Της Σοφίας Γιαννακά

Αναρωτιέμαι τι θα συγκρατήσει η Ιστορία από την περίπτωση Σαμαρά. Στο τελευταίο κρεσέντο του, έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό του Έλληνα πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών. Πάνω στη μανία του, έριξε και το όνομα του Καραμανλή για Πρόεδρο Δημοκρατίας, προφανώς για να τον «κάψει». Έχοντας χάσει και το μέτρο της ευγένειας, προσέβαλε ολόκληρο τον λαό της Κύπρου, μαζί με τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη, λέγοντάς του ότι είναι έτοιμος να συνθηκολογήσει με την Τουρκία, ότι είναι εν ολίγοις προδότης. Κάνοντας τον Ερντογάν να τρίβει τα χέρια του. Και όλα αυτά υπό τον μανδύα του πατριωτισμού.

Όταν υποδαυλίζεις συνεχώς τα περί «μειοδοσίας», ειρωνεύεσαι τον πρωθυπουργό για «χαριεντισμούς» στα εθνικά θέματα, όταν τον ισοπεδώνεις διαρκώς λέγοντας ότι τα κάνει όλα λάθος (από τα ελληνοτουρκικά και την ακρίβεια ως τη διαχείριση, το επιτελικό κράτος και τη woke ατζέντα), δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: είτε επιδιώκεις τη διαγραφή σου γιατί σχεδιάζεις άλλα, είτε γιατί εν τέλει το καλαματιανό DNA υπερισχύει σαφώς του πρωθυπουργικού status.

Στην περίπτωση Σαμαρά οι ενδείξεις δείχνουν το δεύτερο. Και εννοώ ότι σε μια σοβαρή χώρα οι πρώην πρωθυπουργοί είθισται να αποτελούν εθνικό πολιτικό κεφάλαιο. Είναι ολιγόλογοι, Νέστωρες, συμβουλευτικοί και περιεκτικοί. Οι παρεμβάσεις τους είθισται να εισακούγονται ως σημείο αναφοράς για τις παρατάξεις τους. Δεν κινούνται με γινάτι και θυμούς απέναντι στους διαδόχους τους, ούτε κάνουν τις κακές κουτσομπόλες στα πάνελ. Ο Σημίτης, για παράδειγμα, είναι το σωστό μοντέλο πολιτικού: πάντα παρών, υποστηρικτικός για την παράταξή του, ποτέ δεν υπονόμευσε τους επιγόνους του, ακόμη και όσους είχαν ή έχουν εμφανή πολιτικά μειονεκτήματα.

Αντίθετα, ο Αντώνης Σαμαράς επέλεξε τον ρόλο του μανιακού επικριτή του Μητσοτάκη. Θυμίζοντας εν τέλει τον κακό εαυτό του και το βαρύ παρελθόν του: όταν δηλαδή το 1993 προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης της ΝΔ, πάλι με τον μανδύα του πατριωτισμού. Τι κατάφερε; Ζημίωσε τελικά την Ελλάδα και καταλήξαμε στις Πρέσπες. Μια μάτια στο παρελθόν αρκεί για να καταλάβουμε ότι με τις πατριωτικές εξάρσεις δεν ωφελήθηκε ποτέ η χώρα. Πάνω από τα παχιά ή απρεπή λόγια υπάρχουν πάντα τα αδιάψευστα γεγονότα.

Το ίδιο και τώρα. Έκανε συνεχώς focus στα εθνικά θέματα, παρότι καμία εξέλιξη, «προδοσία» ή οπισθοχώρηση στα ελληνοτουρκικά ή αλλού δεν σημειώθηκε που να εξηγεί το μένος του. Και όσο η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη οπλιζόταν έναντι της Τουρκίας (iron dome, F-35, φρεγάτες κ.λπ.), τόσο ο Σαμαράς ανέβαζε τους τόνους. Χωρίς να καταλαβαίνει ότι είναι προτιμότερος ένας πρωθυπουργός που με σύνεση εξοπλίζει αθόρυβα και γρήγορα τη χώρα, αποτρέποντας έτσι μελλοντικά επεκτατικά σχέδια, από έναν πρώην που αρκείται να πετάει εθνικιστικές κορώνες και κούφιες απειλές.

Το θέμα είναι αν ο κ. Σαμαράς έχει σχέδιο επόμενης ημέρας. Ή αν απλώς δανείζει τη φωνή του (όσο αυτή εισακούγεται) σε όσους δεν αντέχουν την ιδέα μιας νέας τετραετίας Μητσοτάκη. Πράγματι, πολλοί «ψάχνονται» αυτό το διάστημα: ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαλυθεί, το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει έτοιμο για υψηλές επιδόσεις, άλλη λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Τι μένει; Το κλασικό εργαλείο της εθνικής αδιαλλαξίας και του δήθεν ξεπουλήματος της Κύπρου, που στοχεύει στο δεξιό και ακροδεξιό κοινό. Καλός ο υπολογισμός, αλλά χρειάζονται έναν σοβαρό επικεφαλής, καθώς επίσης και έναν κόσμο πρόθυμο για τη βουτιά στο κενό. Τα οποία προς το παρόν δεν υπάρχουν.

Τελευταία παρατήρηση: Οι τρεις πρώην μνημονιακοί πρωθυπουργοί -ΓΑΠ, Σαμαράς, Τσίπρας- βρίσκονται πλέον εκτός κεντρικής πολιτικής σκηνής. Όλοι τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στράφηκαν εναντίον των κομμάτων τους, προκαλώντας εσωκομματικές αναταραχές, κρίσεις και διασπάσεις. Για πόσο καιρό ακόμη θα πληρώνουμε την έλλειψη αυτογνωσίας;

Πηγή: iefimerida.gr