Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Η ιστορική ήττα των Συντηρητικών στις εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου, ουδόλως αναστάτωσε τις αγορές. Ίσα-ίσα που στο Σίτυ του Λονδίνου κυριάρχησε μια ανακούφιση. Διότι δεν είναι οι Εργατικοί που κέρδισαν, αλλά είναι οι μέχρι πρότινος κυβερνώντες Συντηρητικοί που συνετρίβησαν, μετά από μια τραγική και αλλοπρόσαλλη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία χρόνια.
Άλλωστε ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας, σερ Κιρ Στάρμερ, θεωρείται ένας πολιτικός του «βαθέος βρετανικού κράτους» που ουδεμία σχέση έχει με τον ιδεοληπτικό προκάτοχο του, Τζέρεμι Κόρμπιν. Έτσι δεν αναμένεται η παραμικρή διατάραξη του επενδυτικού κλίματος, αφού το ενδεχόμενο επιβολής νέα φορολογίας δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Η τοποθέτηση της οικονομολόγου της Τράπεζας της Αγγλίας, Ρέιτσελ Ριβς στο υπουργείο Οικονομικών, δίνει το δικό της στιβαρό και τεχνοκρατικό στίγμα. Η ίδια αναφέρεται σε ένα αλλαγμένο Εργατικό Κόμμα που αποτελεί το φυσικό κόμμα των βρετανικών επιχειρήσεων. Παράλληλα η νέα υπουργός ομιλεί περί «σιδηράς πειθαρχίας στα δημόσια οικονομικά του Ηνωμένου Βασιλείου».
Δεν είναι λίγοι αυτοί που παρομοιάζουν τη νέα υπουργό Οικονομικών με τη Μάργκαρετ Θάτσερ λόγω της αποφασιστικότητας και της επιμονής της. Ωστόσο, η Ρέιτσελ Ριβς, έχει προτείνει μια σειρά από επανακρατικοποιήσεις των ιδιωτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ενέργειας, καθώς και μια επιπλέον «έκτακτη» φορολόγηση στα επίσης «έκτατα υψηλά κέρδη τους, κάτι που δε θα σκεφτόταν ποτέ η «Σιδηρά Κυρία».
Η ανάληψη της κυβέρνησης από τους Εργατικούς, συνοδεύεται από θετικές προοπτικές, όσον αφορά την πορεία των επιτοκίων. Έτσι με τον πληθωρισμό να βρίσκεται στο 2%, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2021, η Τράπεζα της Αγγλίας έχει λυμένα τα χέρια της για να μειώσει τα επιτόκια και να αποκλιμακώσει το κόστος του χρήματος, για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Οι Εργατικοί ουσιαστικά εγγυώνται μια επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα μετά από μια σειρά επικίνδυνων πολιτικών αλμάτων από την πλευρά των Συντηρητικών. Οπότε η άνοδος του δείκτη FTSE-100 στο χρηματιστήριο του Λονδίνου και της στερλίνας μαζί με την υποχώρηση των αποδόσεων στα 10ετή κρατικά ομόλογα την περασμένη Παρασκευή αντικατοπτρίζουν με τον πιο καθαρό τρόπο, το θετικό κλίμα που επικρατεί στις αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου, με την επιστροφή στο «business as usual». Μια επιστροφή που συντελείται μετά τις οδυνηρές επιπτώσεις από το Brexit, την έκρηξη της ακρίβειας και «το παιχνίδι της άδειας καρέκλας» με τις διαδοχικές αλλαγές των πρωθυπουργών που δεν έφεραν τη σφραγίδα της έγκρισης βάσης του κόμματος των Συντηρητικών. Και η βάση του κόμματος «τιμώρησε» τις επιλογές αυτές, κατευθύνοντας τις ψήφους της ακόμα και στο κόμμα του πολιτικά ανεκδιήγητου Νάιτζελ Φάρατζ.
Όσον αφορά τον ίδιο τον Κιρ Στάρμερ, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που εκτιμούν ότι η εκλογή του, που συνοδεύεται από σαφή «κεντρώα» χαρακτηριστικά αποτελεί ένα ισχυρό ανάχωμα στο κύμα του λαϊκισμού που κυριαρχεί στη Γηραιά Ήπειρο. Άλλωστε και το ίδιο το Εργατικό κόμμα έχει απαλλαγεί από την αριστερή φράξια του Κόρμπιν και τα ακραία αντισημιτικά και φιλοϊσλαμικά στοιχεία. Αν και η επιλογή για τη θέση της υπουργού Δικαιοσύνης, αφήνει κάποια ερωτηματικά.
Αυτά σχετικά με τις βρετανικές εκλογές. Τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα.
