Του Γιαακώβ Χαλιώτη
Πρώτα σχέδια διχοτόμησης και απόρριψη (πριν το 1948)
Κατά την περίοδο της Βρετανικής Εντολής στην Παλαιστίνη (Palestine Mandate), διατυπώθηκαν οι πρώτες προτάσεις για διχοτόμηση της χώρας σε δύο κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό. Ήδη από το 1937, η Επιτροπή Peel πρότεινε τη διαίρεση ως μόνη βιώσιμη λύση στη σύγκρουση μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Η εβραϊκή ηγεσία αντιμετώπισε επιφυλακτικά αλλά ουσιαστικά αποδέχθηκε την αρχή της διχοτόμησης, ενώ η αραβική πλευρά την απέρριψε κατηγορηματικά. Ο Μεγάλος Μουφτής της Ιερουσαλήμ, Χατζ Αμίν αλ-Χουσεΐνι, ο de facto ηγέτης των Παλαιστινίων εκείνη την εποχή, δήλωσε ενώπιον της Επιτροπής Peel ότι δεν θα επέτρεπε στους περισσότερους Εβραίους κατοίκους να παραμείνουν σε ένα μελλοντικό αραβικό κράτος, προτείνοντας μάλιστα τον εκτοπισμό τους. Απορρίπτοντας κάθε ιδέα ίδρυσης εβραϊκού κράτους, ο Χουσεΐνι ξεκαθάρισε πως αν ιδρυόταν τέτοιο κράτος, «κάθε τελευταίος Εβραίος» θα εκδιωκόταν από ένα παλαιστινιακό αραβικό κράτος. Αυτή η αδιάλλακτη στάση προανήγγειλε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο παλαιστινιακής ηγεσίας: την απόρριψη του συμβιβασμού, ακόμα και όταν προσφέρονται δύο ξεχωριστά κρατικά μορφώματα.
Το Σχέδιο του ΟΗΕ (1947) και ο πόλεμος του 1948
Στα τέλη του 1947, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υπέβαλε ένα νέο σχέδιο διχοτόμησης (Ψήφισμα 181 της Γενικής Συνέλευσης), προτείνοντας τη δημιουργία ενός εβραϊκού και ενός αραβικού κράτους, με ιδιαίτερο διεθνές καθεστώς για την Ιερουσαλήμ. Η εβραϊκή ηγεσία δέχθηκε αυτόν τον επώδυνο συμβιβασμό –παρ’ ότι το προτεινόμενο εβραϊκό κράτος ήταν εδαφικά μικρό και δεν περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ, θεωρώντας τον βάση για ανεξαρτησία. Οι Άραβες ηγέτες, όμως, απέρριψαν συλλήβδην το σχέδιο του ΟΗΕ.
Ο Μουφτής Χουσεΐνι και τα αραβικά κράτη αρνήθηκαν την ίδρυση οποιουδήποτε εβραϊκού κράτους στην περιοχή και, μόλις το Ισραήλ ανακήρυξε την ανεξαρτησία του τον Μάιο του 1948, συνασπισμένες αραβικές δυνάμεις εισέβαλαν με στόχο να το αφανίσουν. Το Ισραήλ επέζησε από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και μάλιστα διεύρυνε την επικράτειά του πέρα από τα όρια του ΟΗΕ, ενώ οι Παλαιστίνιοι Άραβες έμειναν χωρίς κράτος, μια οδυνηρή συνέπεια της επιλογής των ηγετών τους να απορρίψουν το σχέδιο συμβιβασμού. Εκ των υστέρων, πολλοί αναγνωρίζουν ότι αν η παλαιστινιακή ηγεσία είχε αποδεχθεί το 1947 τη διχοτόμηση, οι Παλαιστίνιοι θα είχαν σήμερα κράτος σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι τους προσφέρεται σε μεταγενέστερες προτάσεις.
