωή σου, εμφανίζεται ξάφνου στο διαδίκτυο. Όσοι σε αντιπάθησαν, σε ανταγωνίστηκαν, σε ζήλεψαν, σε φθόνησαν, σκάνε ξαφνικά μύτη σαν τα σαλιγκάρια έπειτα από φθινοπωρινή βροχή. Μένεις εμβρόντητος. «Ρε παιδιά, όταν η τροχαία με σταμάτησε να οδηγώ μηχανάκι δίχως δίπλωμα, ήμουν δεκαεπτά χρονών και τώρα είναι εξήντα δύο, που το θυμηθήκατε;» ψελλίζεις εσύ, αλλά ποιον να πείσεις; Τους δυο χιλιάδες που σε βρίζουν κάτω από την ανώνυμη ανάρτηση;

Στρατός επικριτών παρελαύνει, ξέρουν τα παιδιά σου, τα διαζύγιά σου, τις απολύσεις σου από δουλειές, τους τόπους διακοπών σου, τα αμάξια που είχες, τα κείμενά σου επί γέρο-Καραμανλή και τις γνώμες που διατύπωνες επί Ανδρέα, ξέρουν πού υπηρέτησες στο στρατό, με ποιαν τραβιόσουνα στα σαράντα σου, τι πρέσβευε ο πατέρας σου, με ποιους έπαιζες πόκα τα βράδια της πρωτοχρονιάς. Σ’ έναν απαντάς ότι αυτά είναι ψέματα ή ανοησίες, χίλιοι σε κατακεραυνώνουν. Ξάφνου κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και βλέπεις τον διάβολο αυτοπροσώπως, μέχρι και σένα έχουν πείσει για το τρισάθλιο ποιόν σου.

Λες «μπόρα είναι θα περάσει», πλην η μπόρα όχι μόνο δεν περνά, χειροτερεύει. Διότι μια βδομάδα μετά, τρακάρει κάπου στην επικράτεια ένα λεωφορείο, βουλιάζει ένα καραβάκι, πέφτει ένα αεροπλανάκι. Κι όπως χαζεύεις τα πλάνα στην τηλεόραση σαν όλο τον κόσμο, ακούς ξαφνικά φωνές απ’ έξω, βγαίνεις στο μπαλκόνι και βλέπεις από κάτω ένα τσούρμο που σου φωνάζει «φονιά, έχεις βάψει τα χέρια σου με αίμα». Α ρε Αρίστο, τι τα ‘θελες τα υπουργιλίκια…

Πηγή: liberal.gr