Του Παναγιώτη Μενέγου
Το ταξίδι του Στέφανου Κασσελάκη από την άφιξη στην έκπτωση δε θα μπορούσε να έχει happy end. Ο ΣΥΡΙΖΑ από αξιωματική αντιπολίτευση εξελίχθηκε σε ταινία καταστροφής, προκαλώντας ποταμούς από κροκοδείλια δάκρυα.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν μάλλον γραφτεί και ειπωθεί όλα. Αν και το έργο συνεχίζεται, δίνοντας -σχεδόν σε καθημερινό επίπεδο πια- τροφή για ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση.
Τι έργο είναι όμως;
Είναι το δράμα που ξεδιπλώθηκε μετά τη διπλή συντριβή στις εκλογές του 2023 και την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα, του αρχηγού που έκανε κυβερνώσα την αριστερά; Είναι η σαπουνόπερα που ακολούθησε με τον Στέφανο Κασσελάκη να «παίρνει» το κόμμα, περίπου χωρίς να το καταλάβουν τα παραδοσιακά του στελέχη, εφαρμόζοντας πρωτόγνωρο επικοινωνιακό βομβαρδισμό στα σόσιαλ και ισχυρές δόσεις lifestyle; Είναι το ριάλιτι των ηχηρών αποχωρήσεων και των δολοφονιών χαρακτήρων από τα τρολ στα ψηφιακά χαρακώματα; Είναι η κωμωδία της κωλοτούμπας και των πρόσκαιρων συμμαχιών που χτίζονται και γκρεμίζονται χωρίς ιδιαίτερη ντροπή σε δημόσια θέα; Είναι το “so bad it’s good” θρίλερ ανατροπών που παρακολουθούμε ως ένοχη απόλαυση από πείσμα για το ποιος θα επικρατήσει στο τέλος;
Είναι όλα αυτά μαζί, αλλά τελικά πάνω απ’ όλα είναι μια ταινία καταστροφής. Ενός κόμματος που μέχρι πριν έναν χρόνο βρισκόταν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τώρα βολοδέρνει ως πολιτικός περίγελος στο 8-9%, τεταρτοπέμπτο στις δημοσκοπήσεις. Κι ενός πολιτικού χώρου που έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αξιοπιστίας, καθώς τον σφετερίστηκαν τυχοδιώκτες, γυρολόγοι, διάττοντες αστέρες, «καπεταναίοι» και ναύαρχοι, αψείς αρχηγοί της φυλής και μηχανορράφοι της πλάκας – όλοι τους Φρανκ Άντεργουντ από τα πανέρια.
Όλοι τους εξέθρεψαν ένα πλήθος ακόμα πιο εξαγριωμένο σήμερα, όσο κι αόριστα μετρήσιμο πια: για τον Στέφανο Κασσελάκη είναι η «βάση» που τον στηρίζει, για τους υπόλοιπους είναι η φυλή των «Κασσελίστας» που «πήγε να κάνει την Κουμουνδούρου Καπιτώλιο». Ο πρόεδρος που ήρθε «για να κερδίσει τον Μητσοτάκη» είναι πια έκπτωτος και οι οπαδοί του είναι έξαλλοι θεωρώντας ότι δεν έγινε σεβαστή η ψήφος τους πέρυσι το φθινόπωρο, αφού στον Κασσελάκη δεν δόθηκε το περιθώριο να ηγηθεί με ένα μίνιμουμ ηρεμίας και συναίνεσης εδώ και 11 μήνες.
Δεν έχουν άδικο. Έτσι συνέβη.
Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή είναι ότι ο ίδιος ο Κασσελάκης από την άφιξη μέχρι την έκπτωση πορεύθηκε κατασκευάζοντας εχθρούς. Με «αποπαρασιτώσεις», διαγραφές, καθαιρέσεις. Με υπαινιγμούς για «μαύρα ταμεία» και υπερπροσφορά πατριωτισμού. Με αποστροφή για την πολιτική συζήτηση (κάτι στοιχειώδες κι απαραίτητο σε ένα κόμμα που συνετρίβη) και τα μεγάλα πολιτικά κείμενα που χαρακτήρισε «σάλτσες». Με τις λίγες θέσεις που εξέφρασε στα οικονομικά και τα εργασιακά (θυμηθείτε την περσινή ομιλία στον ΣΕΒ) να μην πείθουν ότι έχει αλλάξει απόψεις από τις εποχές που υμνούσε σε άρθρα του τον σημερινό του αντίπαλο, Κυριάκο Μητσοτάκη. Με μια σταθερή -σε αγαστή συνεργασία με τον Παύλο Πολάκη – αποδόμηση των κυβερνητικών επιτευγμάτων του ΣΥΡΙΖΑ βλ. «μαξιλάρι» κι ανεπαρκείς εξηγήσεις για το δικά του οικονομικά πεπραγμένα βλ. «πόθεν έσχες» σε μια σελίδα xcel. Με προσωπικές επιθέσεις, όταν χρειαζόταν να ελιχθεί από μια δύσκολη θέση, είτε επί εύκολων θυμάτων όπως η Αθηνά Λινού, είτε επί τοτέμ όπως ο Αλέξης Τσίπρας που μπήκε στο στόχαστρο μετά την αποτυχημένη ανατροπή που επιχειρήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο.
