Της Μαίρης Βενέτη

Έπειτα από πτώση άνω του 10% σε λιγότερο από ένα μήνα, η μητέρα των αγορών, ο S&P 500 σημείωσε άνοδο για δύο συνεχείς συνεδριάσεις, καλύπτοντας μόλις το 1/3 των απωλειών, για να σημειώσει χθες πάλι κάθοδο, χωρίς καν να καταφέρει να προσεγγίσει τη ζώνη των 5723-5757 μονάδων, που ήταν και το τεχνικό ζητούμενο για να επανέλθουν οι ταύροι στην αγορά. (σ.σ: Για τη σημασία της αποκατάστασης της ζώνης πέριξ των 5760 μονάδων μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ). 

Προφανώς η επενδυτική κοινότητα δεν εκτιμά ότι οι 5.500 μονάδες ήταν ξεκάθαρα ο πάτος της αγοράς για φέτος. Άλλωστε δεν αφήσαμε πίσω μας κανένα από τα προβλήματα της προηγούμενης εβδομάδας, όπως τις γεωπολιτικές εντάσεις, την αυξανόμενη αβεβαιότητα γύρω από τις πολιτικές του Προέδρου Τραμπ, τις πιθανές επιπτώσεις τους στην ήδη επιβραδυνόμενη οικονομική ανάπτυξη, τους φόβους ότι τα οφέλη από την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν είναι εν τέλει τόσο άμεσα κ.ο.κ. 

Το μόνο που άλλαξε προφανώς είναι ότι οι αμερικανικές μετοχές είναι «φθηνότερες» απ’ ό,τι ήταν πριν από έναν μήνα, όταν ο S&P 500 κατέγραφε το ιστορικό υψηλό των 6147 μονάδων. Όχι όμως τόσο φθηνότερες, ώστε να πειστεί η πλειοψηφία των επενδυτών να αγοράσει επιθετικά τα τρέχοντα επίπεδα. 

Αυτό αντανακλά ξεκάθαρα την επιθυμία της επενδυτικής κοινότητας για υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου προκειμένου να επενδύσει σε αμερικανικές μετοχές. 

Bλέπετε, τα κέρδη και οι ταμειακές ροές γίνονται ολοένα και πιο «νεφελώδη» με τις «ήξεις-αφίξεις» του Αμερικανού Προέδρου γύρω από την εμπορική πολιτική. 

Οι μεταβαλλόμενες πολιτικές όμως παρεμποδίζουν τους αναλυτές να προβλέψουν με επιτυχία τα τριμηνιαία ή ετήσια κέρδη μιας εταιρείας. Αν και λοιπόν ποτέ δεν υπάρχει η απόλυτα τέλεια πρόβλεψη και πάντα ένα επίπεδο αβεβαιότητας πρέπει να θεωρείται δεδομένο, εντούτοις η δραματική αύξηση του έλλειψης ορατότητας είναι εκ των βασικών αιτιών της πρόσφατης αστάθειας της αγοράς, με τη Wall Street να επαναπροσδιορίζει στην ουσία το risk premium και τις αποτιμήσεις της.

Η αβεβαιότητα «μολύνει» όλους τους κρίκους της επενδυτικής κοινότητας

Οι δείκτες που αποτελούν τα βαρόμετρα της αβεβαιότητας, όπως για παράδειγμα ο δείκτης NFIB Small Business Uncertainty Index, προσεγγίζουν ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Την ίδια στιγμή πολλά soft data εκπέμπουν προειδοποιητικά σήματα, όπως για παράδειγμα η καταναλωτική εμπιστοσύνη ή οι προσδοκίες για το εισόδημα και τον πληθωρισμό, με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι είναι θέμα χρόνου και τα hard data να εκπέμψουν το δικό τους SOS.

Ως εκ τούτου, η κοινότητα των αναλυτών έχει αρχίσει να αναπροσαρμόζει τις προσδοκίες της και η διαχειριστική κοινότητα να αναπροσαρμόζει τη στρατηγική για τις επενδύσεις της. 

Ενδεικτική είναι η έρευνα της ΒofA μεταξύ 7-13 Μαρτίου με τη συμμετοχή 171 fund managers που διαχειρίζονται assets συνολικής αξίας 426 δις δολαρίων. Σύμφωνα με την έρευνα, μόλις πέριξ του 23% των fund managers δήλωσε underweight στις αμερικανικές μετοχές. Στην προηγούμενη έρευνα το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 40%, υποδεικνύοντας σαφή επιβάρυνση της επενδυτικής αισιοδοξίας.

Την ίδια στιγμή, το ποσοστό των επενδυτών που προτιμούν τις μετοχές της Ευρωζώνης είναι το υψηλότερο από το 2021, ενώ εκείνο που προτιμά τις αμερικανικές μετοχές το χαμηλότερο ΗΠΑ από τον Ιούνιο του 2023.  

