Του Γιώργου Παπαχρήστου

Ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί εν τέλει στον ΣΥΡΙΖΑ, αν δηλαδή ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του Εκτακτου Συνεδρίου και ακολούθως πραγματοποιηθεί η εκλογή νέου προέδρου του κόμματος, του κατ’ επίφασιν πλέον αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το μείζον που προκύπτει δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο κόμμα αλλά σχεδόν το σύνολο του πολιτικού μας συστήματος.

Πρόκειται για τον τρόπο που είναι σήμερα δομημένα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, ο οποίος πόρρω απέχει από κάθε άλλη δυτική δημοκρατία. Τα ελληνικά κόμματα στην πραγματικότητα δεν έχουν μέλη, έχουν «περαστικούς» για μέλη. Και, το χειρότερο,  εξαιτίας αυτού η βάση τους θυμίζει κινούμενη άμμο. Δεδηλωμένοι οπαδοί ενός κόμματος μπορούν, παρασυρόμενοι από ένα κλίμα το οποίο μπορεί να δημιουργείται με τις ευλογίες της ηγεσίας του κόμματος στο οποίο θεωρητικά ανήκουν, να επηρεάσουν ακόμα και την εκλογή ηγεσίας ενός άλλου κόμματος!

Το είδαμε να συμβαίνει με τις εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου στο ΠαΣοΚ, συνέβη προ έτους με την εκλογή του κ. Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ασφαλώς ενδέχεται να επαναληφθεί, με την επικείμενη εκλογή νέου αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ.

Στην εκλογή ηγεσίας του ΠαΣοΚ το «φαινόμενο» αποτυπώθηκε ανάγλυφα με τη συμμετοχή σε αυτήν κυρίως οπαδών και φίλων της Νέας Δημοκρατίας. Οι οποίοι κατά τον πρώτο γύρο προσήλθαν στις κάλπες για να υποστηρίξουν υποψήφιο ή υποψηφίους με κεντροδεξιά χαρακτηριστικά, στη λογική ότι εφόσον νικούσαν θα μπορούσαν να μετατρέψουν το ΠαΣοΚ σε «πρόθυμο» κυβερνητικό εταίρο της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη. Ψηφοφόροι άλλου κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα, προσήλθαν επίσης στην ίδια εκλογική διαδικασία, προς υποστήριξη άλλου υποψηφίου, ο οποίος είχε αφήσει υπονοούμενα ή ακόμα και μπορεί να είχε αναλάβει δεσμεύσεις, ότι εφόσον κέρδιζε τις εκλογές θα εργαζόταν αποφασιστικά, και μονοσήμαντα, για τη συνεργασία του ΠαΣοΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που για αρκετούς εξ αυτών θεωρείται περίπου σαν την «κόκκινη μηλιά» της κεντροαριστερής παράταξης.

Συνέβησαν αυτά, δεν πρόκειται για κάποιου είδους στρεβλώσεις της πραγματικότητας. Ανεξάρτητα από το αν δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα για τη μια ή την άλλη πλευρά, το φαινόμενο όχι μόνο παρατηρήθηκε αλλά και επιβεβαιώθηκε κατά τον δεύτερο γύρο των εκλογών. Οταν σχεδόν ένας στους τρεις ψηφοφόρους του πρώτου γύρου απείχε των εκλογών.

Θα συνέβαινε αν το κόμμα είχε περιφρουρήσει την κορυφαία ίσως εσωτερική διαδικασία του; Δεν θα συνέβαινε. Αλλά στο όνομα μιας «πλέριας δημοκρατίας», για να χρησιμοποιήσω έναν αδόκιμο όρο της δεκαετίας του ’80, επετράπη η διαδικασία αυτή να είναι χαλαρή σε σημείο που να ευνοεί ουσιαστικά την «περαστική» ψήφο. Με 2,3 ή 5 ευρώ, που υποτίθεται καλύπτουν τα πολλά έξοδα της διαδικασίας, ο καθένας σήμερα έχει τη δυνατότητα να ψηφίζει για πρόεδρο στο αντίπαλο στρατόπεδο, και να επηρεάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο το αποτέλεσμα. Το δε κόμμα που τον «υποδέχεται», και αποδέχεται αυτή του την πράξη, είναι παντελώς αδύναμο να αντιδράσει. Γιατί το πρωτεύον για τα κόμματα δεν είναι η ουσιαστική συμμετοχή. Είναι η αυξημένη συμμετοχή. Οι πολλές δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες των ψηφοφόρων – έστω και αν πρόκειται για ψηφοφόρους μιας χρήσης!

Παραβλέπουν δε το χειρότερο: ότι ο ψηφοφόρος αυτής της κατηγορίας δεν αποκτά ποτέ οργανική σχέση μαζί τους. Αυτός πήγε, ψήφισε, τελείωσε. Ενδεχομένως, και αναλόγως των συνθηκών που θα επικρατούν τότε, θα το επαναλάβει σε τρία χρόνια. Εως τότε θα παραμένει σταθερά στον πολιτικό χώρο που έχει επιλέξει. Στο αντίπαλο κόμμα εκείνου του κόμματος που επιδίωξε να καθορίσει την ηγεσία του.

Πόσο διαφορετικά όμως θα ήταν τα πράγματα αν τα κόμματα ήταν κόμματα των μελών και κατ’ επέκταση των διαδικασιών; Λοιδορούν πολλοί το ΚΚΕ γιατί συντηρεί μέσω του λεγόμενου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» τη σχεδόν άρρηκτη σχέση του με τα μέλη του. Αλλά παραγνωρίζουν ότι ουδείς «περαστικός» ψηφοφόρος ή οπαδός άλλου διανοείται (και ενδεχομένως αποτολμά) να διέλθει το κατώφλι του Περισσού. Και πολύ περισσότερο να ενταχθεί στις οργανώσεις του κόμματος, χωρίς να υποβληθεί σε μια ιεροεξεταστικού χαρακτήρα διαδικασία.

Θα μπορούσε λοιπόν να είναι μια λύση απέναντι στη «δημοκρατία του περαστικού» ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» του Κομμουνιστικού Κόμματος; Δεν είμαι σε θέση να δώσω μια ολοκληρωμένη απάντηση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό που συνέβη πρόσφατα με το ΠαΣοΚ, θα συμβεί ενδεχομένως σύντομα με τον ΣΥΡΙΖΑ, και πιθανόν κάποια στιγμή και με τη ΝΔ, δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να συνεχιστεί. Τα κόμματα, και ειδικά του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου, οφείλουν να οργανώσουν μια πιο στενή, αλληλοτροφοδοτούμενη, σχέση με τους οπαδούς ή φίλους τους, μέσω της δημιουργίας πραγματικών μητρώων μελών. Να αναζητήσουν αποτελεσματικούς και συνάμα ισχυρούς λόγους και τρόπους για την ιδεολογικοπολιτική στοίχιση όσων θέλουν να συνδράμουν στην προσπάθειά τους. Η οργάνωση εσωκομματικών δημοψηφισμάτων για θέματα μείζονος πολιτικής σημασίας θα ήταν ένα κίνητρο. Σίγουρα υπάρχουν και άλλα.

Για να μην επανεμφανιστεί το φαινόμενο του «περαστικού ψηφοφόρου». Διότι δεν πλήττει απλώς τη μοναδικότητα της εκλογικής διαδικασίας στην οποία κάθε φορά επιδιώκει να μετέχει. Κυρίως νοθεύει καταλυτικά την κορυφαία έκφραση σε μια δημοκρατία, που είναι η ψήφος. Και, ναι, πρέπει να τελειώνει!

Πηγή: tovima.gr