Του Δημήτρη Καμπουράκη
Ρωτώ κάτι Συριζαίους πώς βλέπουν τα πράγματα στο κόμμα τους, μου απαντούν σιβυλλικά «ενδιαφέροντα». Ρωτώ υπουργούς του Μητσοτάκη πώς βλέπουν την πορεία της κυβέρνησης, μου απαντούν αινιγματικά «ενδιαφέρουσα». Πάω στους Πασόκους, μου λένε «έχει ενδιαφέρον η μάχη της ηγεσίας». Ρωτώ κάτι ακροδεξιούς και μισοψεκασμένους τι προβλέπουν για το μέλλον, απαντούν τρίβοντας τα χέρια τους «θα χουμε ενδιαφέρουσες εξελίξεις». Ανοίγω και κάτι βιβλία, όπου διαβάζω ότι οι Κινέζοι έχουν μια φράση-παροιμία, που λέει «σε καταριέμαι να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς».
Νόμιζα ότι το «ενδιαφέρον» είναι συνώνυμο με το παραγωγικό και το λειτουργικό. Το αδιάφορο το προσπερνάς, το ενδιαφέρον στέκεσαι και το κοιτάζεις. Έναν ενδιαφέροντα υποψήφιο τον βάζεις μέσα στις πιθανές επιλογές της ψήφου σου. Έναν ενδιαφέροντα τόπο, τον τοποθετείς ψηλά στον κατάλογο των μελλοντικών σου ταξιδιών. Και μια ενδιαφέρουσα ιδέα την κλωθογυρίζεις στο μυαλό σου με στόχο να την κάνεις πράξη, διότι πιστεύεις ότι κάτι θα σου αποδώσει.
Ε τότε, γιατί σε τούτο τον τόπο όλα είναι ενδιαφέροντα, αλλά η κοινωνία μοιάζει να έχει βουλιάξει μέσα σ’ έναν χυλό αδιαφορίας και μουρμούρας; Οι εξαγγελίες του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Οι εκλογές ηγεσίας του Πασόκ τσαλαβουτάνε μέσα σε μια θάλασσα λαϊκής αδιαφορίας. Ο εμφύλιος του Σύριζα συγκεντρώνει μεν το φιλοθεάμον κοινό ως θέαμα, αλλά συνολικά ο Σύριζα ως κόμμα οδεύει προς τον σχεδόν-εκμηδενισμό. Περιμένετε τις επόμενες δημοσκοπήσεις και θα καταλάβετε. Η ακροδεξιά δεν κινείται, δεν κάνει κάτι, δεν κινητοποιεί κανέναν, κάθεται μακάρια και περιμένει όλους τους άλλους να σαπίσουν.
Κανένα συλλογικό όραμα δεν διαπερνά την κοινωνία μας, κανένας κεντρικός στόχος δεν τίθεται για τη χώρα από καμία πολιτική δύναμη, τίποτα μεγάλο και συνεγερτικό δεν δείχνει να κινητοποιεί τους συνέλληνες προς κάποιον ενιαίο σκοπό. Τα μικρά μας συνεπαίρνουν, τα μεγάλα τα ψάχνουμε και δεν τα βρίσκουμε. Τελευταία έκφραση συλλογικής βούλησης ήταν το 41% υπέρ του Μητσοτάκη και έκτοτε, ξαφνικά, μοιάζουμε όλοι σαν να κατρακυλήσαμε στην περιπτωσιολογία.
Στυλώνουμε το βλέμμα σε μια τιμή στο ράφι που μας εξοργίζει (οι καταναλωτές), στην ατέλειωτη ουρά του Κηφισού που μας εκνευρίζει (οι πρωτευουσιάνοι), σε μια ανεμογεννήτρια που φαίνεται στο βάθος (οι συνωμοσιολόγοι), στη διψασμένη πατατοκαλλιέργεια (οι νησιώτες) και πάει λέγοντας. Ο καθένας μας έχει κάτι για να διαμαρτυρηθεί, να γκρινιάξει, να εκνευριστεί. Αλλά κυρίως να μείνει σ’ αυτό και μόνο, μεγεθύνοντας το και γενικεύοντας το. Δίχως να βάζουμε στο μυαλό μας την πιθανότητα να ελπίσουμε ή να διεκδικήσουμε και κάτι μεγαλύτερο.
Είναι η περίφημη καθημερινότητα, θα πείτε. Εξ ου και η επικέντρωση Μητσοτάκη σ’ αυτήν. Μακάρι να ήταν αυτό, λέω εγώ. Θα ήταν κάτι αντιμετωπίσιμο. Πλην θαρρώ πως το πράγμα είναι σοβαρότερο. Σαν να γύρισε ξαφνικά ένας διακόπτης και ο Έλληνας βλέπει το ποτήρι μισοάδειο. Το καθένα ξεχωριστά απ’ αυτά που βλέπουμε και ζούμε μοιάζει «ενδιαφέρον», όλη η εικόνα όμως καταλήγει ενοχλητική και αδιάφορη. Κανένας δεν ασχολείται με τίποτα συλλογικό, όλοι σιχτιρίζουν τα πάντα δίχως κανέναν απολύτως μπούσουλα.
Ξέρετε που οδηγεί αυτό νομοτελειακά; Σε κρίση διακυβέρνησης. Σε πολιτική αστάθεια ή και σε απονενοημένες πολιτικές επιλογές της κοινωνίας. Και τότε θα δούμε τι σημαίνουν πραγματικά «ενδιαφέροντες καιροί» και γιατί για τους Κινέζους αυτό αποτελεί κατάρα.
Πηγή: liberal.gr