Γράφουν οι: Βασίλης Μηνακάκης, Μυρτώ Κατσίγερα
Τον Νοέμβριο του 1919 ο εξόριστος στη Σιένα Δημήτριος Γούναρης, σχολιάζοντας τον προσωρινό χαρακτήρα της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης, σε επιστολή του στον Γ. Στρέιτ, αναφέρει ότι αυτός θα επέφερε αγανάκτηση «δι’ όσας υπέστημεν και υφιστάμεθα εκεί απωλείας εις αίμα, εις γόητρον, εις χρήμα, περιπλέον δε και διά την εξόντωσιν του εν Μικρά Ασία ελληνισμού, εις ην εγκληματικώς συντελούμεν διά της αφθόνου υποταγής μας εις την εκμετάλλευσιν, την οποίαν ποιούνται ημίν οι ισχυροί». Τα ελληνικά στρατεύματα είχαν αποβιβαστεί στη Σμύρνη από τον Μάιο, ενόσω ο Γούναρης βρισκόταν στον τρίτο χρόνο εξορίας του, μετά την επικράτηση του Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1917.
Βασικός εκπρόσωπος του αντιβενιζελισμού ήδη από το 1915, οπότε και διορίζεται από τον βασιλιά Κωνσταντίνο πρωθυπουργός, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου, και ιδρυτής του Κόμματος των Εθνικοφρόνων, ο Γούναρης είχε δώσει δείγματα ενός μεταρρυθμιστικού και αναμορφωτικού πνεύματος από την αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
Γεννημένος στις 5 Ιανουαρίου 1867 στην Πάτρα, αποφοίτησε από το Γυμνάσιο το 1884, γνωρίζοντας ήδη γαλλικά και γερμανικά. Σπούδασε νομικά σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και παρακολούθησε παραδόσεις κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών στο Παρίσι και το Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων του σταφιδέμπορου πατέρα του, ασκεί τη δικηγορία κατά τρόπον που έκανε τους συμπολίτες του να μην τον αντιμετωπίζουν ως νομικό τού μέσου όρου· συνήθιζε να επενδύει τις αγορεύσεις του με λογοτεχνικά αποσπάσματα και επιχειρήματα άλλων επιστημών, όπως ιατροδικαστική, παιδαγωγική και ψυχολογία. Μάλιστα, κατά την υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου για φόνο χρησιμοποίησε την Μπαλάντα της ειρκτής του Ρέντινγκ του Οσκαρ Ουάιλντ – σίγουρα ένα ασυνήθιστο άκουσμα στα δικαστήρια της Πάτρας (Μ. Χριστοπούλου, Δημήτριος Γούναρης, Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2017, σ. 21).
Δεν είναι, συνεπώς, δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πώς κατάφερε να εκλεγεί ανεξάρτητος βουλευτής Πατρών το 1902, στην πρώτη ανάμειξή του με την πολιτική. Στις εκλογές του Μαρτίου 1906 εξελέγη ως επικεφαλής του θεοτοκικού συνδυασμού της Πάτρας. Λίγο μετά την εκλογή του συμμετείχε στην «ομάδα των Ιαπώνων», όπως την ονόμασε ο εκδότης της εφημερίδας Ακρόπολις, Βλ. Γαβριηλίδης, παρομοιάζοντας τους Γούναρη, Στ. Δραγούμη, Π. Πρωτοπαπαδάκη και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας με τους Ιάπωνες στρατιώτες, οι οποίοι επεδείκνυαν ιδιαίτερη μαχητικότητα στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο που διεξαγόταν τότε. Ο Γούναρης αποχώρησε από την ομάδα των «Ιαπώνων» όταν αποδέχθηκε την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών στην κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη το 1908, εγκαταλείποντας οριστικά τη δικηγορία.