Μέχρι και σήμερα το βράδυ πιστεύαμε ότι οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες είναι ιδιαίτερα σφιχτοί και αυστηροί. Ότι είναι δύσκολο να ανατραπούν. Οπότε οι αναλυτές εκτιμούσαν ότι η νέα γαλλική κυβέρνηση, δύσκολα θα προχωρούσε σε δημοσιονομικές κινήσεις που θα έθεταν σε αμφισβήτηση τις υπάρχουσες ισορροπίες. Εκτός και αν επιθυμούσε την πλήρη σύγκρουση και ρήξη με το Ευρωπαϊκό Status Quo.
Έτσι φαίνεται ότι η αρχική αβεβαιότητα της αγοράς ομολόγων, σχεδόν σίγουρα θα μετατραπεί σε πανικό. Κι αυτό διότι ήδη η Standard & Poor’s είχε υποβαθμίσει τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε πρόσφατη έκθεση της. Σημειώνοντας ότι η Γαλλία έχει να εμφανίσει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα από το 2001. Αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο ελάχιστα περιθώρια αλλαγών, στη νέα κυβέρνηση. Αφού όπως γνωρίζουμε το «καθεστώς» των αγορών είναι ακόμα πιο αυστηρό από το αντίστοιχο των πολιτικών. Έτσι νομίζαμε.
Όμως ο φόβος από τις οικονομικές επιπτώσεις των πολιτικών αποφάσεων της νέας κυβέρνησης όχι μόνο παραμένει ενεργός, αλλά απογειώθηκε χθες το βράδυ στη στρατόσφαιρα. Διότι είναι οι πολιτικές αποφάσεις που αναμένεται να μεταβάλλουν τις θέσεις τη Γαλλίας όχι μόνο στη ραχοκοκαλιά των δημοσιονομικών δεδομένων, αλλά και στον ενεργειακό τομέα, στην πράσινη μετάβαση, στη βελτίωση της βιομηχανικής παραγωγικότητας, καθώς και στις επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.
Ενώ λοιπόν στο Λονδίνο οι αποφάσεις της νέας κυβέρνησης έχουν καθαρά οικονομικό χαρακτήρα, στο Παρίσι οι πολιτικές αποφάσεις είναι αυτές που μπορεί να ανατρέψουν τις δημοσιονομικές ισορροπίες και το γενικότερο οικονομικό κλίμα, με ό,τι σημάνει αυτό για τις αγορές. Το ενδεχόμενο ακυβερνησίας, σκιάζει το τοπίο. Διότι σύμφωνα με την πρώτη δήλωση του Μελανσόν, «το Νέο Λαϊκό Μέτωπο θα εφαρμόσει το πρόγραμμά του, ολόκληρο το πρόγραμμά του». Αρνείται τη συνεργασία με τις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις, επιμένοντας στις πάγιες θέσεις της Αριστεράς για τη μη μεταβολή των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης και για τις αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς.
Επιπλέον, δε θα πρέπει να αποκλείεται μια αναστροφή στο κύμα προσέλκυσης κεφαλαίων και επενδύσεων στη Γαλλία που ισχυροποιήθηκε μετά το Brexit. Όλα εξαρτώνται από το εάν στη νέα Βουλή, στη νέα κυβέρνηση και στη σχέση Γαλλικής Προεδρίας και Πρωθυπουργίας θα κυριαρχεί ένα κλίμα συνεργασίας ή αντιπαλότητας και ένα κλίμα δημοσιονομικής εξυγίανσης ή οικονομικής και κοινωνικής αντιπαράθεσης. Και δυστυχώς οι πρώτες εκτιμήσεις αναφέρονται σε αντιπαλότητα, αντιπαράθεση και σύγκρουση.
Το Δημόσιο Χρέος της Γαλλίας ανέρχεται στα 3,1 τρισ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 110% του ΑΕΠ. Πέρυσι το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν 5,5%. Σύμφωνα με τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ, επιτρέπεται έλλειμμα μόνο 3% και εθνικό χρέος το πολύ 60% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα προεκλογικά δώρα της γαλλικής Αριστεράς θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τον γαλλικό προϋπολογισμό με πρόσθετες δαπάνες τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ ετησίως. Τι θα κάνει η ΕΕ εάν η νέα κυβέρνηση στο Παρίσι αγνοήσει τα κριτήρια του Μάαστριχτ;
Μιλάμε για μια βραδυφλεγή βόμβα, που θα τη διαχειριστούν Γάλλοι πολιτικοί που χαρακτηρίζουν τον Σύριζα του 2015 ως «νεοφιλελεύθερο» και κατηγορούν τον Αλέξη Τσίπρα ως «μία από τις πιο ελεεινές προσωπικότητες στην πολιτική ζωή της Ευρώπης», μετά την ανατροπή του ΟΧΙ του Δημοψηφίσματος του 2015.
Στον χάρτη των ερωτημάτων τίθεται και το μέλλον του Γαλλογερμανικού Άξονα, που είναι πιθανόν να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, καθώς οι θέσεις του Νέου Λαϊκού Μετώπου του Μελανσόν, είναι όχι μόνο ανεφάρμοστες αλλά και επικίνδυνες, όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.
Πηγή: liberal.gr