Του Άρη Πορτοσάλτε
Ο,τι κι αν σκεφτούμε, όπως και να δούμε τα πράγματα, οι χαμηλοί μισθοί είναι αυτό που ζορίζει περισσότερο την Κυβέρνηση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα. Αντανακλά στα πάντα. Επηρεάζει την ομαλότητα. Φέρνει γκρίνια. Χαλάει την εικόνα. Προκαλεί υποδόριες παρενέργειες. Η δυσαρέσκεια απλώνεται στην κοινωνία ταχύτατα, χρειάζεται επαγρύπνηση κι όχι εφησυχασμός.
Η Αντιπολίτευση προφανώς ανίκανη να χειριστεί το πρόβλημα, δεν έχει κανείς να περιμένει κάτι. Διότι δεν έχει την αναγκαία τεχνοκρατική παιδεία, όταν η ίδια η Κυβέρνηση εμφανίζει έλλειμμα, κι ούτε το κουράγιο να υπερβεί τον κολλημένο στον λαϊκισμό εαυτό της. Το μισθολογικό υποχρεώνει την πολιτική τάξη να καταφύγει σε υπερβάσεις και να αναζητήσει συγκλίσεις και συνεννοήσεις. Αμφιβάλλω εάν οι πολιτικές δυνάμεις είναι έτοιμες να θυσιάσουν, πάνω απ’ όλα, την ύπαρξη τους.
Δεν θα το ομολογήσουν, προφανώς, δημοσίως οι παράγοντες της οικονομίας μαζί και της πολιτικής, αλλά η μισθολογική υστέρηση ρίχνει τη βαριά σκιά της. Με τη μειωμένη αγοραστική δύναμη όλα φαίνονται πανάκριβα. Από το καθημερινό σούπερ μάρκετ μέχρι τις ολιγοήμερες διακοπές στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, όπου θα μαζευτεί η Ελλάδα το δεκαπενθήμερο από την παραμονή της Παναγίας έως το τέλος Αυγούστου. Άντε να πεις φωναχτά πως και μόνο αυτό από μόνο του απογειώνει τις τιμές. Σε φάγανε! Και μετά είναι και τα εισιτήρια της ακτοπλοΐας. Όλη η οικογένεια και το αυτοκίνητο μαζί. Το κόστος των εισιτηρίων ξεπερνά και τον βασικό μισθό, εάν προτιμήσεις τα γρήγορα πλοία. Κι έφτασες στον προορισμό σου. Σε περιμένει το επόμενο κόστος. Η ενοικίαση της στέγης στις ορέξεις του ιδιοκτήτη, του ήδη χορτασμένου από τα έσοδα των αλλοδαπών τουριστών που κατακλύζουν το νησί. Κάποτε πρέπει να φας κιόλας…
Οι καχεκτικοί μισθοί συνδυάζονται με την υψηλή δαπάνη των ολιγοήμερων διακοπών και φτιάχνουν εκρηκτικό μείγμα. Μόνος τρόπος προσέγγισης η σοβαρότητα. Σε μια οικονομία, που το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων υπερβαίνει κατά πολύ το 90%, η αδυναμία διαχείρισης του προβλήματος αποκαλύπτεται διάπλατα.
Τα εύκολα λόγια περιττεύουν. Η Κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει λύσεις μόνη της. Δεν υπάρχουν άλλωστε απαντήσεις εύκολες. Και θα ήταν απρονοησία να κινηθεί χωρίς να ζητήσει συνεργασία. Ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, με τον προσφάτως εκλεγμένο Πρόεδρο Σπ. Θεοδωρόπουλο, καθ’ όλα επιτυχημένο επιχειρηματία και το συμβούλιο του είναι εκ του θεσμικού του ρόλου συνεργάτης. Το ίδιο, από την άλλη πλευρά, η ΓΣΕΕ με πρόεδρο, τον διαλλακτικό και συζητήσιμο Γιάννη Παναγόπουλο. Εδώ, θα προσέλθουν κι άλλοι παράγοντες από τον επιχειρηματικό συνδικαλισμό. Δεν χανόμαστε, η Κυβέρνηση παίρνει τις αποφάσεις, εκείνη τις χρεώνεται. Η συνεννόηση κι η συνεργασία δεν σημαίνουν διάχυση των ευθυνών. Ο Πρωθυπουργός φέρει ακέραια την πολιτική ευθύνη.
Η μισθολογική πολιτική σε μια ανοικτή οικονομία δεν πρέπει να υπαγορεύεται από τον εκάστοτε υπουργό Οικονομικών, αλλά να έρχεται ως αποτέλεσμα των καλών επιδόσεων της. Η Κυβέρνηση, επωμίζεται το καθήκον, να ορίζει τον κατώτατο, εισαγωγικό μισθό για να δώσει τον τόνο της κοινωνικής πολιτικής της. Στη συνέχεια αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις.
Η ανάληψη των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών δεν υπαγορεύεται από τις κυβερνητικές επιθυμίες, ούτε κι από τις παραινέσεις. Δεν καταβάλλει η Κυβέρνηση τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, οι επιχειρήσεις πληρώνουν. Κι είναι συνάρτηση της παραγωγικότητας και της αύξησης των κερδών τους.
Το καλά αμειβόμενο προσωπικό λειτουργεί αποδεδειγμένα υπέρ της εταιρείας. Την αρχή υιοθετούν με μεγαλύτερη ευκολία οι μεγάλες σε δυναμικό, δυναμισμό και όγκο κερδών. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, έχουμε πολύ λίγες εταιρείες που να συνδυάζουν όλους αυτούς τους παράγοντες. Χίλιοι δύο λόγοι συντείνουν στο ελληνικό φαινόμενο. Κάποτε πρέπει να τεθούν ανοικτά όλες οι παράμετροι, για να αναζητηθούν οι ρεαλιστικές λύσεις.
Το μισθολογικό είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα σήμερα της ελληνικής οικονομίας. Καμία πρόοδος δεν μπορεί να αιτιολογηθεί χωρίς να βελτιωθούν ουσιαστικά οι απολαβές των εργαζομένων.
Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, αρχές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου, ο Πρωθυπουργός θα πρέπει να πει συγκεκριμένα πράγματα.
Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο, από το να περιμένουμε…
Πηγή: liberal.gr