Οι κινήσεις του πρώην πρωθυπουργού που δείχνουν την πολιτική επιστροφή του, παρά τις διαψεύσεις από τον στενό του κύκλο – Το κενό στον χώρο της Κεντροαριστεράς, οι φήμες για πρωτοβουλίες τον Σεπτέμβριο και ο κίνδυνος να τους έχει όλους απέναντι.

Του Αντώνη Καρακούση

Ο Αλέξης Τσίπρας με τη διοργάνωση της δεύτερης διεθνούς διάσκεψης του ομώνυμου Ινστιτούτου του στην Αθήνα και κυρίως με την περιγραφή και αξιολόγηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στον κόσμο και στη χώρα, μάς επιβεβαίωσε πλήρως τη διάθεσή του για δυναμική επαναδραστηριοποίηση και διεκδίκηση πρωταγωνιστικού ρόλου στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Η διάσκεψη με τη συμμετοχή ξεχωριστών προσωπικοτήτων από την Αμερική και την Ευρώπη, όπου «συγκροτούνται και συγκρούονται τα νέα ρεύματα της σύγχρονης πολιτικής», του προσέφερε ένα ευπρόσωπο βήμα να περιγράψει τις απόψεις, τις θέσεις, το όραμά του, να μιλήσει για τον «νέο πατριωτισμό» και μαζί για τον δρόμο που προκρίνει εκείνος στην αντιπαράθεση με «την Ακροδεξιά και τον αυταρχικό νεοφιλελευθερισμό», που κατ’ αυτόν, φροντίζουν αποκλειστικά τα πλούτη των λίγων και αγνοούν τις ανάγκες της πλειονότητας των πολιτών.

Στόχευση και επαναπροσδιορισμός

Είναι ενδεικτική μια αποστροφή των λόγων του, όταν εκτίμησε ότι μόνο το 20% του ελληνικού λαού απολαμβάνει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και καταφέρνει να αποταμιεύει, ενώ το υπόλοιπο 80% τα φέρνει δύσκολα πέρα, παλεύει για να καλύψει τα πολλά έξοδα του μήνα. Δηλωτική και αυτή του εύρους της κοινωνικής και πολιτικής απεύθυνσης, αλλά και του πολιτικού επαναπροσδιορισμού, που εκτείνεται από τη σκληρή αριστερή αμερικανική εκδοχή του Μπέρνι Σάντερς και του Μάικλ Μαντέλ, μέχρι την πιο συντηρητική της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που εξέφρασαν στη διάσκεψη ο πρώην ιταλός πρωθυπουργός – από τους καθοδηγητές, μαζί με τον Μάριο Ντράγκι, της ευρωπαϊκής μετεξέλιξης – Ενρίκο Λέτα και η αναπληρώτρια πρωθυπουργός της Ισπανίας, Γιολάντα Ντίαζ.

Κοινώς, δεν άφησε αμφιβολίες για τις προθέσεις του, αν και συστηματικά απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά σε νέο σχήμα ή κόμμα, τη δημιουργία και συγκρότηση του οποίου οι περισσότεροι προεξοφλούν και αναμένουν σε ευθετότερο χρόνο, όταν ωριμάσουν οι πολιτικές συνθήκες και φανερωθεί πλήρως η αδυναμία της κατακερματισμένης κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, να συγκροτήσει αξιόμαχο και διεκδικητικό σχήμα απέναντι στην τρέχουσα νεοδημοκρατική υπεροχή.

Διαψεύδει τις φήμες ο στενός κύκλος

Ο στενός κύκλος του πάντως αμφισβητεί τα σενάρια και φήμες που θέλουν την ίδρυση του νέου σχήματος, κινήματος ή κόμματος Τσίπρα, τον προσεχή Σεπτέμβριο. Μιλάει περισσότερο για πρωτοβουλία διαλόγου και αναζήτησης, παρά για οτιδήποτε άλλο. Οι στενότεροι των συνεργατών του, όταν ερωτώνται πιεστικά, απαντούν πως «ακόμη δεν έχει αποφασίσει αν θα επιχειρήσει κάτι τέτοιο, πώς είναι δυνατόν να έχει ορίσει τον χρόνο».

Με άλλα λόγια, διαψεύδουν με κατηγορηματικό τρόπο όλες τις προαναφερόμενες φήμες και πληροφορίες ως αβάσιμες, που δεν πηγάζουν από τον ίδιο, παρά διακινούνται από τρίτους. Ωστόσο, όταν αντιμετωπίζουν την προφανή διαπίστωση ότι όλες οι κινήσεις και οι λόγοι δημιουργούν την αίσθηση προπαρασκευαστικών πρωτοβουλιών και πράξεων προς αυτή την κατεύθυνση, αποφεύγουν οποιαδήποτε ευθεία απάντηση, δηλώνοντας ότι «είναι θέμα πολιτικής και δημοσιογραφικής εκτίμησης».

Κατά τα φαινόμενα, το καλοκαίρι θα κυλήσει με τις εντυπώσεις που άφησαν η εμφάνιση και ο λόγος του κ. Τσίπρα στη διεθνή διάσκεψη και οι όποιες κινήσεις και πρωτοβουλίες θα αναπτυχθούν πιθανώς μετά τον Σεπτέμβριο. Το σίγουρο, επί του παρόντος, είναι ότι η παράμετρος Τσίπρα μπήκε για τα καλά στην πολιτική ζωή της χώρας και μένει να αποδειχθεί αν εντέλει θα επιχειρηθεί και πόσο σημαντική θα είναι, πόσο δηλαδή θα επηρεάσει τις πολιτικές και κατ’ επέκταση τις εκλογικές συνθήκες.

