«”Η λογοτεχνία στα χρόνια της θύελλας (1940-1950)” – Για τη συνάντηση της νεοελληνικής
λογοτεχνίας με την ΕΑΜική Αντίσταση και τον αγώνα του ΔΣΕ»

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΠΥΡΟΥ ΤΖΟΚΑ

ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ

ΕΝΑΣ ΑΛΥΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Η αποκαλούμενη Λευκή Τρομοκρατία που ξεκίνησε αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, όπου κράτος και διάφορες παρακρατικές ομάδες δολοφονούσαν μέλη, στελέχη και οπαδούς του ΕΑΜ, δεν άφησε έξω και τους λογοτέχνες. Όχι μόνο οι κομμουνιστές και ΕΑΜίτες που απολύονται από την εργασία τους, αλλά και αστοί λογοτέχνες βρίσκονται στο στόχαστρο. Στο έδαφος αυτό, ακυρώνεται η είσοδος του Άγγελου Σικελιανού και του Νίκου Καζαντζάκη στην Ακαδημία, υπονομεύονται οι υποψηφιότητές τους για το βραβείο Νόμπελ, απαγορεύονται έργα τους στο Εθνικό Θέατρο. Οι Θεοτοκάς και Σεφέρης παύονται από τις θέσεις που είχαν στο Εθνικό Θέατρο. Σ’ αυτό το κλίμα δολοφονείται και ο γιος του Γιάννη Κορδάτου.

Την περίοδο εκείνη παρουσιάζεται μια άνθηση δημοσιευμάτων, χρονικών, απομνημονευμάτων, διηγημάτων και μυθιστορημάτων, που πολλά είχαν γραφτεί τα χρόνια της Κατοχής. Τότε κυκλοφορεί το Στρατόπεδο του Χαϊδαριού του Θέμου Κορνάρου, ανεκτίμητο ντοκουμέντο για την τρομοκρατία, αλλά και την υποδειγματική οργάνωση των κομμουνιστών στο φοβερό αυτό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν είναι απλά μια συγκλονιστική μαρτυρία, ένα ντοκουμέντο για τη Μέρλιν και το Χαϊδάρι. Χωρίς να υποτιμά κανείς αυτά, το βιβλίο έχει και κάτι βαθύτερο, κάτι ανθρώπινο. Στόχος του Κορνάρου, μέσα από τα συμπεράσματα που αβίαστα βγαίνουν από το διάβασμα, να διαπαιδαγωγηθούν οι σημερινοί και αυριανοί μαχητές της ταξικής πάλης, ώστε να μπορούν σε όλες τις συνθήκες, ακόμα πιο ικανά, να αντιμετωπίζουν κάθε καμπή, κάθε δυσκολία. Γράφει συγκεκριμένα:

 «Μόνο αν φλέγεσαι από την επιθυμία να γνωρίσεις τον άνθρωπο σε μερικές αληθινές στιγμές του, έλα μαζί. Υπάρχει κίντυνος να μη γυρίσεις. Μα κι αν γυρίσεις δε θα είσαι ο ίδιος. Το πάθος της αλήθειας θα σε κατακλύζει και για ένα μόνο σκοπό θα ξαναζήσεις: Για να νικήσεις το φόβο στην καρδιά του ανθρώπου… Στη Μέρλιν και το Χαϊδάρι δε θα δεις τίποτα καινούργιο. Όλα τα έχεις ξαναδεί εκτός από τον εαυτό σου… Κι αν νικήσεις τον εαυτό σου, εκέρδισες το μεγάλο παιχνίδι για τον άνθρωπο».

