Της Ευαγγελίας Μπίφη
Επικίνδυνα μονοπάτια ακολουθεί η διακυβέρνηση Τραμπ στην υπόθεση της απέλασης του Αμπρέγκο Γκαρσία στις φυλακές του Ελ Σαλβαδόρ, καθώς οι νομικοί ελιγμοί στους οποίους επιδίδεται προς αποφυγή συμμόρφωσης με τις δικαστικές αποφάσεις που ζητούν την επιστροφή του, φέρνουν τις Ηνωμένες Πολιτείες στα πρόθυρα θεσμικής κρίσης μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Στους χειρισμούς της προεδρίας Τραμπ αντανακλάται η ευρύτερη σύγκρουση με τη Δικαιοσύνη όσον αφορά την επιβολή της πολιτικής των μαζικών απελάσεων μεταναστών, και όχι μόνο, που χαρακτηρίζεται από την περιφρόνηση δικαστικών αποφάσεων, τις δημόσιες επιθέσεις κατά δικαστών εκ μέρους κυβερνητικών στελεχών και την επιχειρούμενη ενίσχυση των προεδρικών εξουσιών.
Η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει πως ήταν αποτέλεσμα «διοικητικού λάθους» η σύλληψη του Κίλμαρ Αρμάντο Αμπρέγκο Γκαρσία στα μέσα Μαρτίου στο Μέριλαντ και η απέλασή του στο Ελ Σαβαδόρ, με το οποίο έχει συνάψει συμφωνία εκατομμυρίων δολαρίων ο Ντόναλντ Τραμπ για τη μεταφορά απελαθέντων μεταναστών στη διαβόητη για τις σκληρές συνθήκες κράτησης μεγα-φυλακή CECOT, όπου οδηγούνται μέλη συμμοριών.
Υπήκοος του Ελ Σαλβαδόρ, ο Γκαρσία εισήλθε παράτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2011, ωστόσο ζούσε και εργαζόταν νόμιμα στο Μέριλαντ από το 2019 όταν εκδόθηκε απόφαση από αρμόδιο δικαστήριο που του παρείχε καθεστώς προστασίας από απέλαση στη γενέτειρά του, καθώς κρίθηκε ότι διέτρεχε κίνδυνο η ζωή του από συμμορίες που στο παρελθόν απειλούσαν την οικογένειά του. Παρά τη νομική αυτή προστασία που του επέτρεψε την παραμονή στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνελήφθη από την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων στις 12 Μαρτίου και απελάθηκε στο Ελ Σαλβαδόρ δίχως να έχει προηγηθεί δικαστική ακρόαση. Η σύζυγός του, Αμερικανίδα, τον αναγνώρισε σε φωτογραφίες από τις φυλακές αρκετές ημέρες αργότερα και κινήθηκε δικαστικά.
Όταν πλέον εκδόθηκε η πρώτη απόφαση περιφερειακού δικαστηρίου που όριζε την απέλαση παράνομη και ζητούσε την επιστροφή του Αμπρέγκο Γκαρσία στις ΗΠΑ, οι δηλώσεις εκ μέρους της κυβέρνησης είχαν μετακινηθεί από το «διοικητικό λάθος» στον ισχυρισμό ότι ο απελαθείς ήταν επικίνδυνο μέλος της συμμορίας MS-13 και τρομοκράτης, με βάση μία αδιευκρίνιστη «αξιόπιστη πηγή» και δίχως να παρέχονται δημοσίως αποδεικτικά στοιχεία.