Η πολυπαραγοντική εξίσωση Τσίπρα

Σε ανύποπτο χρόνο πάντως, ο ίδιος είχε περιγράψει σε συνομιλητές του το πολιτικό κενό της περιόδου και είχε εκφράσει τη διάθεσή του να κινηθεί προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός νέου κεντροαριστερού κινήματος, ικανού να εκπροσωπήσει με επάρκεια και αξιοπιστία την ευρύτερη δημοκρατική παράταξη. Ο ίδιος πίστευε και πιστεύει, παρά τις όποιες διαψεύσεις, ότι χρειάζεται ένα καινούργιο σχήμα, απαλλαγμένο από τα βάρη του παρελθόντος, χτισμένο από νέα πρόσωπα και δυνάμεις, που θα ενσωματώνει τις εθνικές, οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες της εποχής, θα είναι ικανό να αναγεννήσει τις προσδοκίες και να κερδίσει τις καρδιές της πλειονότητας των πολιτών, οι οποίοι βιώνουν τη μονομέρεια της πολιτικής του κ. Μητσοτάκη, οι επιδόσεις της οποίας εξαντλούνται στον χρόνο και πλέον δεν κινητοποιούν την κοινωνική πλειοψηφία, παρότι εκεί έξω, ιδιαιτέρως στην αστική ζώνη, υπάρχει ισχυρός κύκλος υποστηρικτών του.

Το πρόβλημα για τον κ. Τσίπρα είναι ότι σε αυτές τις συνθήκες καλείται να λύσει μια πολυπαραγοντική πολιτική εξίσωση, μια εξίσωση με πολλές μεταβλητές, τις οποίες δεν ελέγχει. Για να επιχειρήσει το άλμα, οφείλει να ξεκαθαρίσει τη σχέση του με το παρελθόν, να κάνει ειλικρινή αυτοκριτική, να πλαισιωθεί από νέα πρόσωπα, ξεπερνώντας παλαιούς δεσμούς και σχέσεις και μαζί να επαναπροσεγγίσει και να διεκδικήσει τους ψηφοφόρους της ευρύτερης κεντροαριστερής παράταξης, χωρίς να ερεθίσει τις ηγεσίες των πολλών αντιπολιτευτικών κομμάτων, χωρίς δηλαδή να βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να τους έχει όλους απέναντι.

Η λύση αυτής της πολυπαραγοντικής εξίσωσης ούτε απλή είναι ούτε εγγυημένη βεβαίως. Εξού και η δυστοκία, η αμηχανία και η αναστολή που χαρακτηρίζουν την προσπάθεια δυναμικής ηγεμονικής επανάκαμψης, αντίστοιχη, τηρουμένων των αναλογιών, εκείνης του Ανδρέα Παπανδρέου το 1974.

Η αμήχανη πολική περίοδος και η ευκαιρία

Η αλήθεια είναι ότι άπαντες, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι, αποδέχονται ότι η τρέχουσα πολιτική περίοδος είναι εμφανώς αμήχανη. Και αυτό επειδή πρώτη φορά στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, υπάρχει μία και μόνη ισχυρή πολιτική δύναμη, ικανή να διεκδικήσει με αξιώσεις την εξουσία.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής, συγκρούονταν και ανταγωνίζονταν δύο σχεδόν ισοδύναμες πολιτικές οικογένειες. Σήμερα, μόνο η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη, παρότι φθειρόμενη από την εξαετή θητεία της στη διακυβέρνηση της χώρας, μπορεί να κατέλθει με αξιώσεις στον εκλογικό στίβο και να διεκδικήσει, έστω με τη συνδρομή κάποιου συμμάχου, τη διακυβέρνηση της χώρας για άλλα τέσσερα χρόνια.

Ο κ. Μητσοτάκης προσπαθεί τελευταίως να οργανώσει και να συντονίσει καλύτερα τη διακυβέρνηση και να περιορίσει τα πολλά κύματα φθοράς. Ανώτερα κυβερνητικά στελέχη σημειώνουν ότι η παρουσία του αντιπροέδρου Κωστή Χατζηδάκη έχει βοηθήσει στον συντονισμό του κυβερνητικού έργου, το οποίο ωστόσο πολύ απέχει από το να πετύχει την ανανέωση της εμπιστοσύνης.

Από εκεί και πέρα, κανένα από τα υπόλοιπα σχήματα και κόμματα δεν μπορεί στην παρούσα φάση να δηλώσει, χωρίς να λοιδορηθεί, ότι μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις την εξουσία από τον κ. Μητσοτάκη. Το ΠαΣοΚ τείνει να καταγραφεί στη συνείδηση των πολιτών ως συμπληρωματική της Νέας Δημοκρατίας δύναμη και γι’ αυτό δεν μπορεί να ανακάμψει δυναμικά, ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τα φαινόμενα, δεν μπορεί να σηκωθεί και τα υπόλοιπα μικρότερα της Αριστεράς παραπαίουν μεταξύ φθοράς και απραξίας. Ακόμη και η δημοσκοπική επίδοση της Πλεύσης Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου δείχνει να πνίγεται στις πολλές εντάσεις που δημιουργεί.

Αυτή η ιδιαίτερη πολιτική συνθήκη τροφοδοτεί, όπως όλα δείχνουν, τις φιλοδοξίες του κ. Τσίπρα. Και είναι αυτή επίσης που πολλαπλασιάζει τις κυβερνητικές ανησυχίες και εξηγεί τις συνεχείς επιθέσεις εναντίον του, ιδιαιτέρως μετά τη διεθνή διάσκεψη των Αθηνών.

Πηγή: tovima.gr