Του Αλέξ. Σκούρα

Η Ελλάδα παρουσιάζεται συχνά, και όχι άδικα, ως μια «ιστορία επιτυχίας» βάσει μακροοικονομικών δεικτών, όπως η αύξηση του ΑΕΠ και η μείωση της ανεργίας. Ωστόσο, η πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά είναι διαφορετική. Η ακρίβεια και το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα εξακολουθούν να ασκούν πιέσεις στην πλειοψηφία των Ελλήνων. Η συζήτηση πρέπει να στραφεί στις πολιτικές που αυξάνουν ουσιαστικά το διαθέσιμο εισόδημα, με την παραγωγικότητα και τη χαμηλή ανεργία να αποτελούν τα δύο βασικά κλειδιά για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.

Η παραγωγικότητα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Στην πράξη, όταν ένας εργαζόμενος μπορεί να παράγει περισσότερο σε λιγότερο χρόνο – είτε μέσω τεχνολογίας, εκπαίδευσης είτε καλύτερης οργάνωσης – η επιχείρηση αποκτά μεγαλύτερα περιθώρια για αυξήσεις μισθών και νέες προσλήψεις. Επιπλέον, η αύξηση της παραγωγικότητας οδηγεί σε μείωση του κόστους παραγωγής, κάτι που καθιστά τις επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές διεθνώς, δημιουργώντας έτσι περισσότερες θέσεις εργασίας. Η Ελλάδα, με το χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, έχει τεράστιο περιθώριο βελτίωσης που μπορεί να αποφέρει σημαντικά οφέλη για τους εργαζομένους.

Για να αυξηθεί η παραγωγικότητα, η πολιτεία πρέπει να προωθήσει μια σειρά από πολιτικές που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον. Πρώτον, οι επενδύσεις σε τεχνολογία και υποδομές είναι κρίσιμες. Από τη βελτίωση του ψηφιακού εξοπλισμού στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέχρι την αναβάθμιση των μεταφορών και των δικτύων ενέργειας, κάθε επένδυση που μειώνει τον χαμένο χρόνο και αυξάνει την αποδοτικότητα, προσθέτει αξία στην οικονομία. Ένα σύγχρονο εργοστάσιο ή μια τεχνολογικά εξοπλισμένη, υπηρεσία μπορεί να προσφέρει πολύ μεγαλύτερες απολαβές στους εργαζομένους της από ό,τι ένα ξεπερασμένο σύστημα που βασίζεται σε χειρωνακτική εργασία.

Δεύτερον, η εκπαίδευση και η κατάρτιση των εργαζομένων πρέπει να γίνουν προτεραιότητα. Οι θέσεις εργασίας που απαιτούν δεξιότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας πληρώνονται καλύτερα, αλλά η Ελλάδα συνεχίζει να έχει ελλείψεις σε βασικούς τομείς. Προγράμματα που συνδέουν την εκπαίδευση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, καθώς και ενδοεταιρικές εκπαιδεύσεις, μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού.

Παράλληλα, η μείωση της ανεργίας και η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας είναι κρίσιμες για την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Εδώ, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο. Η μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων στις προσλήψεις και τις απολύσεις, η μεγαλύτερη ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, καθώς και η προώθηση της μερικής απασχόλησης και της τηλεργασίας μπορούν να δημιουργήσουν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης, ειδικά για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Όσο περισσότεροι εργαζόμενοι εντάσσονται στην επίσημη οικονομία, τόσο μεγαλύτερη είναι η βάση για την αύξηση του συνολικού εισοδήματος των νοικοκυριών.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη κάνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, μειώνοντας συστηματικά τις μη μισθολογικές επιβαρύνσεις στην εργασία τα τελευταία χρόνια. Αυτή η πολιτική έχει διευκολύνει την πρόσληψη εργαζομένων από τις επιχειρήσεις και έχει αυξήσει το καθαρό εισόδημα των εργαζομένων. Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για να μειωθούν οι στρεβλώσεις και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη που βασίζεται μόνο σε κρατικές πολιτικές ή επιδοτήσεις δεν είναι βιώσιμη. Η πραγματική πρόοδος θα έρθει όταν οι εργαζόμενοι δουν τον κόπο τους να ανταμείβεται με υψηλότερες απολαβές και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η βελτίωση της παραγωγικότητας και η μείωση της ανεργίας δεν είναι μόνο ζήτημα οικονομικής πολιτικής, αλλά και ηθικής υποχρέωσης μιας κοινωνίας που σέβεται τους πολίτες της. Η Ελλάδα έχει μπροστά της την ευκαιρία να μετατρέψει τη μακροοικονομική επιτυχία σε καθημερινή ευημερία για τα νοικοκυριά της. Το ερώτημα είναι αν θα την αξιοποιήσει.

Πηγή: liberal.gr