Ο συγγραφέας βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα των κοινωνικών σχέσεων και συνθηκών. Οι κρατούμενοι παρουσιάζονται με ανθρώπινες αδυναμίες, που γιγαντώνονται σε καταστάσεις απομόνωσης και βασανισμού. Στο βιβλίο δεν κρύβονται οι καβγάδες τους, μέχρι και οι χοντροκομμένες προλήψεις που καλλιεργούνται από την καθημερινή αναμονή του θανάτου. Από την άλλη, όμως, είναι αυτοί οι κρατούμενοι που όταν ρωτώνται από την κομματική καθοδήγηση της φυλακής αν θα δώσουν τη συγκατάθεσή τους στη συνέχιση των αντάρτικων επιθέσεων κατά των κατακτητών, απαντούν καταφατικά, αν και γνωρίζουν πολύ καλά ότι έτσι οδηγούνται στο θάνατο, ως αντίποινα. Θα χρειαζόταν ώρες για να οριοθετήσουμε και να αναδείξουμε το συνολικό έργο και την προσωπικότητα του Θέμου Κορνάρου. Ο περιορισμένος, όμως, χρόνος μας επιτρέπει να θέσουμε κάποιες κουκίδες, σχεδόν σαν τίτλους και να επεκταθούμε κάπως περισσότερο στο έργο του για το Στρατόπεδο του Χαϊδαριού. Ωστόσο είναι σημαντικό να πούμε δύο λόγια για το ποιος είναι ο Θέμος Κορνάρος.

Γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Σίβα της Μεσσαράς στην Κρήτη. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρονιά, καθώς η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή. Το 1927 μεταβαίνει στην Αθήνα όπου εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο, ενώ παράλληλα δούλευε ως εργάτης, βοηθώντας στο χτίσιμο του Εθνικού Θεάτρου. Συνεχίζει να δουλεύει εργάτης μέχρι το 1944 όταν συλλαμβάνεται από τον γερμανικό στρατό κατοχής, βασανίζεται στην οδό Μέρλιν και φυλακίζεται στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου μέχρι την αποχώρηση του κατοχικού στρατού από την Ελλάδα. Συνελήφθη ξανά το 1946 και το 1947, οδηγήθηκε στην εξορία. Μέσω του Κωστή Μπαστιά, τον γνωρίζει ο Φώτος Πολίτης ο οποίος, διαβάζοντας τα έργα του Κορνάρου «Άγιον Όρος», «Οι άγιοι χωρίς μάσκα» και «Σπιναλόγκα» εντυπωσιάζεται από το συγγραφικό ταλέντο του, γράφοντας θετική κριτική στην εφημερίδα Πρωία.

Χαρακτηριστικό κείμενο για τις απόψεις του Θέμου Κορνάρου για την τέχνη είναι το άρθρο του που δημοσίευσε τα τέλη του 1932. Ο Κορνάρος συμμετέχει με κείμενό του –το μοναδικό θεωρητικό που έχει βρεθεί– στο περιοδικό των Νέων Πρωτοπόρων στη συζήτηση που έχει ανοίξει και αφορά την Προλεταριακή Τέχνη. Το περιεχόμενο του κειμένου, πέραν από την κριτική που έχει δεχθεί, καταδεικνύει τις θεωρητικές γνώσεις του συγγραφέα. Ο ίδιος υπογράφει το άρθρο του με την ιδιότητα «εργάτης».

Ο ίδιος πάντως στην κρίσιμη ερώτηση που του έγινε, για το αν ο καλλιτέχνης θα κρατηθεί στην απομόνωση του “αισθητισμού” ή θα πάρει ενεργό μέρος στον κοινωνικό αγώνα απάντησε:

«Ο καλλιτέχνης βρίσκεται ανάμεσα στην εργαζόμενη ανθρωπότητα, για να καταγράψει την πείρα των εργαζομένων, να εγκαρδιώνει τους στρατούς της απελευθέρωσης στον αγώνα τους, να τραγουδά τις νίκες τους με ένα σκοπό πάντα: Να κάνει λιγότερο σκληρό τον πόνο του αγωνιζόμενου σε κάθε στιγμή και σε κάθε φάση του αγώνα. Εκείνος ο καλλιτέχνης που αρνιέται τον κοινωνικό και τον αγωνιστικό χαρακτήρα της τέχνης, είναι πια πεθαμένος, ή χαροπαλεύει ανάμεσα στην Ακαδημία Αθηνών και στο Αθήνησι Πανεπιστήμιον».