Αφού παρήλθε η διορία που όριζε το κατώτερο δικαστήριο για την επιστροφή του Γκαρσία, η κυβέρνηση προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο και επικύρωσε ομόφωνα την εντολή περί «διευκόλυνσης» της επιστροφής του απελαθέντος στο Ελ Σαλβαδόρ, αλλά η απόφαση δεν ήταν σαφής ως προς το χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένες υποχρεώσεις της κυβέρνησης -ίσως για να επιδείξουν ενότητα οι δικαστές ή να αποφύγουν μία άμεση συνταγματική κρίση, κατά τον Στίβεν Κόλινσον του CNN, ο οποίος σε χθεσινή ανάλυσή του εξέπεμψε γενικό σήμα κινδύνου για την επίδειξη ισχύος Τραμπ έναντι των θεσμών, των δικαστηρίων, των πανεπιστημίων και των μίντια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ζήτησε ρητά να «διευκολυνθεί» και να «επισπευστεί» από την κυβέρνηση η επιστροφή του Αμπρέγκο Γκαρσία, αλλά η διευκρίνιση που προσέθεσε στην απόφαση περί «οφειλόμενου σεβασμού στην εκτελεστική εξουσία» όσον αφορά τις εξωτερικές υποθέσεις έγινε το «πάτημα» των νομικών ελιγμών της κυβέρνησης για να φέρει την απόφαση στα μέτρα της -ήτοι κατά την τραμπική ερμηνεία της απόφασης, η «διευκόλυνση» που ζητά το δικαστήριο αφορά μόνο τα εσωτερικά εμπόδια στις ΗΠΑ και όχι την ενεργή διαπραγμάτευση με το Ελ Σαλβαδόρ για την αποφυλάκιση και επιστροφή του Γκαρσία.
Τα αμερικανικά δικαστήρια δεν μπορούν να υποχρεώσουν την εκτελεστική εξουσία να διαπραγματευτεί με μια ξένη κυβέρνηση για την επιστροφή ενός απελαθέντος, υποστηρίζει η κυβέρνηση και νίπτει τα χείρας της, προβάλλοντας ζήτημα κυριαρχίας του Ελ Σαβαδόρ. Ιδίως όσον αφορά το Ελ Σαλβαδόρ δεν θα απαιτούνταν καν διαπραγμάτευση, αρκεί ο Τραμπ να το ζητούσε από τον Ναγίμπ Μπουκέλε, ο οποίος προ ετών ήρθε στην εξουσία για να καταστείλει τις συμμορίες που τρομοκρατούσαν το Ελ Σαλβαδόρ. Μαζί κατέστειλε το Κράτος Δικαίου και άλλαξε πρόσωπο ο φόβος, αλλά αυτό δεν «ζυγίζεται» από την παρούσα αμερικανική κυβέρνηση.
Τραμπ και Μπουκέλε βρίσκονταν σε πλήρη σύμπνοια στη συνάντηση της Δευτέρας στο Οβάλ Γραφείο, με τον πρόεδρο του Ελ Σαλβαδόρ να ακολουθεί το σωστό «playbook». Ο μεν Τραμπ υποστηρίζει πως δεν έχει την αρμοδιότητα να ζητήσει τον Αμπρέγκο Γκαρσία, ο δε Μπουκέλε υποστήριξε πως δεν μπορεί να τον δώσει «Πώς να περάσω λαθραία έναν τρομοκράτη στις Ηνωμένες Πολιτείες; Δεν έχω την εξουσία. Το ερώτημα είναι εξωφρενικό», δήλωσε για να ακολουθήσει το επεισόδιο με την δημοσιογράφο του CNN Κέιτλιν Κόλινς.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αν και αρχικά είχε δηλώσει πως θα σεβαστεί την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, έκανε στροφή υπό το επιχείρημα ότι δεν είναι πλέον αρμόδιος για την υπόθεση και τα δικαστήρια δεν μπορούν να υποδεικνύουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Μη θέλοντας να επιτρέψει οποιοδήποτε προηγούμενο δικαστικής παρέμβασης, ακολουθεί μία τακτική που αντίθετα δημιουργεί προηγούμενο ως προς την παράκαμψη της δικαστικής εξουσίας. Η υπόθεση πιθανότατα θα επιστρέψει ξανά στο Ανώτατο Δικαστήριο και εκεί θα είναι η «ώρα της κρίσης» για τους δικαστές, σύμφωνα με τους αναλυτές, καθώς θα κληθούν να αποφανθούν καθαρά εάν η κυβέρνηση μπορεί να υποχρεωθεί να εξασφαλίσει την επιστροφή του Αμπρέγκο Γκαρσία.
