Του Μπάμπη Παπαδημητρίου

Πριν δύο μέρες, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, υπουργός Εξωτερικών, απάντησε, στη Βουλή, σε επίκαιρη ερώτηση του καθηγητή Αλέξανδρου Καζαμία, αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Coventry της Βρετανίας και βουλευτή της «Ζωής». Προφανώς, η «Ζωή» τον έχρισε Επικρατείας επειδή ο άνθρωπος ειδικεύεται στις αποζημιώσεις που μας χρωστούν οι ναζί και επειδή, όπως έγραψε, «την ώρα που βουλιάζει η χώρα (αναφερόμενος στον θεσσαλικό Daniel), η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι το τελευταίο που ενδιαφέρει την Ελλάδα».

Προφανώς, ο υπουργός Εξωτερικών άδραξε την ευκαιρία για να διευκρινίσει μερικά ουσιαστικά πράγματα για την τρέχουσα άσκηση της εξωτερικής πολιτικής επί των ελληνο-τουρκικών συζητήσεων. Αν και κανείς -μα κανείς- δεν παρακολουθεί τις σχετικές απαντήσεις των υπουργών στον κατ’ εξοχήν κοινοβουλευτικό έλεγχο. Αφού μόνον οι βουλευτές που έχουν καταθέσει κάποια προς απάντησιν ερώτηση είναι παρόντες. Άρα, το ενδιαφέρον βρίσκεται έξω από την αίθουσα της Ολομέλειας και σωστά το υπολόγισε ο υπουργός.

Πλην, όμως, βάζω στοίχημα ότι κανείς μα κανείς δεν θα λάβει υπόψιν του όσα είπε ο επικεφαλής της διπλωματίας την επόμενη φορά που θα μιλήσει σε κάποιο κανάλι, ακόμη και στην ίδια την αίθουσα της Βουλής.

Για παράδειγμα, ο ερωτών βουλευτής ανησυχεί μήπως «διολισθήσουμε» σε υποχωρήσεις. Επί του οποίου ο Γεραπετρίτης απάντησε το εξής:

«Δεν έχουμε κανένα φοβικό σύνδρομο, διότι δεν πρόκειται ποτέ να διολισθήσουμε. Ο λόγος για τον οποίο αυτή τη στιγμή αισθανόμαστε ότι πραγματικά υπάρχει μια καλή ευκαιρία για την ελληνική πολιτεία να μπει σε συζήτηση για τα δύσκολα θέματα που δεν έχουν λυθεί για 50 χρόνια και αφορούν την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, είναι ακριβώς γιατί η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο υψηλότερο δυνατό πεδίο διπλωματικής της ισχύος. Έχει ένα πολύ ισχυρό διεθνές αποτύπωμα, έχει μια ισχυρή άμυνα, η οποία έχει ενισχυθεί σημαντικά την τελευταία πενταετία και έχει μια οικονομία, η οποία βρίσκεται σε μια σταθερή τροχιά.»

Η απάντηση απευθύνεται, τελικά και προφανώς, στον Αντώνη Σαμαρά, μεταξύ πολλών άλλων, ιδίως μάλιστα στην πλευρά της πλειοψηφίας. Όλοι αυτοί συμμερίζονται τις ανησυχίες που εκφράζονται τόσο από τη λαϊκίστικη εθνικιστική «αριστερά», όσο και από τη λαϊκίστικη εθνικιστική δεξιά, ενώ τις ίδιες ανησυχίες έχει και μερίδα της πασοκικής λαϊκιστικής εθνικιστικής φρουράς.

Τελικά, ο Γιώργος Γεραπετρίτης απάντησε σε έναν εξτρεμιστή επειδή καλά γνωρίζει ότι στη Βουλή, αυτή τη στιγμή, όπως και στις ατελείωτες παρλάτες στις τηλεοπτικές βραδινές κουβέντες και σίγουρα στον κόσμο της ιντερνετικής αυθαιρεσίας υπάρχει πραγματικός κίνδυνος από τις ίδιες και τις ίδιες λαϊκίστικες εθνικιστικές ανησυχίες.

Όλα αυτά στηρίζονται, εκτός από τις πάντοτε σεβαστές ερμηνείες και θεωρίες, στην καλλιέργεια της πεποίθησης ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη αποφασίσει να ξεπουλήσει κάτι… ασκώντας μάλιστα «μυστική διπλωματία». Γι αυτό, ο Γεραπετρίτης προσέθεσε και τούτο:

«Το περί μυστικής διπλωματίας, σας παρακαλώ πάρα πολύ να μην το θέσετε εκ νέου. Δεν νομίζω να έχει υπάρξει ποτέ στη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος να ενημερώνει τη Βουλή και να την έχει ενήμερη για κάθε λεπτομέρεια της σχέσης που αναπτύσσεται με την Τουρκία, όπως συμβαίνει στην παρούσα κατάσταση. Και αυτό το γνωρίζετε και εσείς, το γνωρίζει και το κόμμα σας και το γνωρίζουν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί και η Βουλή. Άρα η μυστική διπλωματία, εν προκειμένω, όχι απλώς δεν υφίσταται, αλλά το αντίθετο. Η ελληνική Βουλή πορεύεται μαζί με την ελληνική κυβέρνηση σε ένα πολύ σημαντικό πεδίο, όπως είναι αυτό των ελληνοτουρκικών σχέσεων.»

Αισιόδοξο τον βρίσκω τον υπουργό Εξωτερικών. Ακόμη κι αν κατέγραφε, όπως έκανε ο Βαρουφάκης στο περίφημο Εκόφιν, τη συζήτησή του με τον Τούρκο ομόλογό του και την έπαιζε από τα μεγάφωνα της Βουλής και πάλι ο ίδιος βουλευτής, η πρόεδρος του «Ζωή», ο ανταγωνιστής επί του πεδίου Βελόπουλος, η αντίζηλος Λατινοπούλου και όλοι οι άλλοι σιωπηλοί που περιέγραψα προηγουμένως, θα συνεχίσουν να πιστεύουν αυτό που τους βολεύει.

Προσωπικά, όσο εκτιμώ τις τακτικές ενημερώσεις του υπουργού Εξωτερικών, άλλο τόσο εκτιμώ τη «μυστική» διπλωματία. Μάλλον, επειδή ελπίζω ότι η δεύτερη αυτή μπορεί να καταστεί, κάποια στιγμή, αποτελεσματική για τα συμφέροντα της χώρας. Αν δεν υπάρχει καμία τέτοια ελπίδα, τότε πράγματι δεν υπάρχει λόγος να συζητούμε για να συζητούμε.

Πηγή: liberal.gr