Εγγραφο από τη Γενική Ασφάλεια, το 1960, που αποφασίζει να παρατείνει «την εκτόπισίν των επί 1 έτος εις Αγιον Ευσράτιον». Επειδή: «Οχι μόνον ουδεμίαν προσήλωσιν προς τους Νόμους του Κράτους παρουσίασαν, αλλά εξακολουθούν και σήμερον να πραγματοποιούν υπόπτους επαφάς, να συμμετέχουν εις κάθε κομμουνιστικήν εκδήλωσιν, να προπαγανδίζουν υπέρ του ΚΚΕ, να εργάζονται δραστηρίως, διά την ανασύστασιν του παρανόμου κομμουνιστικού Μηχανισμού». Το έγγραφο βρίσκεται στο Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ

Για τις απόψεις αυτές αλλά και για τη δράση του, ο Κορνάρος ήταν γνωστός στην κρατική ασφάλεια –η οποία διατηρούσε πέντε φακέλους για τον ίδιο– για την κομμουνιστική δραστηριότητα του. Όπως πληροφορούμαστε από αυτούς τους φακέλους, ο ίδιος, για την κρατική ασφάλεια, ήταν σημαίνον στέλεχος των διανοούμενων του ΚΚΕ διωκόμενο για την κομμουνιστική του δράση από το 1936 έως το 1962 όταν και έπαψαν οι διώξεις σε βάρος του.

Οργανώθηκε στο Κόμμα πιθανότατα την περίοδο του Μεσοπολέμου, μιας και στα έργα της περιόδου αποτυπώνεται η ιδεολογικοπολιτική του ωρίμανση. Η Μέλπω Αξιώτη στο βιβλίο της «Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας» αναφέρει πως είναι ο Έλληνας λογοτέχνης με τα πιο πολλά χρόνια στις φυλακές και τις εξορίες -21 ολόκληρα χρόνια- και ο Γιάννης Ρίτσος το αποτυπώνει σε ποίημά του για τον Κορνάρο, «Τα χρόνια σου περνάνε από διωγμό σε διωγμό /Από το Χαϊδάρι στα μπουντρούμια του Μεσολογγιού, /Απ’ τη Μακρόνησο στον Αϊ – Στράτη, /Δίπλα στο θάνατο με μια μπουκιά χαμόγελο στο στόμα σου, /Με δυο αστραπές απόφαση στη νύχτα των ματιών σου…».

Ο Κορνάρος δεν ήταν καθεαυτό μυθιστοριογράφος. Τα περισσότερα έργα του είναι κάτι μεταξύ ρεπορτάζ και χρονικού και μαρτυρούν ένα ταλέντο, όπου η όσφρηση του δημοσιογράφου και η εσωτερική ματιά του λογοτέχνη παρουσίαζαν μια σύνθεση από τις πιο σπάνιες και τις πιο αποδοτικές. Εκείνο που εντυπωσιάζει σ’ αυτά ήταν ότι η κριτική ενυπήρχε μέσα στην περιγραφή που ήταν πάντοτε αχνιστή, σπαρταριστή, ότι οι αγανακτήσεις του, χωρίς να εκφράζονται άμεσα, έβγαιναν ζωντανές μέσα από τα κείμενα, μας χτυπούσαν σαν άνεμος κατά πρόσωπο».

Το 1933 εκδίδεται το έργο του «Άγιον Όρος, Οι άγιοι χωρίς μάσκα» (1933). Το βιβλίο περιείχε βιώματα και παρατηρήσεις του, όταν δούλευε ως σκαφτιάς στον Άθω, το 1931. Ένα βιβλίο «μαστίγιο», όπως χαρακτηρίστηκε και που έφερε στη δημοσιότητα μια από τις σκοτεινές πτυχές της ελληνικής ζωής, αποκαλύπτοντας τη βρωμιά και την υποκρισία του καλογερισμού.

Την ίδια χρονιά (1933) εξέδωσε την «Σπιναλόγκα». Λογοτεχνικά είναι ένα βήμα παραπέρα. Δίνει λογοτεχνικότερη μορφή στις σκέψεις και στη συγκίνησή του. Αυτό όμως που αξίζει εδώ δεν είναι η περίτεχνη φράση. Είναι η δυνατή περιγραφή και η αγάπη για τον άνθρωπο. Περιγράφει τη ζωή των λεπρών στον ξερόβραχο, που βασανίζονται από την αρρώστια τους και από την απανθρωπιά του κράτους και των εκπροσώπων του. Είχε επισκεφτεί ο ίδιος το νησί και έδωσε ζωντανά τη μακάβρια εικόνα της διαβίωσης των λεπρών που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη. Με τη «Σπιναλόγκα» κουρελιάζει, ξεγυμνώνει την αστική «φιλανθρωπία» και την κρατική «μέριμνα» για την υγεία των εργαζομένων.