Αρκετοί δικαστικοί θεωρούν πως το Ανώτατο Δικαστήριο φέρει μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση, καθώς… μάσησε τα λόγια του. Ωστόσο, όπως αναφέρει η πρώην δικαστικός Σίρα Σέιντλιν, η κυβέρνηση Τραμπ με τις ενέργειές της εισέρχεται σε επικίνδυνα νερά. «Αυτό που παρακολουθούμε είναι μια ξεκάθαρη περιφρόνηση της εντολής του Ανώτατου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έδωσε ρητή εντολή στην κυβέρνηση να διευκολύνει την επιστροφή του και να την επισπεύσει. Αυτή η περιφρόνηση μας φέρνει στα πρόθυρα μίας συνταγματικής κρίσης μεταξύ της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας», δήλωσε.
Η υπόθεση Γκαρσία ξεπερνά κατά πολύ την τύχη του ιδίου και αποτελεί ένα μεγάλο «test case» για την αποφυγή συμμόρφωσης με δικαστικές αποφάσεις από μία κυβέρνηση ήδη σε σύγκρουση με το δικαστικό σύστημα. Η ρητορική και οι ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ υποδηλώνουν ότι προτίθεται να συνεχίσει να δοκιμάζει τα όρια της δικαστικής εξουσίας, ιδίως σε τομείς όπου ο πρόεδρος διεκδικεί «αποκλειστική» εξουσία, όπως η μετανάστευση και η εθνική ασφάλεια.
Η προεδρία Τραμπ έχει ανασύρει νόμους εκτάκτου ανάγκης του 18ου αιώνα εμφανίζοντας τις ΗΠΑ «εν καιρώ πολέμου» με εχθρό τις συμμορίες της κεντρικής Αμερικής. Στις 15 Μαρτίου η αμερικανική κυβέρνηση επικαλέστηκε το Νόμο Περί Αλλοδαπών Εχθρών (Alien Enemies Act) του 1798 για να απελάσει περίπου 200 μετανάστες από τη Βενεζουέλα. Την ίδια ημέρα, ο δικαστής με έδρα την Ουάσινγκτον Τζέιμς Μπόασμπεργκ εξέδωσε προφορική εντολή για προσωρινό μπλόκο των απελάσεων. Η κυβέρνηση έλαβε συνειδητά την απόφαση να αγνοήσει την εντολή και ο Τραμπ ζήτησε δημοσίως την καθαίρεση του δικαστή, χαρακτηρίζοντάς τον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «ριζοσπαστικό αριστερό παράφρονα» για να ακολουθήσει η σπάνια δημόσια επίπληξη του ανώτατου δικαστή Τζον Ρόμπερτς, ο οποίος υπερασπίστηκε τη δικαστική ανεξαρτησία και δήλωσε ότι η παραπομπή δεν αποτελεί κατάλληλη απάντηση σε διαφωνίες σχετικά με αποφάσεις.
Ο Τομ Χόμαν, ο «τσάρος των συνόρων» του Τραμπ, δήλωσε από πλευράς του δημοσίως «δεν με ενδιαφέρει τι σκέφτονται οι δικαστές. Δεν με νοιάζει», απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τη συμμόρφωση με τις δικαστικές αποφάσεις. Ο ίδιος επιχείρησε ακολούθως να ανακαλέσει το σχόλιο που αντανακλά ακριβώς την τάση παράκαμψης της δικαστικής εξουσίας.
Η ανησυχία εντείνεται ακόμη περισσότερο καθώς πληθαίνουν οι αναφορές του Ντόναλντ Τραμπ (η τελευταία έγινε προχθές καθώς μιλούσε με τον Μπουκέλε του Ελ Σαλβαδόρ) ότι δεν αποκλείει να απελάσει και Αμερικανούς πολίτες που κρατούνται στις ΗΠΑ στις διαβόητες φυλακές του Ελ Σαλβαδόρ. Παρότι καταφανώς αντισυνταγματικό, ο Αμερικανός πρόεδρος δηλώνει ότι η κυβέρνηση «μελετά αυτή τη στιγμή τη νομοθεσία» και «αν μπορούμε να το κάνουμε, αυτό είναι καλό».
Πηγή: liberal.gr