1949–1967: Καμία ειρήνη, κανένα παλαιστινιακό κράτος
Μετά τον πόλεμο του 1948, η Γάζα περιήλθε υπό αιγυπτιακή διοίκηση και η Δυτική Όχθη (συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ) προσαρτήθηκε από την Ιορδανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο 1949–1967 δεν ιδρύθηκε παλαιστινιακό κράτος σε αυτά τα εδάφη. Οι Άραβες ηγέτες της περιοχής δεν παραχώρησαν στους Παλαιστινίους ανεξαρτησία στη Γάζα ή στη Δυτική Όχθη. Τα αραβικά κράτη, αντί για τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, επικεντρώθηκαν στην άρνηση αναγνώρισης του Ισραήλ και στην προετοιμασία για ενδεχόμενη νέα σύγκρουση.
Οι συμφωνίες ανακωχής του 1949 αντιμετωπίστηκαν από τον αραβικό κόσμο ως προσωρινές, χωρίς επίσημη ειρήνη ή αναγνώριση. Το 1967, η ένταση κορυφώθηκε με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Το Ισραήλ, αντιμέτωπο με υπαρξιακές απειλές από τους γείτονές του, επικράτησε στρατιωτικά και κατέλαβε τη Δυτική Όχθη ή την Ιουδαία και Σαμάρια, τη Γάζα, το Σινά και τα Υψίπεδα του Γκολάν. Η αντίδραση του αραβικού κόσμου, ωστόσο, δεν ήταν η αναζήτηση συμβιβασμού. Στη Σύνοδο Κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου στο Χαρτούμ (Αύγουστος 1967), τα αραβικά κράτη υιοθέτησαν το περιβόητο δόγμα των «τριών όχι»: καμία ειρήνη με το Ισραήλ, καμία διαπραγμάτευση με το Ισραήλ, καμία αναγνώριση του Ισραήλ. Αυτή η αδιάλλακτη απόφαση σκιαγράφησε ξεκάθαρα τη συνεχιζόμενη άρνηση του αραβικού κόσμου να συνυπάρξει με το Ισραήλ και ουσιαστικά απέκλεισε, σε εκείνη τη συγκυρία, κάθε προοπτική λύσης δύο κρατών.
1967–1980: Αραβικός αρνητισμός και η εποχή Αραφάτ
Κατά τα επόμενα χρόνια, ο παλαιστινιακός εθνικισμός εκφράστηκε κυρίως μέσω της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ/PLO), υπό την ηγεσία του Γιάσερ Αραφάτ (από το 1969). Η PLO αρνήθηκε κατηγορηματικά να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ και υιοθέτησε τον ένοπλο αγώνα ως πρωταρχική στρατηγική. Ο Αραφάτ ύψωσε τη σημαία του «ένοπλου και τρομοκρατικού αγώνα» ενάντια στο Ισραήλ, εγκαινιάζοντας μια πολύνεκρη τρομοκρατική εκστρατεία που σάρωσε ισραηλινές πόλεις τις δεκαετίες του ’70 και ’80. Την ίδια περίοδο, η δράση της PLO προκάλεσε αποσταθεροποίηση και σε αραβικές χώρες: η Ιορδανία εκδίωξε βίαια την ΟΑΠ το 1970 (Μαύρος Σεπτέμβριος) και ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο (1975–1990) συνδέθηκε εν μέρει με την παρουσία των παλαιστινιακών ενόπλων οργανώσεων εκεί. Στον πυρήνα της ιδεολογίας της, η ΟΑΠ απέρριπτε τη λύση των δύο κρατών. Επιδίωξή της ήταν η πλήρης «απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (δηλαδή η αντικατάσταση του Ισραήλ μέσω ολοκληρωτικού εκδιωγμού και εθνοκάθαρσης).
Την ίδια περίοδο, όταν εμφανίστηκε μια πραγματική ευκαιρία ειρήνης ανάμεσα στο Ισραήλ και ένα αραβικό κράτος, η παλαιστινιακή ηγεσία στάθηκε και πάλι αντίθετη. Το 1977, ο πρόεδρος της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ επισκέφθηκε ιστορικά το Ιερουσαλήμ, εκδηλώνοντας προθυμία για ειρήνη. Οι συνομιλίες στο Κάμπ Ντέιβιντ οδήγησαν στη Συνθήκη Ειρήνης Ισραήλ-Αιγύπτου του 1979, στο πλαίσιο της οποίας το Ισραήλ επέστρεψε ολόκληρη τη Χερσόνησο του Σινά στην Αίγυπτο με αντάλλαγμα πλήρεις διπλωματικές σχέσεις και ειρήνη.