Το 1935 κυκλοφορεί «Ο Αλήτης», όπου ζωντανεύει το δράμα των απόκληρων της κοινωνίας, όπως το έζησε ο ίδιος στις πολύχρονες περιπλανήσεις του. Το 1941 κυκλοφορεί το «Καλοί και κακοί» και το 1943 «Ο Δαίμονας» και «Δε θα πεθάνουμε». Αφηγήματα που παρουσίαζαν επεισόδια, σκίτσα μάλλον, της ναζιστικής Αθήνας. Είναι μια διακήρυξη πίστης στον άνθρωπο, στον αγώνα του, στην ανθρωπιά.

Άλλα έργα του είναι «Ο εσταυρωμένος λαός μου», με θέμα το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, το Σεπτέμβρη του 1943 και «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία» που στιγματίζει το δωσιλογισμό κα τη διαφθορά των εκπροσώπων της εκκλησίας και της άρχουσας τάξης, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη σε δυο χρόνια φυλάκιση για συκοφαντική δυσφήμιση.

«Με τα παιδιά της θύελλας» (1956), γράφτηκε στην εξορία και περιγράφει το δράμα των λαϊκών αγωνιστών στα χιτλερικού τύπου στρατόπεδα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το 1957 εκδίδεται το «Στάχτες και φοίνικες», ένα ρεπορτάζ από το κολαστήριο της Μακρονήσου. Το 1958 τα «Η αιχμαλωσία της νύχτας», «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη 1936». Ακολουθούν τα «Γη της Ανάστασης» (1959), «Οδός Προμηθέως» (1960) και «Το ξεκίνημα μιας νέας γενιάς» (1963) – μια εικόνα της πορείας της γενιάς του, με στοιχεία μυθοποιημένου υλικού.

Η αλύγιστη πορεία του αποτυπώνεται θαυμάσια και στο λογοτεχνικό του έργο, που χαρακτηρίζεται από τη στράτευση στο δίκιο της εργατικής τάξης, στην αποκάλυψη της εκμετάλλευσης και της αδικίας. Στα έργα του εκφράζεται η μεγάλη αγάπη που έχει για τον άνθρωπο του μόχθου, που η συνείδησή του έχει τα σκαμπανεβάσματά της, αλλά πολλές φορές, μέσα από τη συμμετοχή του στους αγώνες, ξεπερνά και τον ίδιο του τον εαυτό.

Το «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» που εκδόθηκε το 1945 είναι ένα από τα καλύτερα πεζογραφήματά του. Το πρώτο σχεδίασμα του βιβλίου είχε ξεκινήσει μέσα στο Στρατόπεδο πάνω σε λινατσόπανα. Το Χαϊδάρι, λοιπόν, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης από την αρχή κιόλας του βιβλίου, δεν ήταν για τους ναζί κατακτητές απλά μια φυλακή ομήρων, ούτε ένα μέρος από όπου απλά σταχυολογούσαν ανθρώπους για να τους οδηγήσουν στην εκτέλεση. Ήταν μια λυσσασμένη μάχη για το ποιος θα κερδίσει τη συνείδηση. Και αυτή τη μάχη παρακολουθούμε να εξελίσσεται.

