Του Αγγελου Κωβαίου
Ο Κώστας Καραμανλής θα κλιμακώσει την επίθεση στον Κυριάκο Μητοσοτάκη με αφορμή την διαγραφή Σαμαρά, είτε θα προτιμήσει να κινηθεί μετριοπαθώς;
Η κυβέρνηση επιχειρεί να υποβαθμίσει την πληγή που άνοιξε με την διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά, όμως η πολιτική συγκυρία προσλαμβάνει εκ των πραγμάτων μία νέα, διαφορετική δυναμική.
Με δεδομένη την δημοσκοπική ενίσχυση των κομμάτων στα δεξιά της ΝΔ και του ΠαΣοΚ στα αριστερά του, το νέο στοιχείο της συγκυρίας προσθέτει μία επιπλέον παράμετρο αβεβαιότητας στο πολιτικό σκηνικό, ως προς την διαμόρφωση των συσχετισμών και με ορίζοντα πάντα τις εθνικές εκλογές.
Ο τρόπος με τον οποίο θα δραστηριοποιηθεί ο πρώην Πρωθυπουργός είναι ένα ζητούμενο και στο Μέγαρο Μαξίμου προσπαθούν να «δουν» τις επόμενες κινήσεις του. Είναι υπαρκτή η συζήτηση για την ίδρυση νέου κόμματος, όμως την ίδια στιγμή υπάρχει και η εκτίμηση ότι ο Αντώνης Σαμαράς θα δραστηριοποιηθεί μέσω του ιδρύματος που έχει δημιουργήσει και θα επιχειρήσει να διαδραματίσει έναν ρόλο ιδεολογικού ηγεμόνα της εθνικοπατριωτικής πολιτικής πλατφόρμας και των κομμάτων (έστω κάποιων από αυτά) που την εκφράζουν.
Εν αναμονή της εκδήλωσης των πραγματικών διαθέσεων του Αντώνη Σαμαρά, τα βλέμματα στρέφονται στον Κώστα Καραμανλή. Ο πρώην Πρωθυπουργός συμπορεύτηκε τους τελευταίους μήνες με τον διάδοχο του στην ηγεσία του κόμματος, ο οποίος τον πρότεινε για την Προεδρία της Δημοκρατίας στη συνέντευξη του στο Βήμα της Κυριακής.
Την Παρασκευή έχει προγραμματιστεί μία νέα δημόσια εμφάνιση και ομιλία του Κώστα Καραμανλή στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Χαρβαλιά (πρώην στενού συνεργάτη του Αντώνη Σαμαρά) και εκτιμάται ότι είναι μάλλον απίθανο να μην τοποθετηθεί έπειτα και από τις τελευταίες εξελίξεις.
Τα ενδεχόμενα είναι δύο: είτε ο Κώστας Καραμανλής θα κλιμακώσει την επίθεση στον Κυριάκο Μητοσοτάκη με αφορμή την διαγραφή Σαμαρά, είτε θα προτιμήσει να κινηθεί μετριοπαθώς. Στην πρώτη περίπτωση, η κατάσταση μάλλον θα περιπλακεί, δεδομένου ότι υπάρχει και μία σχετικά οργανωμένη ομάδα «καραμανλικών» βουλευτών στη ΝΔ.
Στη δεύτερη, θα φανεί ότι οι δύο πρώην Πρωθυπουργοί συμπίπτουν στις ανησυχίες τους για τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα και συγκεκριμένα στα ελληνοτουρκικά, με διαφορετικές όμως πολιτικές επιδιώξεις.