Από την αρχή της δράσης του στην ελληνική πολιτική σκηνή, ο Γούναρης διαφωνούσε με τον Ελ. Βενιζέλο σε ζητήματα τόσο εξωτερικής όσο και εσωτερικής πολιτικής. Το μεταρρυθμιστικό του πάθος είχε κάνει πολλούς να τον βλέπουν ως έναν πολιτικό που μπορούσε να αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με τον Βενιζέλο. Μάλιστα, ο Βλ. Γαβριηλίδης, ένθερμος υπέρμαχος της ανανέωσης, σχολίασε την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γούναρη το 1915, γράφοντας ότι κάποια «θεία ελληνική δύναμις» φέρνει μετά τον πρωθυπουργό που επεξέτεινε την Ελλάδα, τον πρωθυπουργό «όστις είνε εις θέσιν να ρυθμίση αύτην».
Παρότι οι δύο πολιτικοί άνδρες είχαν συνεργαστεί περιστασιακά –ενδεικτικά, στις εκλογές του 1915 ο Βενιζέλος είχε συμφωνήσει να συμπεριλάβει εννέα στενούς συνεργάτες του Γούναρη στα ψηφοδέλτια του Κόμματος των Φιλελευθέρων (αντί των έξι που είχε αρχικά προτείνει ο Αχαιός πολιτικός), με στόχο να διευκολύνει την επικράτηση μιας διάδοχης κατάστασης στην οποία πίστευε περισσότερο σε περίπτωση που ο ίδιος απομακρυνόταν από την Αρχή (ό.π., σ. 145)–, ο Γούναρης αντιμετώπιζε τον Βενιζέλο με καχυποψία.
Οταν ο τελευταίος προκήρυξε τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, ο Γούναρης, ακόμη εξόριστος στην Ιταλία για τις αντιβενιζελικές του πεποιθήσεις, δήλωσε σε δημοσιογράφο της Καθημερινής (Σεπτέμβριος 1920):
«Η παρουσία μου εις Ελλάδα κατά τας εκλογάς θα εχρησιμοποιείτο παρά του κ. Βενιζέλου ως εν ακόμη επιχείρημα του κύρους και της γνησιότητος της κωμωδίας, ην ανέλαβε να συνθέση. Δεν προώρισα εμαυτόν διά να νομιμοποιήσω τα δεσμά και τας αλύσεις ας εφιλοτέχνησε η τυραννία κατά του ελληνικού λαού».
Ομως, παρά τους ισχυρισμούς του ότι θα απείχε από τις εκλογές, λόγω βέβαιης νοθείας από τον Βενιζέλο, απόφαση η οποία ενισχυόταν από τις αντικειμενικές δυσκολίες της επιστροφής του ως υπόδικου που κινδύνευε να συλληφθεί, τελικά υπέκυψε στις πιέσεις των συνεργατών του και επέστρεψε στην Ελλάδα στις 9 Οκτωβρίου 1920 για να ηγηθεί του αγώνα. Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, το γεγονός ότι ούτε ο Γούναρης ούτε οι άλλες ηγετικές προσωπικότητες της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης υποσχέθηκαν ποτέ ρητά την αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από τη Μικρά Ασία στην προεκλογική τους εκστρατεία. Μάλιστα, στις ομιλίες τους χαιρέτιζαν τις νίκες στο μέτωπο και την ανδρεία των στρατιωτών μας.
Ομως, η προεκλογική αντιπαράθεση του 1920 είχε διαμορφωθεί πάνω σε μια αντίθεση, μια διαχωριστική γραμμή. Αν, λοιπόν, ο Βενιζέλος ταυτίστηκε με τον πόλεμο (και την αντίθεση στον βασιλιά), τότε συνεπαγωγικά ο αντίπαλός του, η Ηνωμένη Αντιπολίτευση, συνδεόταν με την ειρήνη (και φυσικά με την υποστήριξη στον Κωνσταντίνο).
