Του Αφεντούλη Λαγγίδη

Γιατί νίκησε και πώς θα κυβερνήσει ο Ντόναλντ Τραμπ; Ο διεθνολόγος Δρ. Αφεντούλης Λαγγίδης μιλά στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη για το κόκκινο «κύμα» στις Ηνωμένες Πολιτείες ως έκφραση συντηρητικής παλινδρόμησης, τη «συνταγή» Τραμπ και τα λάθη των Δημοκρατικών, και εξηγεί γιατί ο 47ος Αμερικανός πρόεδρος δεν θα τα «σπάσει» με την Ευρώπη, ούτε και θα εγκαταλείψει εν μία νυκτί την Ουκρανία.

Στην προεδρία επιστρέφει ο Ντόναλντ Τραμπ, κερδίζοντας αυτή τη φορά και τη λαϊκή ψήφο και ως φαίνεται και με συντριπτικό έλεγχο στο Κογκρέσο. Κύριε Λαγγίδη, κέρδισε ο Τραμπ ή έχασαν οι Δημοκρατικοί; Τι έκρινε την εκλογική έκβαση;

Ποιος κέρδισε, ποιος έχασε: Μονολεκτικά, η απάντηση κατά την προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι κέρδισε ο Τραμπ. Με όρους αθλητικούς, έχουμε μία καλή ομάδα που τυγχάνει να εφαρμόζει και ένα σωστό σύστημα όσον αφορά τον αντίπαλο. Γιατί κέρδισε ο Τραμπ; Γιατί πολύ απλά η άλλη ομάδα δεν ήταν καλή, ακόμη και το καλύτερο σύστημα να εφάρμοζε. Μολονότι πραγματικά δεν έκανε λάθη η Κάμαλα Χάρις, δηλαδή είδαμε ότι είχαμε ένα ντιμπέιτ στο οποίο η επίδοσή της εντυπωσίασε, αν και βεβαίως είχε βοήθεια από το δίκτυο ABC.

Τα πήγε πάντως καλά, εκείνες τις ημέρες θυμηθείτε την εικόνα που έβγαζε προς τα έξω. Όμως εάν το ίδιο το πρόσωπο έχει περιορισμούς είτε από τη θητεία του, η οποία δεν απέδωσε όπως στην περίπτωση της Χάρις, είτε επειδή η ίδια δεν ήταν τόσο χαρισματική στην επικοινωνία της με τον αμερικανικό λαό, εκτιμώ ότι δεν υπήρχαν περιθώρια για περαιτέρω βελτίωση. Δεν υπήρχε κάτι, το οποίο έπρεπε η Κάμαλα Χάρις να κάνει και δεν το έκανε.

Όσον αφορά όμως το Δημοκρατικό Κόμμα στο σύνολό του; Η αποστασιοποίηση από την παραδοσιακή εκλογική βάση του; Το χάσμα μεταξύ ελίτ και εργατικής τάξης;

Έχει χυθεί πολύ μελάνι για το ποιος επέβαλε την Κάμαλα Χάρις, ας μην επιμείνουμε σε αυτό, γνωρίζουμε το ρόλο του Μπαράκ Ομπάμα, εν πάση περιπτώσει αποδείχθηκε, εκ των πραγμάτων, ότι δεν ήταν η καλύτερη δυνατή επιλογή. Το ζήτημα είναι εάν μπορούσε να κάνει κάποιες άλλες επιλογές και με ένα δεδομένο πρόγραμμα, διότι σαφώς καίριος παράγοντας είναι και το πρόγραμμα, το οποίο παρουσιάζεις στο εκλογικό σώμα. Μιλώντας για το πρόγραμμα, το οποίο κανείς δεν διαβάζει και ιδίως στην Αμερική, εννοώ πού δίνεις το βάρος. Εκεί υπήρχαν σοβαρά μειονεκτήματα για τους Δημοκρατικούς.

Όσον αφορά στο τι έκρινε την εκλογική έκβαση, οποιαδήποτε προεκλογική εκστρατεία σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου αλλά ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες -οι οποίες και εφηύραν στις αρχές του 20ού αιώνα και νωρίτερα το επικοινωνιακό και δημοσκοπικό «παιχνίδι»-, συνοδεύεται από τη φράση εάν ψηφίζει το κοινό τους φόβους ή ψηφίζει την ελπίδα. Κανένα εκλογικό ακροατήριο δεν μπορεί απλά και μόνο να μείνει με τα κύρια σημεία του προγράμματος αγκυλωμένα στους φόβους ή το αντίθετο.