Η έρευνα υπέδειξε επίσης ότι τα επίπεδα μετρητών αυξήθηκαν στο 4,1% από το 3,5%. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη άνοδο από το 2020.

Είναι φυσικό οι αναλυτές, οι διαχειριστές και οι οικονομολόγοι της Wall Street να συγκλίνουν σε μια πιο ταραχώδη βραχυπρόθεσμη πορεία της αμερικανικής οικονομίας που νομοτελειακά θα παρασύρει και τη Wall, δεδομένου ότι οι προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας είναι πιο αβέβαιες από ό,τι αναμενόταν, με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, μεγαλύτερες πληθωριστικές πιέσεις και σαφώς πιο περίπλοκες διεθνείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές σχέσεις μετά την αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο.

Όλα αυτά αντικατοπτρίζει και η πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης –εφεξής ΟΟΣΑ – ο οποίος  αναθεώρησε ελαφρώς προς τα κάτω τις προβλέψεις του για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη το 2025, κυρίως λόγω των χαμηλότερων προβλέψεων για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωζώνη.

Ο ΟΟΣΑ επικαλείται και αυτός τις εμπορικές εντάσεις μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην Λευκό Οίκο, τη γεωπολιτική και την πολιτική αβεβαιότητα σε πολλές χώρες που επιδεινώνουν τις προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης.

Έτσι ο ΟΟΣΑ αναμένει αύξηση κατά 3,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2025, έναντι 3,3% στις προβλέψεις του Δεκεμβρίου, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν φέτος αύξηση κατά 2,2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος τους και 1,6% την προσεχή χρονιά, ήτοι χαμηλότερα κατά 0,2 και 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας των πρότερων προβλέψεων.

(σ.σ: Για την Ευρώπη ο ΟΟΣΑ αναθεώρησε προς τα κάτω και για δεύτερη συνεχή φορά τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της Γερμανίας και της Γαλλίας για το 2025, χωρίς όμως να έχει λάβει υπόψη την επιβολή αμοιβαίων δεσμών, ούτε τις απειλές του Τραμπ για δασμούς που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πιο συγκεκριμένα ο ΟΟΣΑ αναμένει πλέον αύξηση κατά 0,4% του ΑΕΠ της Γερμανίας φέτος, έναντι 0,7% των προηγούμενων προβλέψεων και 0,8% για την Γαλλία, μειωμένη κατά 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας.

Για την Ιαπωνία, ο ΟΟΣΑ αναμένει ανάπτυξη 1,1% ,ήτοι μείωση 0,4 της ποσοστιαίας μονάδας, ενώ για την ανάπτυξη στην Κίνα αναμένεται να φθάσει το 4,8% το 2025, σχεδόν αμετάβλητη σε σχέση με τις προβλέψεις του Δεκεμβρίου). 

Το βάρος της κυβέρνησης Τραμπ είναι στα ομόλογα

Η στήλη συνεχίζει να πιστεύει ότι το βάρος της κυβέρνησης Τραμπ για τη δεύτερη θητεία της, είναι στην αγορά των ομολόγων και όχι στην αγορά των μετοχών.

Οι ενδείξεις για αυτό το σενάριο ολοένα και πληθαίνουν.

Όπως τόσο εύγλωτα περιγράφει η Karen Karniol-Tambour σε πρόσφατο άρθρο της, για δεκαετίες τώρα η παγκόσμια παραγωγή εκτός των ΗΠΑ, κυρίως της Κίνας και των ευρωπαϊκών χωρών, κατευθυνόταν στην Αμερική, συσσωρεύοντας έτσι έναν ολοένα αυξανόμενο σωρό από δολάρια.

Οι ΗΠΑ κατανάλωναν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι παρήγαγαν, καταβροχθίζοντας τη διαφορά αυτή με τη μορφή μεγάλων εμπορικών ελλειμμάτων, τα οποία χρηματοδοτούσαν με χρέος που έκδιδαν και αγόραζαν επενδυτές από την… Κίνα και την Ευρώπη. 

Ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει να βάλει τέλος σε αυτήν την κατάσταση, καθώς πιστεύει ότι τα εμπορικά ελλείμματα αποτελούν απειλή για τον εθνικό πλούτο και ισχύ, καθώς καθιστούν τις ΗΠΑ εξαρτημένες από άλλες οικονομίες και θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια και την αγορά εργασίας για τη μεσαία τάξη. 

Οι δασμοί λοιπόν πέραν από ζεστό χρήμα στο δημόσιο ταμείο, στοχεύουν στο τέλος των εμπορικών ελλειμμάτων, ώστε να μπει ένα φρένο στην αύξηση του χρέους και να επαναπατριστεί η παραγωγή εντός των ΗΠΑ, δίνοντας τους αυτάρκεια και ανεξαρτησία. 

