Του Σπύρου Αλεξόπουλου

Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα στις ΗΠΑ έχει ταυτιστεί, από την εποχή του Ronald Reagan την δεκαετία του 1980, με την φιλοσοφία του «laissez – faire» δηλαδή το μοντέλο καπιταλισμού όπου το κράτος αφήνει τις επιχειρήσεις σχεδόν ελεύθερες να κινηθούν με βασικό γνώμονα την επίτευξη κερδών.

Στο μοντέλο αυτό υπάρχουν όσο το δυνατόν λιγότεροι εποπτικοί και νομοθετικοί κανόνες που να διέπουν την λειτουργία των επιχειρήσεων. Ο Ντόναλντ Τραμπ και οι στενοί του συνεργάτες, στους οποίους θα βασιστεί για να κυβερνήσει την επόμενη τετραετία μπορούμε να πούμε πως είναι φανατικοί οπαδοί αυτής της φιλοσοφίας, με τον πανταχού παρόντα Elon Musk να αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Όπως όμως γίνεται σχεδόν πάντα, σε αυτόν τον κανόνα υπάρχει μία εξαίρεση: η αντιμετώπιση των μεγάλων τεχνολογικών επιχειρήσεων από τις αντιμονοπωλιακές αρχές. Ειδικά για τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, καθώς για την πλειονότητα των επιχειρηματικών τομέων το πιθανότερο είναι πως η στάση της νέας κυβέρνησης θα είναι πολύ πιο θετική στον τομέα των εξαγορών και συγχωνεύσεων απ’ ότι η απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν.

Αυτό σημαίνει πως λογικά δεν θα δούμε να μπαίνει φρένο από την FTC (Federal Trade Commission) και το υπουργείο δικαιοσύνης σε κινήσεις όπως η εξαγορά των σούπερ μάρκετ Albertson’s από την Kroger και η εξαγορά της εταιρείας ειδών πολυτελείας Capri από την Tapestry. Αυτό θα είναι αποτέλεσμα και της αποχώρησης της Lina Khan από την ηγεσία της FTC και του Jonathan Kanter από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου δικαιοσύνης. Υπενθυμίζουμε πως η Khan και οι συνεργάτες της, με την ευλογία του Τζο Μπάιντεν, εφάρμοσαν μία πολύ ευρεία ερμηνεία της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας για να σταματήσουν ένα μεγάλο πλήθος επιχειρηματικών συμπράξεων.

Αυτό είναι βέβαιο πως θα σταματήσει μετά τις 20 Ιανουαρίου που θα ξεκινήσει η θητεία του Ντόναλντ Τραμπ και νέα πρόσωπα θα αναλάβουν κρίσιμα πόστα στην κυβέρνηση και την δημόσια διοίκηση. Όσον αφορά όμως τις μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά γιατί οι αντιμονοπωλιακές αρχές τις κυνηγούν τα τελευταία χρόνια, από την περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ, αλλά όχι για να σταματήσουν μεγάλες εξαγορές και συγχωνεύσεις όσο γιατί τις κατηγορούν πως λόγω του μεγέθους τους συμπεριφέρονται ήδη μονοπωλιακά.

Πλήθος δημοσιευμάτων στον αμερικανικό Τύπο δείχνει πως οι μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις δεν πρέπει να περιμένουν πολύ καλύτερα πράγματα από τις 20 Ιανουαρίου και μετά. Στις 12 Δεκεμβρίου, σε άρθρο του Bloomberg διαβάσαμε πως τα πρόσωπα που επέλεξε ο Τραμπ για να αναλάβουν την δράση εναντίον των μονοπωλίων δεν προβλέπεται να χαριστούν απέναντι στις μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις. Οι απόψεις του Andrew Ferguson που θα διαδεχθεί την Lina Khan στην ηγεσία της FTC, του Mark Meador που θα πληρώσει μία από τις κενές θέσεις του πενταμελούς διοικητικού συμβουλίου της FTC και της Gail Slater που θα αντικαταστήσει τον Jonathan Kanter στον αρμόδιο τομέα του υπουργείου δικαιοσύνης, είναι τέτοιες που σίγουρα κάνουν τις διοικήσεις των τεχνολογικών κολοσσών να μην νοιώθουν και πολύ καλά.

Όπως αναφέρει το διεθνές πρακτορείο, βασιζόμενο σε δηλώσεις ανθρώπων που ανήκουν στο ευρύτερο περιβάλλον του Τραμπ, και οι τρεις παραπάνω είναι βαθείς γνώστες της σχετικής νομοθεσίας και μοιράζονται με αυτούς που θα αντικαταστήσουν τη θέληση να εμποδίσουν τις επιχειρήσεις που με τις πράξεις τους πλήττουν τον ανταγωνισμό στις αγορές. Η διαφορά τους με την Lina Khan και τον Jonathan Kanter είναι πως αυτοί δεν έχουν πρόβλημα απλώς με το μεγάλωμα εταιρειών αλλά μόνο με την συμπεριφορά που πραγματικά μειώνει τον ανταγωνισμό στην αγορά.