Δεν μπορεί να υπάρχει πρόγραμμα που δίνει ελπίδα για τα πάντα, εδώ έχουμε άκρατη υποσχεσιολογία. Σε αυτή την αναμέτρηση εκτιμώ ότι ο Ντόναλντ Τραμπ εφάρμοσε ένα ορθότερο μείγμα φόβου – για τη μετανάστευση για παράδειγμα, την κουλτούρα, τις αξίες- και στοιχείων της ελπίδας με επίκεντρο την οικονομία.

Στην περίπτωση των Δημοκρατικών, το κυρίαρχο ζήτημα που τους απασχόλησε ήταν η ποιότητα της Δημοκρατίας, δηλαδή ο φόβος ότι θα έρθει ο Τραμπ και θα καταργήσει τη Δημοκρατία. Αυτό από μόνο του στερείται ικανής βάσης γιατί όπως είναι γνωστό ο Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίχθηκε μόνο από ένα τηλεοπτικό δίκτυο, το Fox, και σχεδόν στο σύνολό τους τα υπόλοιπα ανήκαν στο «στρατόπεδο» των Δημοκρατικών.

Μεθερμηνευόμενο αυτό από τους εκλογείς που παρακολουθούσαν καθημερινά αυτήν την «καταιγίδα» μηνυμάτων, καταλαβαίνετε ότι δεν «περνάει» πολύ εύκολα ότι θα έρθει ο Τραμπ και θα καταλύσει τη Δημοκρατία όταν στην πράξη αυτό ανατρεπόταν με όλα τα μέσα υπέρ των Δημοκρατικών.

Υπάρχουν φυσικά και άλλα σημεία του προγράμματος. Ο φόβος για τις αμβλώσεις για τις γυναίκες, ο φόβος για το ότι μπορεί να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε νέους πολέμους, εμπορικά εμπάργκο και δασμούς, είναι όλα στοιχεία που τόνιζαν τη μία παράμετρο που είναι απαραίτητη στο συνδυασμό, δηλαδή το φόβο. Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτό που έκρινε το αποτέλεσμα ήταν ο κατάλληλος συνδυασμός, το κατάλληλο μείγμα φόβου και ελπίδας.

Οι Δημοκρατικοί στηρίχθηκαν στις ανησυχίες, τα ερωτήματα για τη Δημοκρατία. Υπήρχαν αναφορές ακόμα και για στρατόπεδα συγκέντρωσης, την αστυνομία που θα αρχίσει να συλλαμβάνει. Όλα αυτά υπερτονίζουν το στοιχείο του φόβου για να μην ψηφίσεις τον αντίπαλο. Κατανοητό. Αλλά αυτό από μόνο του, επιμένω, δεν είναι ικανό για να δώσει ένα νικηφόρο αποτέλεσμα.

Ο Τραμπ έκανε κάτι καλύτερο για να το πω διαφορετικά. Μπορεί να μην ήταν το σωστό μείγμα του Τραμπ, αλλά ήταν προς αυτή την κατεύθυνση. Συνδύαζε και φόβο και ελπίδα, που μπορεί, προσέξτε βέβαια, να είναι και φρούδα ελπίδα. Ψεύτικες υποσχέσεις. Αλλά τις έδωσε.

Μιλώντας για την ελίτ, κλείστε τα μάτια και δείτε νοερά την ομιλία του Τζο Μπάιντεν όταν δήλωσε ότι δεν θα είναι υποψήφιος, όταν στηρίχθηκε από τον Ομπάμα για να εξέλθει της σκηνής. Υπάρχει μία ελίτ, η οποία σε μεγάλο βαθμό επέβαλε και την υποψήφια, αλλά φυσικά και το πρόγραμμα. Είναι πολλές ακόμη οι παράμετροι βέβαια που έκριναν την αναμέτρηση, η οποία να επισημάνουμε απέδειξε επίσης ότι οι δημοσκοπήσεις για μία ακόμη φορά έπεσαν έξω.

