Του Αλέξ. Σκούρα

Τον τελευταίο καιρό ακούμε όλο και πιο συχνά εκκλήσεις για οικονομική «αυτάρκεια», τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη -από κηρύγματα προστατευτισμού μέχρι συνθήματα «αγοράζουμε  τοπικά προϊόντα». Ένα μέρος της κοινής γνώμης υποστηρίζει ότι «κλείνοντας τις πόρτες» και ενισχύοντας τη «διάσωση» των τοπικών παραγωγών, μπορούμε να αποφύγουμε τις καταιγίδες της παγκοσμιοποίησης. Μα η Ιστορία της Ελλάδας μας διδάσκει το αντίθετο: όποτε στραφήκαμε στην απομόνωση, πληρώσαμε ακριβά την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας. Η πραγματική ανάπτυξη, η ελευθερία και η ανταγωνιστικότητα συνυπάρχουν με το ελεύθερο εμπόριο και τα ανοιχτά μυαλά.

Στην αρχαία Ελλάδα, η Αθήνα αντλούσε δύναμη από το εκτεταμένο εμπορικό της δίκτυο. Το ασήμι του Λαυρίου και οι διακρίσεις στη ναυτιλία δεν ήταν καρπός «εθνικής» εσωστρέφειας, αλλά της εξωστρέφειας που μεγάλωνε τον «πλούτο» της πόλης. Αντιθέτως, περιοχές όπως η Σπάρτη, που επέλεγαν ένα πιο κλειστό οικονομικό μοντέλο, κατέληγαν σε στασιμότητα -η στρατιωτική τους αίγλη δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τις ελλείψεις στην παραγωγική βάση. Στον 20ο αιώνα, το παράδειγμα της Αλβανίας του Ενβέρ Χότζα που θεοποιούσε την «αυτάρκεια» κατέληξε σε εξαθλίωση. Κάθε φορά που ένα κράτος επιδιώκει «αυτοτέλεια» χωρίς εισαγωγές και εξαγωγές, χάνει από την καινοτομία, την ανταλλαγή γνώσεων και τη διαρκή βελτίωση που προσφέρει ο ανταγωνισμός.

Σήμερα, οι τάσεις αυτές αναβιώνουν τόσο από τη μία άκρη του Ατλαντικού, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ και το επιτελείο του ευαγγελίζονται το «America First», όσο και στην Ευρώπη, όπου βλέπουμε «στροφή προς τον ρυθμιστικό προστατευτισμό» στα λόγια αλλά και στις πολιτικές επιδοτήσεων. Στην Ελλάδα, διάφορες εκστρατείες «αγοράζουμε ελληνικά» αφήνουν να εννοηθεί ότι μόνο έτσι θα στηριχθεί η οικονομία μας. Προσέξτε, όμως: καμία αντίρρηση στο να προτιμήσει κάποιος ελληνικά προϊόντα για την ποιότητά τους. Όταν, όμως, αυτό γίνεται ιδεολογικό δόγμα, αποτρέποντας την εισαγωγή καλύτερων ή φθηνότερων ξένων αγαθών, το αποτέλεσμα είναι ακριβώς είναι ένας φαύλος κύκλος κατώτερης ποιότητας και υψηλότερης τιμής. Ό,τι καλό έχει προσφέρει η ελεύθερη ανταλλαγή σε όλο τον κόσμο υπονομεύεται όταν οι άνθρωποι εξαναγκάζονται -ή χειραγωγούνται- να μην επιλέγουν ελεύθερα ποια αγαθά να αγοράσουν.

Το κλειδί είναι να καταλάβουμε ότι η ελεύθερη αγορά είναι ένα σύστημα όπου κανείς δεν μας επιβάλλει να «αγοράζουμε ξένα προϊόντα»· όμως εκεί που τα ξένα προϊόντα είναι πιο ποιοτικά ή πιο προσιτά, οφέλη έχουμε και εμείς ως καταναλωτές. Μέσα από τις εισαγωγές και τον ανταγωνισμό, οι εγχώριοι παραγωγοί αναγκάζονται να καινοτομούν και να μειώνουν το κόστος ή να στρέφονται σε άλλες, πιο κερδοφόρες αγορές. Έτσι κερδίζουμε και καλύτερα προϊόντα και την ευκαιρία να διοχετεύσουμε πόρους σε άλλες δραστηριότητες. Όταν όμως τα κράτη υψώνουν δασμούς, θεσπίζουν ποσοστώσεις ή ωθούν τον κόσμο να κλείσει την πόρτα στο εξωτερικό εμπόριο, αρχίζουν να αυξάνονται τιμές και να μειώνεται η ποικιλία. Οι κατ’ όνομα «εθνικές» βιομηχανίες βολεύονται προσωρινά από την απουσία ανταγωνισμού, αλλά δεν γίνονται ανταγωνιστικότερες μακροπρόθεσμα. Εκείνο που πετυχαίνουν τέτοιες πολιτικές είναι να τροφοδοτούν μια νοοτροπία «καχυποψίας προς τον ξένο», επαναφέροντας μας σε εποχές όπου η Ευρώπη σπαρασσόταν από εμπορικούς πολέμους.

Είτε μιλάμε για την Ελλάδα του σήμερα είτε για μια παγκόσμια κοινότητα, η ιστορία διδάσκει ότι η «αυτάρκεια» δεν είναι παρά μια ωραιοποιημένη λέξη για την οπισθοδρόμηση. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ανάγκη ενίσχυσης εγχώριων παραγωγών, να θέσουμε δίκαιους κανόνες και όμως να παραμένουμε ανοιχτοί στις διεθνείς συνεργασίες. Η καταπολέμηση της φτώχειας και της υπανάπτυξης δεν θα έρθει με το να υψώσουμε νέα τείχη· θα έρθει με το να ανταλλάσσουμε αγαθά, ιδέες, ανθρώπινο κεφάλαιο.

Σε μια χώρα που ξέρει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη πώς ο πολιτισμός γεννιέται εκεί όπου οι δρόμοι είναι ανοιχτοί -ακόμη και θάλασσες ολόκληρες- δεν υπάρχει χώρος για δόγματα αυτάρκειας. Το μήνυμα σε όσους πειραματίζονται με τέτοιες πολιτικές, ή όσους μας καλούν σε έναν εθνικιστικό οικονομικό εγκλεισμό είναι σαφές: ο δρόμος για την ευημερία δεν περνάει από τη «σιδηρά» απομόνωση. Περνάει από μια ανοιχτή οικονομία, όπου το κράτος δεν τιμωρεί την ανταλλαγή, αλλά την ενθαρρύνει προς όφελος όλων.

Πηγή: liberal.gr