Του Κώστα Στούπα

Σε μια Ευρώπη που βλέπει τον Βλαντιμίρ Πούτιν ως την επιτομή της απειλής, η Κύπρος μοιάζει να βρίσκεται σε… παράλληλο γεωπολιτικό σύμπαν. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, πάνω από το 60% των Κυπρίων δηλώνει θετική άποψη για τον Ρώσο πρόεδρο, ενώ και ο Σι Τζινπίνγκ απολαμβάνει αντίστοιχα υψηλά ποσοστά δημοφιλίας.

Αντίθετα, οι ηγέτες της δημοκρατικής Δύσης, όπως ο Εμανουέλ Μακρόν και ο Όλαφ Σολτς (ή Μέρτς για όσους μπερδεύουν τους Γερμανούς στο τιμόνι), κυμαίνονται σε μονοψήφια επίπεδα ενθουσιασμού – με το 30% να φαντάζει σχεδόν εντυπωσιακό. Ούτε καν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ξεφεύγει από τη μετριότητα των αριθμών, απολαμβάνοντας (ή μάλλον υπομένοντας) μια ελάχιστη αναγνώριση στη Μεγαλόνησο.

Μοναδική εξαίρεση στο γενικότερο «αντιδυτικό» αίσθημα φαίνεται να αποτελεί ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος καταφέρνει να συγκεντρώσει 44% θετικές γνώμες. Προφανώς, ο αντιδυτικισμός έχει μια χροιά εχθρότητας προς τη δημοκρατία από τη σκοπιά του αυταρχισμού.

Η Κύπρος, αξίζει να σημειωθεί, είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα όπου ο Πούτιν απολαμβάνει περισσότερη εμπιστοσύνη ακόμη και από την Ελλάδα.

Σε αντίθεση, η υπόλοιπη Ευρώπη αντιμετωπίζει το Κρεμλίνο με ένα βλέμμα που κυμαίνεται μεταξύ καχυποψίας και απόγνωσης. Μια έρευνα του Pew Research Center το 2023 αποκάλυψε πως το 87% των ερωτηθέντων σε 24 χώρες δεν εμπιστεύεται τον Πούτιν ούτε για να ποτίσει τα φυτά τους. Στη Ρουμανία, χώρα που έχει «δοκιμάσει» από πρώτο χέρι τη σοβιετική φροντίδα, μόλις το 3% δηλώνει θετική άποψη για τον Ρώσο ηγέτη, ενώ το 70% δηλώνει ανοιχτά την απέχθειά του.

Η εξήγηση για το φαινόμενο «ρωσοφιλίας» Ελλάδας και Κύπρου ποικίλλει – και έχει τόση ποικιλία όση και οι θεωρίες συνωμοσίας στο ελληνικό ίντερνετ. Από την κοινή ορθόδοξη πίστη, μέχρι την αντίληψη περί κοινών γεωπολιτικών συμφερόντων ενάντια στην Τουρκία, δεν λείπουν οι πρόθυμοι ερμηνευτές.

Αλλά ας μην παραλείψουμε το διαχρονικό ελληνικό (και κυπριακό) «παράπονο» για τη δυτική υποκρισία. Η παθητική στάση ΗΠΑ και Ευρώπης κατά την τουρκική εισβολή του 1974 και την κατοχή του 30% του νησιού έχει αφήσει βαθιά αποτυπώματα. Η Δύση, αμήχανη και αδιάφορη, περιορίστηκε σε λεκτικές καταδίκες και θερμά συλλυπητήρια – χωρίς, ωστόσο, να κουνηθεί ούτε μια φρεγάτα.

Αντί να αποτρέψει την τουρκική εισβολή, η Ουάσιγκτον –σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές της ιστορίας– προτίμησε να «τιμωρήσει» τον Μακάριο για τις φιλίες του με το Κίνημα των Αδεσμεύτων και τη Μόσχα. Η χούντα των Αθηνών, με μια αφέλεια που σήμερα προκαλεί μόνο πικρό γέλιο, πίστεψε ότι θα είχε την αμερικανική έγκριση για την απομάκρυνση του «ερυθρού παπά». Τελικά, οι ΗΠΑ προτίμησαν να αναθέσουν τη “διευθέτηση” στην Τουρκία – το άλλο πιστό μέλος του ΝΑΤΟ, εκείνο με τα τεθωρακισμένα.

Η ειρωνεία είναι πως, πενήντα χρόνια μετά, αυτή η πληγή όχι μόνο παραμένει ανοιχτή, αλλά φαίνεται να καθοδηγεί ακόμη την εξωτερική ματιά ενός μέρους του κυπριακού (και ελληνικού) λαού, ο οποίος –κουρασμένος από τις δυτικές υποσχέσεις και τα αόριστα ψηφίσματα– στρέφεται προς εκείνους που του υπόσχονται πολλά, χωρίς να του ζητούν τίποτα… εκτός από αιώνια πίστη.
Ίσως, τελικά, η Κύπρος να κείται μακράν όχι γεωγραφικά, αλλά πολιτικά. Και ίσως ορισμένοι να προτιμούν το βλέμμα του Δράκου και του Τσάρου από το χλιαρό χαμόγελο των Βρυξελλών.

* Η φράση «Η Κύπρος κείται μακράν» αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, και ειπώθηκε το 1974, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Συγκεκριμένα, φέρεται να ειπώθηκε σε επίσημη συνεδρίαση ή σε δηλώσεις του Καραμανλή, ως εξήγηση για την αδυναμία της Ελλάδας να παρέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο, λόγω της απόστασης και της περιορισμένης δυνατότητας προβολής ισχύος. Η φράση έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο της πολιτικής αποστασιοποίησης της Ελλάδας από τις εξελίξεις στην Κύπρο εκείνη την κρίσιμη περίοδο.

Πηγή: liberal.gr