Στις 19 Δεκεμβρίου, άρθρο στο Forbes ανέφερε πως το τρίο που θα κινεί τα νήματα της αντιμονοπωλιακής ομοσπονδιακής πολιτικής ανήκει σε μία πτέρυγα του ρεπουμπλικανικού κόμματος που προτιμά την δυναμική αντιμετώπιση αυτών των επιχειρηματικών πρακτικών από την μεριά του κράτους. Στο ίδιο άρθρο, του εξωτερικού συνεργάτη του Forbes Owen Tedford, αναφέρεται πως η νέα ηγεσία δεν θα εγκαταλείψει τις υποθέσεις που είναι σε εξέλιξη εναντίον αυτών των επιχειρήσεων και πως το μόνο «ευχάριστο» για τους τεχνολογικούς κολοσσούς είναι, κατά τον Tedford, πως οι ποινές που θα επιδιώξει η νέα αντιμονοπωλιακή ηγεσία δεν θα είναι τόσο αυστηρές όπως π.χ. η απαίτηση του υπουργείου Δικαιοσύνης να διασπαστεί η Google και να αποχωριστεί τον φυλλομετρητή του διαδικτύου (web browser) Chrome.

Από τις πληροφορίες και τις εκτιμήσεις του αμερικανικού Τύπου είναι λοιπόν φανερό πως οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες δεν πρέπει να περιμένουν πως θα βρεθούν και πάλι στο απυρόβλητο, όπως γινόταν μέχρι πριν μερικά χρόνια. Όμως, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, η επιθυμία του Τραμπ και των συνεργατών του να «στριμώξουν» τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες έχει και άλλα κίνητρα, κάτι που φαίνεται και από δηλώσεις τους.

Σύμφωνα με το Bloomberg, με την ευκαιρία της ανακοίνωσης του ορισμού της Gail Slater στην διεύθυνση δίωξης των μονοπωλίων του υπουργείου δικαιοσύνης, ο Τραμπ είπε πως «για χρόνια η Big Tech δρα ανεξέλεγκτα, πνίγοντας τον ανταγωνισμό στον πιο καινοτόμο τομέα της οικονομίας και, όπως ξέρουμε όλοι, καταπατώντας τα δικαιώματα τόσων πολλών Αμερικανών, όπως και τα δικαιώματα της Little Tech». Τι εννοεί όμως ο Τραμπ μιλώντας για δικαιώματα; Κατά πάσα πιθανότητα αυτό που εννοεί και ο Andrew Ferguson, ο επόμενος πρόεδρος της FTC.

Στο ίδιο άρθρο του Bloomberg είδαμε πως ο Ferguson πολύ πρόσφατα, με αφορμή μία υπόθεση στο Τέξας, ζήτησε την διεξαγωγή έρευνας εναντίον των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών για «λογοκρισία του περιεχομένου των πλατφορμών τους και για την απαγόρευση συμμετοχής πολιτών σε αυτές». Ο Ferguson έγραψε πως «για πολλά χρόνια φαίνεται πως οι μεγάλες πλατφόρμες ασκούν μία συντονισμένη λογοκρισία», προσθέτοντας ότι «απαγόρευσαν την διαφορετική άποψη σε θέματα όπως η προέλευση του Covid – 19, η υποχρέωση χρήσης μάσκας, η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια των εμβολίων, η διεμφυλικότητα (transgenderism) και η αξιοπιστία των εκλογών του 2020». 

Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε, χωρίς να μπορούμε βέβαια να είμαστε και σίγουροι, πως ο Τραμπ, ο αντιπρόεδρός του J.D. Vance και η νέα ηγεσία των αντιμονοπωλιακών αρχών μπορεί να θέλουν να «εκδικηθούν» τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες για τον τρόπο που χειρίστηκαν διάφορα ζητήματα σχετικά με την ελευθερία του λόγου και την ελευθερία έκφρασης απόψεων.

Προφανώς αυτό μπορεί να μην ισχύει, αλλά είμαστε βέβαιοι πως οι διοικήσεις των Big Tech δεν έχουν καμία διάθεση να το ρισκάρουν. Δεν μας κάνει καθόλου εντύπωση λοιπόν πως βασικοί μέτοχοι και ανώτατοι αξιωματούχοι από όλες τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες που παραδοσιακά συμπαθούν το Δημοκρατικό κόμμα, έχουν σπεύσει εδώ και μερικές εβδομάδες να προσεγγίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ και τους στενούς συνεργάτες τους.

Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα, αλλά από το ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου μαθαίνουμε πως κάθε μέρα κάποιος από αυτούς επισκέπτεται τον επερχόμενο πρόεδρο στο στρατηγείο του στην Φλόριντα ή κάποιους από τους στενούς του συνεργάτες κάπου αλλού. Μαθαίνουμε επίσης πως κάποιες από αυτές τις εταιρείες έχουν ήδη ενισχύσει οικονομικά την ετοιμασία της ορκωμοσίας της 20ης Ιανουαρίου. Κάποιος κυνικός θα μπορούσε να πει πως οι γίγαντες της τεχνολογίας αναγνωρίζουν πως έχασαν τη μάχη και σπεύδουν να προσκυνήσουν τον νέο αρχηγό για να κερδίσουν την εύνοιά του. Μπορεί να είναι και έτσι αλλά εμείς δεν τους αδικούμε, η δουλειά τους είναι να προστατεύουν τους εργαζόμενους, την κερδοφορία και τους μετόχους τους.

Πηγή: liberal.gr