Μεταξύ αυτών, το κίνημα της woke κουλτούρας που ενόχλησε υπέρμετρα. Όταν βλέπεις επί παραδείγματι αναταραχές παντού, τις διαδηλώσεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια, όλα αυτά ήταν αρνητικές εικόνες για τους Δημοκρατικούς και δεν τα διαχειρίστηκαν καλά. Επίσης, όσον αφορά τον υπερβολικό ακτιβισμό, τουλάχιστον τα τέσσερα τελευταία χρόνια, αλλά και πριν επί Ομπάμα, απέκτησαν μία ιδιαίτερη βαρύτητα συνιστώσες που παραδοσιακά είχε το Δημοκρατικό Κόμμα.

Δόθηκε λαβή ακόμα και για να χαρακτηρίζει ο Τραμπ την Κάμαλα Χάρις κομμουνίστρια. Όταν υπάρχει αυτή η αποκαλούμενη προοδευτική συνιστώσα, η οποία απολαμβάνει μεγάλης δημοσιότητας και πολλές φορές επιβάλλει και μία ατζέντα, καλλιεργείται ένα κλίμα που εκμεταλλεύεται η άλλη πλευρά για να μιλήσει για κομμουνισμό, λέγοντας ότι είναι αριστεροί-ακροαριστεροί όλοι.

Ωστόσο, η ρητορική Τραμπ ξεπέρασε κάθε όριο και τελικά αυτό δεν «μέτρησε» στην ψήφο.

Ο Τραμπ είναι αυτός που είναι. Τον γνωρίζουμε, τον έχουμε μάθει. Τέσσερα χρόνια ήταν αρκετά για να καταλάβουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε. Δεν ελέγχει το λόγο του ή σίγουρα όχι πάντοτε. Είναι αντικείμενο μελέτης η περίπτωση Τραμπ. Τώρα μιλώντας για τους Αμερικανούς, η κοινωνία στις ΗΠΑ δεν είναι ενιαία.

Το γνωρίζουμε αυτό πάρα πολύ καλά. Υπάρχουν, λοιπόν, στοιχεία και γεωγραφικά εστιασμένα, περιοχές αντιδραστικές, υπερσυντηρητικές που απολαμβάνουν αυτή τη ρητορική. Και ζητούν και παραπάνω. Θυμηθείτε πώς ήταν ντυμένα άτομα που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο. Είναι μία κατηγορία, οι λεγόμενοι «hillbillies», οι οποίοι απολαμβάνουν την ανεξαρτησία -και εδώ είναι η ουσία. Την ανεξαρτησία από την κεντρική εξουσία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες γεννήθηκαν με αυτό το προπατορικό αμάρτημα μεταξύ πολιτειών. Υπήρχε η αντίθεση, ήδη από τους Ιδρυτικούς Πατέρες, μεταξύ φεντεραλιστών, δηλαδή υποστηρικτών της ισχυρής ομοσπονδιακής κεντρικής κυβέρνησης, και εκείνων που έδιναν το βάρος στις πολιτείες. Και γι΄ αυτό έχουμε και άρθρα στο αμερικανικό Σύνταγμα για την ελευθερία της έκφρασης και για το απαράβατο δικαίωμα στην οπλοφορία.

Όλα αυτά είναι κατάλοιπα της ίδιας της σύστασης των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτοί δεν εξέλειψαν. Έχουν εκσυγχρονιστεί αλλά η νοοτροπία παραμένει πάνω-κάτω η ίδια, και αν ανατρέξετε στην Ιστορία θα δείτε σχεδόν μία επανάληψη όλων αυτών που γράφονταν τότε σε εφημερίδες της εποχής και τα οποία βγήκαν ξανά στην επιφάνεια.

Τι σημαίνει η νίκη Τραμπ για τις Ηνωμένες Πολιτείες; Εισερχόμαστε σε νέα εποχή;

Αυτός είναι ένας πάρα πολύ ωραίος τίτλος για το ξεκίνημα μίας τηλεοπτικής συζήτησης αλλά είναι ταυτόχρονα και παραπλανητικός. Γιατί το λέω αυτό: οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περάσει πολλές φορές στην Ιστορία τους περιόδους καμπής. Να μην ξεκινήσουμε από τον εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος επαναπροσδιόρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήδη από το 1812 οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν και υπαρξιακό πρόβλημα όταν είχαν καταλάβει την Ουάσινγκτον. Μπορούμε να συζητάμε επί ώρες.