Να πώς το περιγράφει ο ίδιος:

«Τα ανακριτικά γραφεία της Μέρλιν ήταν η πραγματική είσοδος του Χαϊδαρίου. Θα νόμιζε κανείς πώς τα βασανιστήρια κι οι κατατρεγμοί στην οδό Μέρλιν γίνονταν κυρίως για να σου αποσπάσουν μυστικά. Όχι πάντα. Τις περισσότερες φορές ήταν προπαρασκευή για τον κύριο, τον πλατύτερο σκοπό της Σχολής: Την τρομοκράτηση και υποδούλωση της Λαϊκής Ψυχής. Στο Χαϊδάρι σε περίμενε μια καινούργια τρομοκρατία. Μια συνεχής ψυχολογική επίθεση, μελετημένη σ’ όλες τις λεπτομέρειες. Είχε σκοπό να σου παραλύσει κάθε δύναμη, κάθε αντοχή. Να σου σβήσει τη θέληση, να μην αφήσει απείραχτη καμιά ψυχική λειτουργία…»

Στο Θάλαμο Νο 1 κρατούνταν οι κομμουνιστές. «Αυτοί εγκαινιάσανε το Χαϊδάρι, το Σεπτέμβρη του 1943». Εκεί συγκεντρώθηκαν όσοι κρατούνταν στις φυλακές από τη δικτατορία του Μεταξά.

Σε πολλά σημεία αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης τον σπουδαίο ρόλο που επιτέλεσαν οι κρατούμενοι κομμουνιστές στα πιο μικρά έως τα πιο σπουδαία ζητήματα που αφορούσαν τη ζωή μέσα στο Στρατόπεδο. Κύριο μέλημά τους να καλλιεργούν ολοένα και πιο πολύ τα ανώτερα χαρακτηριστικά της ανθρωπιάς. Σε πολλά σημεία του βιβλίου αποτυπώνεται η βαθιά συντροφικότητα και αλληλεγγύη που υπήρχε σε αυτές τις τόσο δύσκολες συνθήκες.

Σημαντικό μέρος του βιβλίου καταπιάνεται με την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών της Καισαριανής, αναδεικνύοντας πτυχές όπως ότι γνώριζαν για την εκτέλεση από την προηγούμενη μέρα, για το ολονύχτιο γλέντι που έστησαν, για τις μικρές αλλά τόσο σημαντικές νίκες που κατέκτησαν πριν εκτελεστούν. Επέβαλλαν να στέλνουν δυνατά οι μελλοθάνατοι τα μηνύματά τους όταν άκουγαν το όνομά τους, χάρισαν τα υπάρχοντά τους στους υπόλοιπους κρατούμενους και δεν τα πήραν ως λεία οι Γερμανοί και τόσα άλλα. Ακόμα, μαθαίνει κανείς για την αντίδραση των ναζί, πώς διαδραματίστηκε η ανακοίνωση από μέρους του διοικητή του Στρατοπέδου, για την αντίδραση των υπόλοιπων φυλακισμένων στην ανακοίνωση και στη συνέχεια τα νέα που τους ήρθαν σε σχέση με το πώς εξελίχτηκε η εκτέλεση στον μαρτυρικό τόπο του Σκοπευτηρίου.

Συγκεκριμένα, στα τέλη του Απρίλη κοντά στους Μολάους της Λακωνίας ο στρατηγός – διοικητής της 41ης Μεραρχίας Φρουρίου του Ράιχ, και η συνοδεία του, έπεσε σε ενέδρα του ΕΛΑΣ. Ο στρατηγός σκοτώθηκε. Οι Γερμανοί είχαν προειδοποιήσει. Θα σκότωναν κομμουνιστές σε αντίποινα. Τα Τάγματα Ασφαλείας ξεκίνησαν «αυτοβούλως» την εκδίκηση: Σκότωσαν εκατό κομμουνιστές της Λακωνίας. Οι Γερμανοί το συνέχισαν. Διακόσιοι κομμουνιστές από το στρατόπεδο στο Χαϊδάρι -διακόσιοι Ακροναυπλιώτες- θα πλήρωναν με τη ζωή τους την ατυχία του ναζί στρατηγού.