Τελικά, ο Βενιζέλος συντρίβεται αναπάντεχα στις εκλογές, οπότε πρωθυπουργός αναλαμβάνει αρχικά ο Δημήτριος Ράλλης και ύστερα ο Νικόλαος Καλογερόπουλος. Ο Γούναρης διατέλεσε υπουργός Στρατιωτικών και στις δύο αυτές κυβερνήσεις, μέχρι που ανέλαβε ο ίδιος την πρωθυπουργία στις 26 Μαρτίου 1921, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Καλογερόπουλου.
Η απάθεια των καταδίκων
Στη διάρκεια της δίκης των Eξι, ο Γούναρης αρρώστησε βαριά με τυφοειδή πυρετό και μεταφέρθηκε στην κλινική Ασημακοπούλου. Η Επαναστατική Επιτροπή έκανε ό,τι μπορούσε για να επισπεύσει τη διαδικασία και αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η προανακριτική του κατάθεση αντί επίσημης απολογίας.
Ο διπλωμάτης Φραγκούλης περιγράφει τις τελευταίες στιγμές των Εξι.
«Στις 11.05 φάνηκαν τα καμιόνια που έφερναν τους καταδικασμένους. Καμιά εκατοστή στρατιώτες προχώρησαν. Ακούστηκαν διαταγές. Το πρώτο καμιόνι σταμάτησε και άνοιξε η πόρτα. […] Μικροί λάκκοι είχαν σκαφτεί για να πέσουν μέσα τα σώματα. Ενας αξιωματικός με το ξίφος ανά χείρας είπε στους καταδίκους να τον ακολουθήσουν κι έδειξε στον καθένα τη θέση του, φωνάζοντάς τους έναν έναν με το όνομά τους. […] Ο Στράτος πήρε τη θέση του μόνον αφού βοήθησε τον Γούναρη να πάρει τη δική του. Μπροστά στον καθένα, σε απόσταση 15 βημάτων, ήταν πέντε στρατιώτες … Η απάθεια των καταδίκων ήταν απόλυτη. Ο Γούναρης κοίταζε προσεκτικά το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Μπαλτατζής φόρεσε το μονόκλ του, αφού το σκούπισε με το μαντίλι του· ο στρατηγός Χατζηανέστης στάθηκε προσοχή. Κανένας από τους έξι δεν δέχτηκε να του δέσουν τα μάτια».
«Εχω ήσυχον την συνείδησίν μου. Εκαμα παν ό,τι ήτο δυνατόν…»
Οταν ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Γούναρης βρίσκονταν σε εξέλιξη οι επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921. Ο ίδιος ήρθε στη Μικρά Ασία μαζί με τον Κωνσταντίνο, στα τέλη Μαΐου 1921, ένα μήνα πριν ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις που οδήγησαν στην κατάληψη του Εσκί Σεχίρ, του Αφιόν Καραχισάρ και της Κιουτάχειας. Ηταν παρών, όπως και ο βασιλιάς, στο πολεμικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στα μέσα Ιουλίου, όπου αποφασίστηκε η προέλαση προς την Αγκυρα, με την οποίαν συμφωνούσε.
Ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης με την ελληνική αντιπροσωπεία στη διάσκεψη της Γένοβας,
τον Απρίλιο του 1922 (Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).
Στους μήνες που ακολούθησαν, η πρωθυπουργία του σφραγίστηκε από αλλεπάλληλες προσπάθειες –και ταξίδια στο εξωτερικό– να διασφαλιστεί η συμμαχική υποστήριξη (σε μια φάση που Γαλλία και Ιταλία άρχισαν να στηρίζουν τον Κεμάλ). Διαβλέποντας την πορεία των πραγμάτων, τον Φεβρουάριο του 1922 προειδοποιεί τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών λόρδο Κώρζον:
«Η τουρκική αλαζονεία προ ουδενός θα αναχαιτισθή, και η κεμαλική πρόοδος δεν θα κρατηθή ούτε εις τα υπό της Συνθήκης των Σεβρών οριζόμενα όρια, ούτε εις την Σμύρνην, αλλά θα σαρώση τα Στενά».
