Του Μπάμπη Παπαδημητρίου

Στη δεκαετία του 1980, οι προϋπολογισμοί, πλην εκείνου του 1987, αποκαλούντο «αναπτυξιακοί» κι ας μην ήσαν. Το ψευδεπίγραφο περί αναπτύξεως δεν ενοχλούσε τους ψηφοφόρους που έμαθαν να περιμένουν τον προϋπολογισμό για να μάθουν «τι θα μοιράσει ο Ανδρέας».

Κάτι μοίραζε, να είμαστε ειλικρινείς, αλλά το έπαιρνε πίσω με άλλους τρόπους. Κυρίως με τον πληθωρισμό, που ξεπερνούσε το 20%. Αλλά έμμεσοι φόροι και ασφαλιστικές κρατήσεις αυξανόντουσαν συνεχώς σε βάρος της παραγωγής, δηλαδή της επιχειρηματικότητας και της μεσαίας τάξης.

Τότε καθιερώθηκε και ο «κανόνας» άλλον προϋπολογισμό να ψηφίζει η Βουλή και άλλον να εκτελεί η κυβέρνηση. Τη διαφορά την κάλυπτε το κράτος αυξάνοντας τον εξωτερικό αλλά και τον υποχρεωτικό εσωτερικό δανεισμό.

Στην τριετία 1990-1993, οι συνήθειες αυτές καταργήθηκαν και μάλιστα επιθετικά. Τα δημοσιονομικά εξυγιάνθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρόμοια τάξη επικράτησε και στην τριετία 1997-2000, προκειμένου να πιάσουμε τους κανόνες του Μάαστριχτ και να γίνουμε δεκτοί στην ΟΝΕ του ευρώ.

Τα επόμενα χρόνια, κυρίως επειδή δεν είχαν ληφθεί μέτρα εξοικονόμησης κρατικών πόρων στο ασφαλιστικό σύστημα, οι προϋπολογισμοί έκρυβαν την αλήθεια. Την οποία αλήθεια την ανακαλύπταμε με δόσεις, μέχρις ότου πήραμε τη… μεγάλη δόση αληθείας, το 2010 και πτωχεύσαμε.

Ακολούθησαν οι προϋπολογισμοί της μεγάλης διόρθωσης 2011-14, η απομείωση του δημόσιου χρέους το 2012, η διάλυση του τραπεζικού συστήματος και η πλήρης υποβάθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος το 2016-17. Καταλήξαμε, επειδή το παρακάναμε με το τρίτο μνημόνιο, να αφαιρέσει το κράτος περισσότερα χρήματα από όσα χρειαζόταν η ήδη επιτευχθείσα δημοσιονομική σταθεροποίηση.

Μετά το οδυνηρό κτύπημα της πανδημίας, ξεκίνησε, με τους προϋπολογισμούς 2022-2024 η δημοσιονομική εξυγίανση χωρίς μέτρα λιτότητας. Ο προς ψήφιση προϋπολογισμός για το 2025 είναι ο πρώτος που δεν ξεκινά με σηκωμένο το χειρόφρενο του πρωταρχικού ελλείμματος.

Όλη αυτή η μακρά περίοδος των 45 ετών, άφησε δύο μεγάλες αβαρίες.

Η πρώτη είναι το επενδυτικό κενό. Τόσο ως προς τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας όσο -και κυρίως- σε σύγκριση με όσα κατάφεραν άλλα κράτη. Πέσαμε στο χειρότερο σημείο το 2019. Από τότε το κενό μειώνεται, αλλά όχι τόσο όσο απαιτείται για να καλύψουμε το χάσμα που δημιουργήθηκε στη διάρκεια μισού αιώνα.

Η Εισηγητική Έκθεση του Κωστή Χατζηδάκη, σημειώνει πως η περαιτέρω ανάκαμψη των επενδύσεων «αντιστοιχεί σε σωρευτική βελτίωση άνω των δύο τρίτων (69,4%) του επενδυτικού κενού της Ελλάδας το 2025 έναντι του 2019, με το ύψος του επενδυτικού κενού για το έτος να διαμορφώνεται σε 3,3 ποσοστιαίες μονάδες, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2010 έως σήμερα.»

Υποθέτω ότι θα πιάσουμε τον στόχο. Και πάλι όμως το ιστορικό επενδυτικό κενό θα έχει αφήσει το αποτύπωμά του εκεί που πονά περισσότερο: στα εισοδήματα των μισθωτών. Μόνον μια πολιτική υπερεπενδύσεων, με τα κατάλληλα κίνητρα, όπως για παράδειγμα αυτό που πρότεινε ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ, θα υπερκαλύψει την καθυστέρηση της εθνικής επενδυτικής, δηλαδή παραγωγικής, προσπάθειας.

Η δεύτερη μεγάλη αβαρία είναι ότι το συντριπτικό βάρος των φόρων στα εισοδήματα της εργασίας παρατείνεται, αδικαιολόγητα, για ένα ακόμη έτος. Ο προς ψήφιση προϋπολογισμός υπολογίζει ότι «το ποσοστό της ετήσιας πραγματικής ανάπτυξης του 2025, που δεν εξηγείται από τη δυναμική των επενδύσεων, εκτιμάται ότι θα προέλθει σε καθαρή βάση από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης».

Που σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να μειώσει από φέτος τους φόρους στα προσωπικά και οικογενειακά χαμηλά εισοδήματα, κυρίως με την τιμαριθμική προσαρμογή της κλίμακας και την εισαγωγή δύο ενδιάμεσων κλιμακίων μέχρι τις 25.000 ετησίου εισοδήματος. Σχετικές σκέψεις είχα διατυπώσει πριν λίγο καιρό εδώ, αλλά είναι προφανές ότι αντί της επιβράβευσης των μισθωτών για τη συμβολή τους στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, προτιμήθηκε ο σχεδιασμός του εκλογικού κύκλου. Μέχρι τότε, στον προϋπολογισμό του 2026, θα συνεχίσει να εισπράττει υπερέσοδα λόγω πληθωρισμού. Που σημαίνει, πρακτικά, ότι η μεγάλη διαρθρωτική διόρθωση υπερ της παραγωγής και της επιχειρηματικότητας δεν θα ευνοηθεί ούτε από αυτόν τον προϋπολογισμό όπως ακριβώς έκαναν και όλοι οι, επί πεντηκονταετία, προηγούμενοι.

Πηγή: liberal.gr