Οι Οργανώσεις του ΚΚΕ, οι Οργανώσεις του ΕΑΜ κινητοποιήθηκαν. Επιτροπές επισκέφθηκαν τους «αρμόδιους». Ο Ράλλης -πρωθυπουργός με πλήρεις εξουσίες στην Ελληνική Πολιτεία- δήλωσε αναρμόδιος, μόνοι αρμόδιοι οι Γερμανοί, ο Αρχιεπίσκοπος, ο περίφημος Δαμασκηνός, υποσχέθηκε μια θερμή προσευχή, οι αστοί δημοκράτες και οι σοσιαλιστές ήσαν απασχολημένοι: Παρακολουθούσαν τον Γεώργιο Παπανδρέου που ετοίμαζε τη Συνδιάσκεψη στο Λίβανο για να οργανώσει σε θεσμικές πλέον βάσεις την αντικομμουνιστική αντεπανάσταση. Σε τελευταία ανάλυση κομμουνιστές επρόκειτο να πεθάνουν, πολλοί από τους «άρχοντες» υπολόγισαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον θετικό και, ίσως, επιδιωκόμενο. Ο λαός θα έμενε πάλι μόνος και ορφανός να θρηνήσει τους δικούς του ήρωες, τα δικά του παιδιά.

Ξεχωριστό κομμάτι αφιερώνεται στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που δεν δέχτηκε να του «χαριστεί» η ζωή.

Συγκεκριμένα ο Θέμος Κορνάρος γράφει: «Πρόκειται να τουφεκιστούνε 200 από το θάλαμο 1. Όλος ο θάλαμος Νο 1!… Για τους Μολάους. Για τον Γερμανό στρατηγό που σκοτώθηκε στους Μολάους…

Μια φωνή αγνώριστη, τσακισμένη, βγαίνει απ’ το τετράγωνο στήθος του διοικητή. Λέει το πρώτο όνομα του καταλόγου.

Μια βροντερή φωνή, σαν καμπάνα χαμηλού καμπαναριού, σκεπάζει τα πάντα, αναταράζει τον αέρα, ταλαντεύεται στα φτερά της λίγο και χτυπά στ’ απέναντι βουνό, που αντιλαλεί το “Παρών!” του γερού παλληκαριού…

– Έχετε γεια! Κουράγιο κι αξιοπρέπεια παιδιά!

Έτσι μας αποχαιρετά και παίρνει τη θέση του…

– Δημήτρης Ρόδης!

Η απάντηση στην κλήση τούτη δεν είναι βγαλμένη από το στήθος του ανθρώπου. Ένας ολόκληρος λαός, λες, μαίνεται και μουγκρίζει μέσα στο “παρών!” αυτό.

Δεν είναι ο γέρο Μήτσος ο καπνεργάτης, που απαντά. Οι φάμπρικες και η εργατιά της Καβάλας, η ιστορία και οι αγώνες ενός καταδιωγμένου λαού φωνάζουνε μέσ’ από το γέρικο στήθος τ’ ασπρομάλλη παππού…

– Όσοι απομείνετε πέστε στους καπνεργάτες μου πως δεν τους πρόσβαλα!…

Ποτέ σε κανένα προσκλητήριο δεν ξανάγινε αυτό: Να γυρίζει και αυτός που φεύγει και να μιλεί σε εκείνους που μένουν.

Οι πεντάδες των 260 αραιώνουνε. Υπάρχει πεντάδα που δεν απομένει κανένας. Τα κενά μένουν ανοιχτά σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας. Και σ’ ένδειξη σεβασμού γι’ αυτούς που έφυγαν.

«Σουκατζίδης Ναπολέων.»

«Παρών, Παρών.»

Δύο φορές φώναξε δυνατά ο Ναπολέων, δύο φορές με δυνατή φωνή.

Το στρατόπεδο πάγωσε. Δεν το περίμενε. Τον είχαν ανάγκη οι Γερμανοί. Προφανώς η εξόντωση των Ακροναυπλιωτών τη σημαδιακή αυτή μέρα ήταν πάνω από τις ανάγκες του όποιου διοικητή.

«Πήγαινε στη θέση σου. Να συνεχίσουμε.»

Η αντίδραση του Ναπολέοντα ήταν απρόσμενη για τον διοικητή.

«Δεν δέχομαι. Δεν δέχομαι κανένας άλλος να μ’ αντικαταστήσει. Αρνούμαι. Χρόνια παλεύω με ψηλά το κεφάλι. Ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου σε βάρος των άλλων. Ούτε φυσικά και τώρα.»

Ο διοικητής κλονίζεται προς στιγμή από τη στάση του, τη γενναία αυτή στάση.