Είχαμε μέσα στον 20ό αιώνα μία τεράστια οικονομική κρίση, το 1929. Κατέρρευσε ουσιαστικά το οικονομικό σύστημα. Και επανήλθε. Εκεί θέλω να καταλήξω. Υπάρχει η φράση «έχουν την ικανότητα να επανεφεύρουν τον εαυτό τους». Το αναφέρω γιατί ορισμένοι μιλάνε σαν να έχουν ξεγραμμένες τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Δεν είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν φτάσει σε σημείο καμπής. Διερχόμαστε μία διαρκή μεταλλαγή της κοινωνίας, η κοινωνία η ίδια εξελίσσεται. Σήμερα αυτό που παρατηρείται είναι μία συντηρητική παλινδρόμηση. Αυτό δε σημαίνει ότι αυτή θα παραμείνει και ότι η αμερικανική κοινωνία θα παραμείνει από εδώ και στο εξής συντηρητική, θα έχουμε πάλι αλλαγή. Αυτή είναι η δυναμική της σύγχρονης Ιστορίας».

Τι σηματοδοτεί η επάνοδος του Τραμπ για την Ευρώπη και τις διατλαντικές σχέσεις, τους συμμάχους και εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών;

Πρώτον, επειδή δημιουργείται, και από αρκετούς αναλυτές δυστυχώς, η εντύπωση ότι θα τα «σπάσει» ο Τραμπ με την Ευρώπη, δεν θα συμβεί αυτό. Ακόμη και ο Τραμπ, και το τονίζω το ακόμη και ο Τραμπ, δεν είναι παρανοϊκός ώστε να κόψει τον ομφάλιο λώρο της Δύσης. Αν δεν υπάρχει η Αμερική, η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει. Το ίδιο ισχύει για την Αμερική· ο δυτικός πολιτισμός δεν περιλαμβάνει μόνο την Αυστραλία και τις αγγλοσαξονικές χώρες, τον Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία. Είναι η Ευρώπη.

Οι καταβολές των Αμερικανών είναι ευρωπαϊκές. Οι σχέσεις φυσικά δεν θα είναι ειδυλλιακές, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα έχουμε αυτομάτως εμπάργκο, ότι θα έχουμε δασμούς. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μιλήσει για δασμούς ενάντια στην Κίνα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό. Υπάρχει χώρα στον κόσμο που μπορεί να το υλοποιήσει αυτό; Από κύριος παίκτης στην παγκόσμια οικονομία να τσακωθεί με όλους και να διακόψει δεσμούς με όλους; Δεν γίνεται.

Απειλεί με δασμούς, αλλά η απειλή είναι διαπραγματευτικό χαρτί. Δεν σημαίνει ότι θα γίνει. Ο Τραμπ είναι ένας παίκτης οικονομικός. Δηλαδή, είναι επιχειρηματίας. Αυτό είναι. Η βάση της σκέψης του είναι η οικονομική συναλλαγή. Η συναλλαγή. Τι δίνω, τι παίρνω. Εάν πάρει, λοιπόν, από την Ευρώπη όσα θέλει, δεν θα πάμε σε κάτι παραπάνω. Θα ήταν τρέλα και για τον ίδιο και θεωρώ ότι θα υπάρχουν και άλλες αντιδράσεις.

Τι θέλει ο Τραμπ από την Ευρώπη;

Πιστεύει ο Τραμπ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι «ρηγμένες» στη σχέση με τις υπόλοιπες δυτικές χώρες. Δείτε τι ζήταγε από τη Γερμανία ιδίως ως προς τη συμμετοχή στις αμυντικές δαπάνες. Τους λέει απλά «εγώ κάθομαι και σας φυλάω, έχω τα στρατεύματά μου που κοστίζουν, και εσείς απολαμβάνετε αυτή την ηρεμία, δεν σας έχει επηρεάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία χάρη στα αμερικανικά όπλα. Θα πρέπει να βάλετε και εσείς το χέρι στην τσέπη». Η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία είναι το ζητούμενο από τη δεκαετία του ’80.

Για να υπάρξει στρατηγική αυτονομία πρέπει να υπάρξει έμφαση στην άμυνα. Και για να υπάρξει έμφαση στην άμυνα, ποιο είναι το ζητούμενο; Πάντα τα οικονομικά κονδύλια. Αν δεν υπάρχει συμφωνία για το πώς θα επιτευχθεί αυτό στο οικονομικό σκέλος για μία ακόμη φορά θα μπούμε σε συζητήσεις, αλλά ευρωπαϊκή άμυνα δεν θα υπάρξει ή τουλάχιστον ικανή να καλύψει τις ανάγκες της Ευρώπης.