Πώς θα μπορούσε να έχει happy end όλο αυτό; Δε θα μπορούσε να έχει happy end όλο αυτό. Ο Κασσελάκης δεν είπε τίποτα στον κόσμο για το πως θα γίνει καλύτερη η ζωή του, απλά του υποδείκνυε συνεχώς τον επόμενο (άνθρωπινο) στόχο. Όχι ότι ήταν και δύσκολο. Απέναντί του, τελικά, ήταν οι “87” κι, αρχικά, οι αποχωρήσαντες για τη Νέα Αριστερά. Οι πρώτοι έκαναν και λίγο νταραβέρι, οι δεύτεροι διαχώρισαν έγκαιρα τη θέση τους. Αμφότεροι όμως δεν έκαναν αυτοκριτική, δεν αποδέχθηκαν ότι ήταν μέρος της ήττας. Γιατί, κι αυτό είναι ένα από τα δια ταύτα της ιστορίας, ο Κασσελάκης ήταν σύμπτωμα μεταπολιτικής στον ΣΥΡΙΖΑ και όχι η αιτία της παρακμής του.
Κάποιος πιο ψύχραιμος, όπως ας πούμε αυτός ο ξακουστός «ιστορικός του μέλλοντος» (που όλοι τον επικαλούνται αλλά κανείς δεν έχει δει από κοντά), θα πει ότι όσο νομοτελειακή ήταν η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τόσο νομοτελειακή ήταν και η θεαματική διάλυσή του (απλά έγινε λίγο πιο spicy από το πλεόνασμα αναξιοπρέπειας). Στην πρώτη περίπτωση γιατί εισέπραξε το σοκ της καθολικής απόρριψης των δύο κομμάτων -ΝΔ και ΠΑΣΟΚ- που έριξαν τη χώρα στα βράχια. Στη δεύτερη περίπτωση γιατί η απότομη ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αποτέλεσμα της συγκυρίας της Κρίσης και της φτωχοποίησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόλαβε (ή δεν ενδιαφέρθηκε) να αποκτήσει δομές, να γίνει κάτι σαν παράταξη.
Ο πρώτος, και τελικά ο σημαντικότερος, που δεν υπολόγισε τον «ιστορικό του μέλλοντος» ήταν ο Αλέξης Τσίπρας. Κι αυτό τον οδήγησε σε δυο καθοριστικά λάθη: την εκλογή προέδρου από τη βάση που αποφάσισε το συνέδριο του 2022 και τη σιωπή του όσο ο Κασσελάκης κάλπαζε προς την κάλπη παρουσιάζοντας τον εαυτό του περίπου ως εκλεκτό του [Τσίπρα]. Το πρώτο άνοιξε διάπλατα την πόρτα, σε ένα κόμμα χωρίς στεγανά, στα δίευρα. Για το δεύτερο, όσο κι αν κυκλοφορούν με το κιλό οι ερμηνείες από τους πονηρούς της πιάτσας, την αλήθεια θα τη μάθουμε (αν τη μάθουμε ποτέ) σε κάποια μελλοντική αυτοβιογραφία. Η ουσία, βέβαια, είναι ότι ο Τσίπρας τσαλακωμένος μεν παραμένει «ο καταλληλότερος» για την ηγεσία στον ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις των ημερών. Οι «μαμάδες της μεσαίας τάξης» τον αναπολούν ακόμα.
Πολλοί είναι αυτοί που επιχαίρουν με τη σημερινή κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ. Αισθάνονται δικαιωμένοι και κουνάνε το δάχτυλο απολαμβάνοντας παράλληλα τον υπουργό Υγείας σε διαδοχικά meltdowns να λέει στην κάμερα πόσο «βαρέθηκε να ακούει τους εργαζόμενους στην Υγεία να γκρινιάζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ». Έτσι πάει, ισχύει για κάθε πλευρά. Σε συνθήκες πόλωσης που ξεπερνούν τα όρια της τύφλωσης, δεν μπορεί να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό.
Όμως, σημαίνουσα θέση στη γελοιογραφία της εποχής έχουν και κάτι μαυροφορεμένες εύθυμες χήρες που θρηνούν από το πρωί μέχρι το βράδυ για το ότι «δεν υπάρχει αντιπολίτευση». Τους βλέπουμε στην τηλεόραση, τους ακούμε στο ραδιόφωνο, τους διαβάζουμε σε εφημερίδες και σάιτ. Είναι πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καθηγητές – γενικότερα δημοσιολογούντες. Επαγγελματίες «ανησυχούντες» και λα καρτ «θεσμικοί», φτωχά κυκλάμινα που μαραίνονται κάθε τόσο από «το σκοτάδι του λαϊκισμού». Έχουν σφυρίξει αδιάφορα στο σκάνδαλο των υποκλοπών, έχουν καταπιεί τη συγκάλυψη στα Τέμπη, έχουν διακινήσει δεκάδες μπαρούφες για να καλύψουν την κυβερνητική ανεπάρκεια στον Covid, στην ακρίβεια, στις φωτιές. Έχουν παρατηρήσει να μετατρέπεται σε εθνική υπόθεση (και μάλιστα με δημόσιο χρήμα) η καλλιέργεια του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου ή η ανακοπή οποιασδήποτε έκλαμψης του ΠΑΣΟΚ.
Και τώρα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα γιατί «δεν υπάρχει κανείς να ελέγξει την κυβέρνηση». Μόνο που οι παγιέτες κάτω από τα μαύρα φαίνονται…
Πηγή: news247.gr