«Συνεχίζουμε, συνεχίζουμε..» φώναξε.

Ο Ναπολέων αγέρωχος παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους συντρόφους του, ανάμεσα στους μελλοθάνατους.

«Η φάλαγγα των μελλοθάνατων ηρώων στέκεται προσοχή, και σ’ αυτήν τη στάση, με δάκρυα και λυγμούς περηφάνιας, υποδέχεται τον Ναπολέοντα…

Παίρνει τη θέση του, σεμνός και ντροπαλός, στην τελευταία πεντάδα.

– Ναπολέων! Στην πρώτη γραμμή. Αυτή είν’ η θέση που σου πρέπει!…

Εκεί τον τοποθετούνε, για να τον βλέπουν ως την ύστερη στιγμή τους, τούτο τον ασύγκριτο εκφραστή των ονείρων και των πόθων τους, οι Ακροναυπλιώτες, που στάθηκαν το επιτελείο του Στρατοπέδου μας…».

Αυτός είναι ο Θέμος Κορνάρος, υπόδειγμα κομμουνιστή λογοτέχνη, στρατευμένου στην υπόθεση του λαού. «Φλογισμένο πολυβόλο» τον χαρακτηρίζει ο Τάκης Αδάμος, ενώ η Ευγενία Ζωγράφου αποτιμώντας το έργο του γράφει: «Αυτός ήταν ο Θέμος Κορνάρος, ο άνθρωπος, ο ακέραιος χαρακτήρας, ο προικισμένος κομμουνιστής στη θεωρία και την πράξη. Προικισμένος με το χάρισμα μιας ρεαλιστικής, όσο ευαίσθητης και πλατιά ανθρώπινης γραφίδας δεν αφήνει τίποτε αχτύπητο. Μέσα απ’ όλα τα βιβλία του γράφεται ο ύμνος στην υπέροχη ιδέα του κομμουνισμού και γιατί πρέπει κανείς να πιστεύει σ’ αυτόν. Εδώ μέσα βρίσκονται άφθονα τα σπάνια χαρίσματα που καταυγάζουν εκείνους που μέσα τους, βαθιά, χώρεσαν τη μεγάλη αυτή ιδεολογία: αγάπη, ανιδιοτέλεια, αλήθεια, δικαιοσύνη, αρετή, ειρήνη, προκοπή, λευτεριά, παλικαριά»!

