Του Γιάννη Ζωιτού

Η ανθεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή που δοκιμάζεται στο όλον της πλέον, λίγες ημέρες μετά το 5ο Συνέδριο στο Περιστέρι. Έχει άλλες αντοχές ή όχι;

Η ανώτατη κομματική διαδικασία της προηγούμενης εβδομάδας ολοκληρώθηκε μεν αναίμακτα, καθώς δεν επιβεβαιώθηκαν οι προβλέψεις βαθιάς ρήξης προεδρικού κι αντιπολιτευτικού μπλοκ. Από την άλλη όμως δεν κύλησε δίχως ιδρώτα ή δίχως αγωνία για το «αύριο» του κόμματος. Και σ’ αυτό δεν έφταιγε μόνο το αρχικό πρόβλημα με την ψύξη από τον κλιματισμό – ιδίως τις δύο ημέρες (πρώτη και τελευταία) που το κλειστό μπάσκετ ήταν γεμάτο.

Πριν καν ο πρόεδρος Σωκράτης Φάμελλος βρεθεί στο βήμα και με την εισηγητική ομιλία του ορίσει το στίγμα των επόμενων ημερών, η Κουμουνδούρου είχε βρεθεί σε θέση να διαχειριστεί μια σειρά «αποκολλήσεων» στελεχών ή απλών μελών από τη κομματική μήτρα. Συνθήκη που, εν τέλει, διευρύνθηκε τόσο στη διάρκεια του συνεδρίου όσο και μετά το πέρας του.

Αποχωρήσεις και αποστάσεις

Η αρχή είχε γίνει με τη Ζωή Καρκούλια, η οποία είχε υποβάλει την παραίτησή της από την Πολιτική Γραμματεία κατά την τελευταία συνεδρίασή της, προτού ακολουθήσει η τετράδα των Σουλτάτη, Καραγιάννη, Μανιάτη και Μαδεμλή εκ της Προοδευτικής Συμμαχίας ακριβώς την παραμονή του Συνεδρίου.

Κι αν οι πέντε αυτές αποχωρήσεις επισκιάστηκαν από τη συνεδρίαση του ανώτατου οργάνου, η απόφαση του Γιώργου Βασιλειάδη και του Διονύση Τεμπονέρα, δύο στελεχών της γενιάς των 45άρηδων, να μην θέσουν υποψηφιότητα για την Κεντρική Επιτροπή φανέρωσαν μια ισχυρή τάση αποσυσπείρωσης από τον κυτταρικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Αμφότεροι εξηγούσαν ότι παραμερίζουν διότι η ανάγκη ανάληψης ατομικών ευθυνών και ανανέωσης είναι ισχυρότερη της ανακύκλωσης προσώπων χωρίς να έχει προηγηθεί η αξιολόγηση των προβλημάτων του χώρου.

Από την πλευρά του ο Γιώργος Τσίπρας, ζητώντας τη διαγραφή του από μέλος του κόμματος, επιβεβαίωσε το επί μήνες χάσμα που τον χώριζε από τα κεντρικά, ενόσω η είδηση πως ούτε ο Χρήστος Σπίρτζης δεν θα αξιώσει την επανεκλογή του στην ΚΕ σφράγιζε την εσωκομματική «αυτονομία» που είχε ήδη κηρύξει λίγες μέρες νωρίτερα, θεωρώντας πως δεν είχε στηριχθεί επαρκώς, μην είχε «πολεμηθεί» κιόλας, στο θέμα της προανακριτικής για τα Τέμπη.

Την πόρτα της εξόδου πέρασε ακολούθως και ο γιατρός Τάκης Κορμάς, με τον Γιώργο Παναγιωτόπουλο να αναγνωρίζει ότι «το ρεύμα αναχωρητισμού» θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αναστοχασμού. Ειδάλλως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θ’ αντιληφθεί «ποια είναι η πραγματική κοινωνική του βάση».

Αποκλιμάκωση και ψυχραιμία

Μέσα σε όλο αυτό το παζλ κομματιών που αφαιρούνται, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και άλλα επιτελικά στελέχη του επιχειρούν μέχρι σήμερα να επικοινωνήσουν, με κάθε τρόπο, πως κυριαρχεί ψυχραιμία. Όχι απαραίτητα πως είναι όλα καλώς καμωμένα – το αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα. Αλλά τουλάχιστον πως δεν συντρέχει λόγος πανικού από το γεγονός πως στελέχη τόσο της «πασοκικής», δεύτερης γραμμής κυρίως, όσο και της «τσιπρικής» πτέρυγας, περισσότερο προβεβλημένα αυτά, επέλεξαν τώρα να αποστασιοποιηθούν. Είτε περισσότερο είτε λιγότερο, αλλά με μια κοινή συνισταμένη: την κριτική στην κομματική λειτουργία.