Εκτός, όμως, από το διπλωματικό πεδίο, δυσχερής γινόταν η θέση του Γούναρη και στο εσωτερικό: η Μικρασιατική Εκστρατεία κόστιζε 8 εκατομμύρια δραχμές ημερησίως και η ελληνική οικονομία δεν άντεχε αυτό το βάρος. Καθώς, μάλιστα, οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη εξωτερικού δανείου απέτυχαν, ο υπουργός Οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκης προχώρησε στη «διχοτόμηση της δραχμής» και στο «αναγκαστικό δάνειο» (Μάρτιος 1922). Αυτό έγινε λίγο μετά την πρώτη παραίτηση Γούναρη, η οποία οδήγησε έπειτα από μερικές ημέρες στον σχηματισμό δεύτερης κυβέρνησης υπό τον ίδιο. Ηταν φανερό πλέον ότι τα στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά αδιέξοδα είχαν τραυματίσει την ενότητα της παράταξης που είχε επικρατήσει στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 – αυτό αποτύπωναν οι κινήσεις των Ν. Θεοτόκη, Ν. Στράτου και Γ. Μπούσιου.
Τελικά, ο Γούναρης θα παραμείνει πρωθυπουργός μέχρι και τις 3 Μαΐου 1922, οπότε παραιτείται. Λίγους μήνες μετά, το μέτωπο καταρρέει ολοκληρωτικά και η Σμύρνη καταστρέφεται. Στη Χίο και τη Λέσβο, όπου είχε καταφύγει ο κύριος όγκος των ελληνικών στρατευμάτων, εκδηλώνεται το κίνημα του Στρατού και του Στόλου (Σεπτέμβριος 1922), και στη συνέχεια, στην Αθήνα, συγκροτείται Επαναστατική Επιτροπή με επικεφαλής τον Θ. Πάγκαλο, η οποία συλλαμβάνει τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς που θεωρούνταν υπαίτιοι της μικρασιατικής τραγωδίας.
Ο Πάγκαλος θέλει να διεξαχθεί το έκτακτο στρατοδικείο με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Γούναρης ήταν πεπεισμένος ότι αυτός και οι συγκατηγορούμενοί του θα εκτελούνταν:
«Εχω ήσυχον την συνείδησίν μου. Εκαμα παν ό,τι ήτο δυνατόν διά να εξαγάγω τον τόπον από την περιπλοκήν εις την οποία ευρέθη. […] Η προσπάθειά μου προσέκρουσε κυρίως εις την αντίδρασιν των αντιπάλων, που εθεώρουν την καταστροφήν μέσον εισόδου εις την εξουσίαν. Αλλ’ οι πιστεύοντες ότι θα δραπετεύσω διά ν’ αποφύγω την ευθυνοδοσίαν είναι τουλάχιστον ανόητοι. […] Γνωρίζω τι με αναμένει εν τη πραγματοποιήσει τοιαύτης αποφάσεως. Ισως και αυτός ο θάνατος επί της πυράς. Δεν πρόκειται να φύγω. Ας ησυχάσουν».
Οι συλλήψεις και οι φήμες για ενδεχόμενη εκτέλεση είχαν προκαλέσει την άμεση παρέμβαση ξένων πρεσβευτών, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Τελικώς, το έκτακτο στρατοδικείο κρίνει τους Γούναρη, Μπαλτατζή, Στράτο, Θεοτόκη, Πρωτοπαπαδάκη και Χατζανέστη ενόχους για εσχάτη προδοσία εκ προθέσεως και τους καταδικάζει σε θάνατο. Και οι έξι εκτελέστηκαν το πρωί της 15ης Νοεμβρίου στου Γουδή.
Πηγή: kathimerini.gr