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Λεωνίδας Χρηστάκης, Θέμος Κορνάρος, Αθήνα: Σπηλιώτη 2003.
  2. Νίκος Καραντηνός, «Ο “κουμπάρος” και ο Κορνάρος», εφημ. Ριζοσπάστης, 13 Φεβρουαρίου 2005. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=2713033.
  3. Αλέξανδρος Αργυρίου, «Θέμος Κορνάρος» [στο:] Συλλογικό, Μεταπολεμική Πεζογραφία, τ. Ε΄, Αθήνα: Σοκόλη 1992.
  4. Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της σε δύστηνους καιρούς (1941-1944), εκδ. Καστανιώτη, 2003.
  5. Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του ετεροκαθορισμένου εμφύλιου πολέμου (1945-49), εκδ. Καστανιώτη, 2004.
  6. Θέμ. Κορνάρος, «Πάνω στα προβλήματα της Προλεταριακής Τέχνης», Νέοι Πρωτοπόροι, έτ. Β΄, τ. 2, τχ. 12, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1932, σσ. 439-440. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://digitallib.parliament.gr/display_doc.asp….
  7. Ανωνύμως, «“Αγύρτες και Κλέφτες εις την εξουσίαν”», εφημ. Ριζοσπάστης, 5 Φεβρουαρίου 2017. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=9224092. Το 1946 ο Κορνάρος γράφει το αφήγημά Αγύρτες και Κλέφτες στην εξουσία με το οποίο επιτίθεται στον τότε Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιερόθεο για την εν γένει στάση του αλλά κυρίως για τη συνεργασία του με τις δυνάμεις κατοχής. Πριν ακόμη έρθει σε κυκλοφορία, το συγκεκριμένο βιβλίο κατασχέθηκε, ενώ ο ίδιος ο Κορνάρος μηνύθηκε από τον μητροπολίτη Ιερόθεο και καταδικάστηκε από το Πλημμελειοδικείο Μεσολογγίου σε δύο χρόνια φυλάκιση. Ο ίδιος εξέτισε μέρος της ποινής του στις φυλακές Μεσολογγίου κάτω από απάνθρωπες συνθήκες κράτησης . Η φυλάκιση του Θέμου Κορνάρου προκάλεσε την άμεση αντίδραση του προοδευτικού τύπου. Τελικώς, το αφήγημα Αγύρτες και Κλέφτες στην εξουσία εκδόθηκε το 1975 .
  8. Θέμος Κορνάρος, Αγύρτες και Κλέφτες στην εξουσία. Δεν θα πεθάνουμε, Αθήνα: Χρόνος 1975.
  9. Ελένη Ζούζουλα, «Θέμος Κορνάρος (1907-1970) (Ένας ξεχασμένος των γραμμάτων)».
  10. Ελένη Μηλιαρονικολάκη, «Στα ίχνη μιας λογοτεχνίας “χρήσιμης” για τη σύγχρονη εποχή», εφημ. Ριζοσπάστης, 22-23 Δεκεμβρίου 2018, σ. 22. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10139855
  11. Γιώργος Ανδρειωμένος, Από τη Στράτευση στην Αμφισβήτηση: Λόγοι και Αντίλογοι στην «Επιθεώρηση Τέχνης», Αθήνα: Ι. Σιδέρης 2020.
  12. Η πεζογραφία του Κορνάρου χωρίζεται σε δύο διακριτές κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν μεταξύ των άλλων τα αφηγήματα Άγιον Όρος (1933), Σπιναλόγκα (1933) και Αλήτης (1935) στα οποία ο συγγραφέας αφηγείται τα γεγονότα όπως τα έζησε χρησιμοποιώντας μια γλώσσα ανεπιτήδευτη προκειμένου να υπηρετήσει τη λογοτεχνία – μαρτυρία. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν έργα του συγγραφέα τα οποία έχουν καθαρά μυθοπλαστικό περιεχόμενο όπως το Έρωτας ή αναιστησία (1929) ή το Το ξεκίνημα μιας γενιάς (1962). Το διήγημα του Θέμου Κορνάρου «Ένας λεβέντης» συμπεριλαμβάνεται στον πρώτο τόμο της Ανθολογίας Το διήγημα της Αντίστασης που κυκλοφόρησε το 1991.
  13. Το διήγημα της Αντίστασης, επιμ. Τάκης Αδάμος – Γιώργης Ζωίδης, τ. Α΄, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1991.
  14. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Α2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2018.
  15. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Β1, Β2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2018.
  16. Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, ΔΣΕ. Συλλογή κειμένων. Έγγραφα από το Αρχείο του ΚΚΕ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2016.
  17. Τάκης Αδάμος, Η λογοτεχνική κληρονομιά μας, τόμ. Α΄ και Β΄, εκδ. Καστανιώτη, 1985.
  18. Τάκης Αδάμος, Πνευματικές γνωριμίες, εκδ. Καστανάκη, 1986.
  19. Έλλη Αλεξίου, Έλληνες λογοτέχνες, εκδ. Καστανιώτη, 1982.
  20. Μέλπω Αξιώτη, Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1983.
  21. Μέλπω Αξιώτη, Χρονικά, εκδ. Κέδρος, 1980.
  22. Γιώργος Βελουδής, Μονά-ζυγά, εκδ. Γνώση, 1992.
  23. Γιώργος Βελουδής, Δεκαπέντε γραμματολογικές δοκιμές, εκδ. Κέδρος, 1981.
  24. Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, εκδ. Πόλις, 2005.
  25. Βασίλης Μόσχος, Οι λογοτέχνες στην ταξική αναμέτρηση της δεκαετίας 1940-1950, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2019.
  26. Αθηνόδωρος-Ιωάννη Αμούργης, Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός και Νεοελληνική Λογοτεχνία: Θέμος Κορνάρος, Νίκος Κατηφόρης, Φώτης Αγγουλές, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ (2021) Α.Μ.:1013202104001.