Το ανοιχτό μέτωπο της Ουκρανίας δίνει ένα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στον Τραμπ να πιέσει ακόμα περισσότερο. Πολύ απλά λέγοντας «κάντε αυτό διότι αν δεν το κάνετε, εγώ θα κλείσω τη στρόφιγγα αρχικά οικονομικά και στη συνέχεια στρατιωτικά». Πιέζει ουσιαστικά για να αποκτήσει κάτι άλλο. Δεν είναι απαραίτητο δηλαδή να έχουμε αυτοματισμό προς οικονομικό πόλεμο. Ούτε τον έναν συμφέρει, ούτε τον άλλον.

Στο μέτωπο της Ουκρανίας πώς θεωρείτε ότι θα κινηθεί ο Ντόναλντ Τραμπ;

Νομίζω ότι θα εφαρμόσει αυτά τα οποία είπε. Αλλά να σας πω το εξής: μέχρι να αναλάβει ο Τραμπ έχουμε περίπου δυόμισι μήνες [σ.σ. ορκίζεται την 20ή Ιανουαρίου]. Στην Ουκρανία αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ανεξαρτήτως των αμερικανικών εκλογών και του τι στέλνει η κάθε χώρα σε στρατιωτική βοήθεια, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν προωθηθεί. Αυτό είναι μία πραγματικότητα. Είναι οι εξελίξεις επί του εδάφους. Δηλαδή, θέλω να πω ότι μπορούμε να έχουμε άλλα δεδομένα μέχρι και την ανάληψη της εξουσίας.

Πρέπει να αναμείνουμε να δούμε τι θα γίνει και στο ενδιάμεσο διάστημα, Είναι πάρα πολύ κρίσιμο αυτό μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που ο Τραμπ θα λάβει την όποια απόφαση. Τώρα εκφράζει την επιθυμία του, αλλά την πολιτική την εφαρμόζει η παρούσα κυβέρνηση. Υποθέτω ότι μπορεί στο ενδιάμεσο η κυβέρνηση Μπάιντεν να προσπαθήσει να αυξήσει τη βοήθεια, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο πια γιατί έχουμε ένα εχθρικό Κογκρέσο.

Ήταν αυτά καλά νέα δηλαδή για τους Ρώσους, άσχημα για τους Ουκρανούς. Δεν μπορεί κανείς να αναμένει όμως ότι ο Τραμπ θα εγκαταλείψει εν μία νυκτί την Ουκρανία. Δεν θα το κάνει. Οι κινήσεις θα γίνουν σταδιακά. Δεν μπορεί να το κάνει γιατί θα είναι σαν να κάνει αυτό για το οποίο κατηγορούσε τον Μπάιντεν: ότι έφυγε άρον-άρον από το Αφγανιστάν.

Θα πρέπει να περιμένουμε επίσης να δούμε ποιοι θα στελεχώσουν την κυβέρνηση Τραμπ, την επιλογή τεχνοκρατών που γνωρίζουμε και από το παρελθόν, διότι οι περισσότεροι έχουν συμμετάσχει σε πολλές κυβερνήσεις και όχι απαραίτητα του δικού του κόμματος.

Θα ήθελα να επαναλάβω πόσο πολύ σημαντικό είναι το προσεχές μεταβατικό διάστημα. Η Ουκρανία, όπως και κάθε άλλη χώρα, βασίζεται στα μεγέθη. Δηλαδή οι αριθμοί πολλές φορές λένε ψέματα, αλλά εδώ λένε την αλήθεια.

Τίθεται ζήτημα ανθρώπινου δυναμικού, δείχνουν να κινούνται προς νέα επιστράτευση, και δεύτερον τα όπλα εξαντλούνται και έχουμε πλέον μέχρι και Βορειοκορεάτες στρατιώτες να μάχονται, να στέλνουν οι Ιρανοί drones, καταλαβαίνετε ότι μπορεί να έχουμε εξελίξεις και πριν καν να αναλάβει ο Τραμπ, και ίσως να είναι και πιο εύκολη η θέση του».

Ο Αφεντούλης Λαγγίδης είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων, διδάσκων στο Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι επίσης εξωτερικός επιστημονικός συνεργάτης του ΙΔΙΣ.

Πηγή: liberal.gr