Newsroom

Κατά τη διάρκεια του 1962, εντάθηκε η πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και την αντιπολίτευση, της οποίας ηγείτο ο Γεώργιος Παπανδρέου της Ενωσης Κέντρου. Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους σημειώθηκε και η πρώτη ρήξη στις σχέσεις της κυβέρνησης με τα Ανάκτορα, με αφορμή το αίτημα του πρωθυπουργού να τεθούν ορισμένοι περιορισμοί τόσο στις δαπάνες του Στέμματος όσο και στους λόγους του βασιλιά Παύλου. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1963, το χάσμα μεταξύ του Καραμανλή και των Ανακτόρων διευρύνθηκε, εξαιτίας της πρότασης της κυβέρνησης για αναθεώρηση του Συντάγματος (γνωστή ως «βαθεία τομή»).

Η πολιτική κρίση στην Ελλάδα κορυφώθηκε με τη δολοφονία του συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ βουλευτή, Γρηγόρη Λαμπράκη, στις 22 Μαΐου 1963 στη Θεσσαλονίκη. Παρότι από την έρευνα των Αρχών δεν προέκυψε κάποια κυβερνητική ευθύνη για τη δολοφονία του Λαμπράκη, η αποκάλυψη των σχέσεων μεταξύ κρατικών οργάνων και του παρακράτους δημιούργησε συνθήκες για την όξυνση της πολιτικής κρίσης. Στο πλαίσιο της πολιτικής έντασης, ο Παπανδρέου χαρακτήρισε τον Καραμανλή ως τον ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του πολιτικού, γιατρού και βαλκανιονίκη Λαμπράκη. Απαντώντας στον αρχηγό της αντιπολίτευσης, ο πρωθυπουργός είπε ότι για αυτήν τη δήλωσή του «θα εντρέπεται εις όλη του τη ζωή».

Την ίδια περίοδο εκδηλώθηκε ανοιχτά η έως τότε λανθάνουσα κρίση στις σχέσεις του Καραμανλή με τα Ανάκτορα, με αφορμή τη διαφωνία των δύο πλευρών όσον αφορά τη σκοπιμότητα της επίσημης επίσκεψης του βασιλικού ζεύγους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Υποβάλλοντας την παραίτησή του στις 11 Ιουνίου 1963, ο Καραμανλής εισηγήθηκε στον Παύλο την άμεση διενέργεια εκλογών με πλειοψηφικό σύστημα για την εκλογή νέας Βουλής, η οποία έπρεπε να έχει αναθεωρητικό χαρακτήρα, παρότι αυτό αντέβαινε στο άρθρο 108 του Συντάγματος. Ο βασιλιάς δεν έκανε αμέσως δεκτή την παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή εξετάζοντας το ενδεχόμενο σχηματισμού νέας, η οποία θα συγκροτούνταν από στελέχη τόσο της ΕΡΕ όσο και της Ενωσης Κέντρου.

Ο Καραμανλής κατάφερε να διατηρήσει την ενότητα του κόμματός του, αποφεύγοντας μια διάσπαση. Επειτα από πρότασή του, ο Παύλος έδωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Παναγιώτη Πιπινέλη στις 17 Ιουνίου. Την επομένη ο Μακεδόνας πολιτικός αναχώρησε για τη Ζυρίχη, δηλώνοντας ότι θα παρέμενε στο εξωτερικό έως την επίσημη προκήρυξη εκλογών. Τη διοίκηση της ΕΡΕ ανέθεσε σε μια τριμελή επιτροπή, η οποία αποτελείτο από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Κωνσταντίνο Ροδόπουλο και τον Παναγή Παπαληγούρα.

Στις 26 Σεπτεμβρίου δημοσιεύτηκε το διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Παρά την απειλή ότι δεν θα επανερχόταν στην πολιτική, ο Καραμανλής επέστρεψε, τελικά, στην Ελλάδα στις 28 Σεπτεμβρίου 1963 αναλαμβάνοντας ξανά την ηγεσία της ΕΡΕ. Οπως παραθέτει η «Καθημερινή» στο πρωτοσέλιδο της 29ης Σεπτεμβρίου, αμέσως μετά την άφιξή του στην Ελλάδα ο Καραμανλής δήλωσε:

«Αισθάνομαι ζωηράν συγκίνησιν διότι ευρίσκομαι και πάλιν εις την Ελλάδα. Πολλά και δυσχερή είναι τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει η χώρα μας […]. Το πρωταρχικόν μας όμως πρόβλημα υπήρξε και είναι το πολιτικόν».

Μετά την επιστροφή του Καραμανλή, δόθηκε επισήμως το σύνθημα για την έναρξη του εκλογικού αγώνα στην Ελλάδα. Εξαρχής κατέστη εμφανές ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου του 1963 θα επέλυε και την πολιτική κρίση, η οποία είχε κάνει την εμφάνισή της ήδη από το 1961.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

Πηγή: kathimerini.gr