Βέβαια όλα αυτά, όπως δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ο Αμερικανός Πρόεδρος και αυτή την εβδομάδα ο Αμερικάνος υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δεν γίνονται χωρίς να παρουσιάσει η οικονομία «κάποια προσαρμογή», καθώς περιορίζονται οι κρατικές δαπάνες. Και οι δύο δήλωσαν ότι η οικονομία είναι υγιής και ότι δεν υπάρχει λόγος για τις ΗΠΑ να δουν ύφεση, όμως την ίδια στιγμή αρνήθηκαν να δώσουν την παραμικρή διαβεβαίωση ότι θα αποφύγουμε ένα τέτοιο σενάριο.

«Δεν μπορώ να εγγυηθώ τίποτα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μπέσεντ σε νέα συνέντευξη χθες στο Fox Business, απορρίπτοντας ως «ανόητη» κάθε ερώτηση περί διασφάλισης ότι δεν θα υπάρξει ύφεση. Παραδέχτηκε όμως ότι μια «παύση» της οικονομίας είναι λογική, καθώς «η κυβέρνηση Τραμπ θα θέσει υπό έλεγχο τις δαπάνες, θα επαναφέρουμε τη μεταποίηση στην πατρίδα και θα κάνουμε τη χώρα πιο προσιτή για τους εργαζόμενους Αμερικανούς».

Τόσο στις δηλώσεις του Αμερικανού Προέδρου όσο και των στελεχών της κυβέρνησης του, διαπιστώνουμε ότι διαφαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι οι προτεραιότητες αυτής της κυβέρνησης είναι το συμμάζεμα του εμπορικού ελλείμματος, του χρέους και του κόστους των τόκων και όχι η υπεραπόδοση των μετοχών.(σ.σ: Σχετική ανάλυση μπορείτε να διαβάσετε εδώ). 

Μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι ο Τραμπ προσπαθεί να στρέψει το επενδυτικό ενδιαφέρον στην αγορά των αμερικανικών ομολόγων, έτσι ώστε μέσω της αγοράς να επιτύχει αυτό που δεν μπορεί να πετύχει, προς το παρόν τουλάχιστον, με τη σύμπραξη του Πρόεδρου της Fed, Τζέρομ Πάουελ: τη μείωση των επιτοκίων.

Βλέπετε η Fed, παρά τις πιέσεις του Αμερικανού Προέδρου παρουσιάζεται φειδωλή στη μείωση των επιτοκίων μέχρι να σιγουρευτεί για την υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων. 

Όμως ο Τραμπ, χρειάζεται άμεσα τη μείωση του κόστους χρήματος, όχι μόνο για να τονωθεί η οικονομία, αλλά και γιατί έχει 3 τρισ. δολάρια χρέους που λήγει το 2025, ενώ θα πρέπει να χρηματοδοτήσει και ένα δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 2 τρισ. Δεν θα ήθελε λοιπόν να επιμηκύνει τη διάρκεια αυτού του χρέους με πολύ μεγαλύτερο κόστος, ούτε να πληρώσει πανάκριβα την αναχρηματοδότηση του ελλείμματος. 

Αν συλλογιστούμε τώρα ότι θα έχουμε ελλείμματα τρισεκατομμυρίων δολαρίων πέραν του 2025, τότε τελικά, σωρευτικά, η έκδοση χρεογράφων θα κατακλύσει την αγορά, καθιστώντας το ύψος των επιτοκίων σε προτεραιότητα υψίστης σημασίας για την αμερικανική κυβέρνηση.

Και αφού ο Πάουελ αρνείται προς το παρόν να μειώσει πιο επιθετικά τα επιτόκια, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ προσπαθεί να βάλει την αγορά να δουλέψει προς όφελος του, δημιουργώντας τις συνθήκες εκείνες ώστε η ρευστότητα της επενδυτικής κοινότητας να στραφεί από τις μετοχές προς τα ομόλογα, προκειμένου να ανέβουν οι τιμές και άρα να πέσουν οι αποδόσεις. 

Στην ουσία ο Τραμπ από το να καταρρεύσει η αγορά των ομολόγων και να συμπαρασύρει και την αγορά των μετοχών, προτιμά να βιώσει μια πρόσκαιρη ταλαιπωρία η αγορά των μετοχών, προκειμένου να συμμαζευτούν τα δημόσια οικονομικά και να σταθεροποιηθεί το αμερικανικό treasury. 

Αν και η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς έχει υποχωρήσει ελαφρώς από το 4,64% που ήταν, όταν παρέλαβε και επίσημα την σκυτάλη της προεδρίας ο Ντόναλτ Τραμπ, πέριξ του 4,28%, εντούτοις όπως θα δούμε και αύριο, ο κόσμος των αγορών δεν λειτουργεί τόσο απλοϊκά.