Θέλουν να δείξουν από την Κουμουνδούρου ότι σε αυτή τη φάση τους νοιάζουν μόνο όσοι παραμένουν συνεπείς σε ό,τι άρχισε τον περασμένο Νοέμβριο και δεν εγκαταλείπουν πριν απ’ αυτό το σταυροδρόμι.

 

Διευρύνεται η ανησυχία για το μέλλον

Δεν είναι ψέμα πάντως πως το άγχος αυτό, ο φόβος μιας περαιτέρω «ρευστοποίησης», ανάλογης προηγούμενων μηνών, έχει κυριεύσει πολλούς περισσότερους μεταξύ οργάνων και κοινοβουλευτικής ομάδας. Ούτε ήταν τυχαία η επιλογή μεγάλης μερίδας στελεχών ή βουλευτών-τριών να μην παρέμβουν στο συνέδριο, εκφράζοντας εμμέσως πλην σαφώς τη δυσθυμία τους και ταυτόχρονα μια έλλειψη κινήτρου να καταπιαστούν με εσωκομματικούς συσχετισμούς που γι’ αυτούς δεν λογίζονται ως προτεραιότητα.

Η απροθυμία ενδιαφέροντος, που είχε διαφανεί και στη βάση από την εκλογή συνέδρων, απεικονίστηκε στη διάρκεια της υποβολής υποψηφιοτήτων για τις εκλογές ανάδειξης νέας Κεντρικής Επιτροπής. Ναι μεν οι εκλόγιμες θέσεις μειώθηκαν κατά 50 (σε 250 από 300) και αναγνωρίστηκε η εξ οφίτσιο συμμετοχή σε βουλευτές/ευρωβουλευτές, ωστόσο οι λίστες των μόλις 429 ονομάτων σε Ελλάδα και εξωτερικό απήχησαν μια ολοφάνερα περιορισμένη όρεξη για ανάμειξη.

Η σημασία της νέας Κεντρικής Επιτροπής

Κατανοητή αν μη τι άλλο η απεμπλοκή από την πρώτη γραμμή του Αλέκου Φλαμπουράρη, του Φώτη Κουβέλη και του Γιάννη Μπαλάφα. Από την άλλη όμως ενεργά μέλη του οργάνου όπως ο Κώστας Γενιδούνιας, η Τζένη Αρσένη, ο Νίκος Σκορίνης ή οι Αντώνης Κοτσακάς και Χάρης Τσιόκας (που είχαν παραιτηθεί επί Στ. Κασσελάκη) και φυσικά η Ζανέτ Τσίπρα δεν μπήκαν, εν τέλει, στη μάχη της επανεκλογής.

Δεδομένα πια κι ανεξαρτήτως του αν πλέον ισχύει η ανανέωση της σύνθεσης κατά 30% μεταξύ δύο συνεδρίων, η Κεντρική Επιτροπή θα είναι ένα άλλο, εντελώς φρέσκο εργαλείο. Εξ ανάγκης το βάρος της επιδιωκόμενης ανασυγκρότησης θα επωμιστούν στελέχη που ανήκουν είτε στο προεδρικό περιβάλλον είτε βρίσκονται πιο κοντά στους Νίκο Παππά – Παύλο Πολάκη.

Οι εκλογές θα διεξαχθούν με υβριδική μορφή, άρα τα μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν και εξ αποστάσεως τους εκπροσώπους τους από τις 13+1 περιφέρειες. Είναι ένα πλάνο που ομολογουμένως βολεύει και τις τοπικές οργανώσεις, καθώς θα τους επιτραπεί να μειώσουν τον χρόνο ενασχόλησης με τη διαδικασία.

Την ίδια στιγμή, μολονότι με βάση το νέο ψηφισμένο καταστατικό οι τάσεις έχουν καταργηθεί προκειμένου να επιβληθούν τα ρεύματα, οι αριθμητικές ισορροπίες έχουν πάντα τη σημασία τους. Ιδίως για τον προορισμό και την τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ σ’ ένα απρόβλεπτο πολιτικό σκηνικό άνευ σταθερών και σε μια εξίσωση με απρόβλεπτους παράγοντες.

Ασφαλώς και στόχος είναι μια συμμετοχή που θ’ αντιπροσωπεύει τη δυναμική του κόμματος, δεν αμφισβητείται και θα επιτρέπει εν τέλει στην Κεντρική Επιτροπή να χαράξει την περαιτέρω κατεύθυνση άνευ προσκομμάτων. Με ποιους δηλαδή θα πάει και ποιους θ’ αφήσει ο κορμός του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα όμως είναι ζωτικό ν’ αποτραπούν φυγόκεντρες κινήσεις.

Πηγή: tovima.gr