Επρόκειτο για ένα τολμηρό παράδειγμα της αρχής «γη έναντι ειρήνης», που έδειξε ότι όταν υπάρχει πρόθυμος εταίρος, το Ισραήλ είναι διατεθειμένο να κάνει βαριές εδαφικές παραχωρήσεις. Ωστόσο, η πρωτοβουλία του Σαντάτ αντιμετωπίστηκε με οργή από την ηγεσία των Παλαιστινίων και πολλών αραβικών κρατών. Η ΟΑΠ του Αραφάτ καταδίκασε τη συμφωνία και ζήτησε τον αποκλεισμό της Αιγύπτου από τον αραβικό κόσμο, κατηγορώντας την για «προδοσία» του παλαιστινιακού αγώνα. Πράγματι, τα αραβικά κράτη μποϊκόταραν την Αίγυπτο –το Κάιρο αποκλείστηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο μέχρι το 1989– στέλνοντας το μήνυμα ότι η αραβική αλληλεγγύη ενάντια στο Ισραήλ προείχε έναντι οποιουδήποτε συμβιβασμού, ακόμα κι αν αυτός δεν ικανοποιούσε πλήρως τις παλαιστινιακές φιλοδοξίες.
Πρώτη Ιντιφάντα και Συμφωνίες του Όσλο (1987–1993)
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η συνεχιζόμενη ισραήλινο-παλαιστινιακή αντιπαράθεση οδήγησε σε μια λαϊκή παλαιστινιακή εξέγερση γνωστή ως Πρώτη Ιντιφάντα (1987–1991). Οι διαδηλώσεις, οι ταραχές και οι συγκρούσεις στα κατεχόμενα εδάφη άσκησαν πίεση και στις δύο πλευρές να αναζητήσουν πολιτική λύση. Υπό τη διεθνή συγκυρία του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, ο Αραφάτ αναγκάστηκε να αναθεωρήσει δημοσίως τις θέσεις του: το 1988 διακήρυξε (τουλάχιστον στα λόγια) αναγνώριση του Ισραήλ και αποκήρυξη της τρομοκρατίας, ανοίγοντας τον δρόμο για απευθείας επαφές. Το αποκορύφωμα ήταν οι Συμφωνίες του Όσλο του 1993, που αποτέλεσαν σημείο καμπής.
Το Ισραήλ και η PLO αλληλοαναγνωρίστηκαν, με τον πρωθυπουργό Γιτζάκ Ράμπιν να σφίγγει το χέρι του Αραφάτ στον Λευκό Οίκο. Οι συμφωνίες προέβλεπαν τη σύσταση Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ) με περιορισμένη αυτοδιοίκηση στη Γάζα και σε τμήματα της Δυτικής Όχθης ή Ιουδαίας και Σαμάρειας, ως μεταβατικό στάδιο προς μια οριστική ειρηνευτική διευθέτηση. Η ισραηλινή πλευρά παραχώρησε τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων των εδαφών (η Ισραηλινή διοίκηση αποχώρησε από πόλεις όπως η Ραμάλα, η Ναμπλούς, η Γάζα κ.ά.), ελπίζοντας ότι οι Παλαιστίνιοι θα οικοδομούσαν τους θεσμούς του μελλοντικού τους κράτους ειρηνικά.
Δυστυχώς, τα χρόνια μετά το Όσλο σημαδεύτηκαν από νέα κύματα βίας που διατάραξαν την ειρηνευτική προοπτική. Εξτρεμιστικές παλαιστινιακές οργανώσεις –όπως η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ, αλλά και ορισμένα παραστρατιωτικά στοιχεία της Φατάχ– εξαπέλυσαν βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας και άλλες τρομοκρατικές ενέργειες στο εσωτερικό του Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι μαχητές, αντί να στηρίξουν την ειρηνευτική προσπάθεια, «απάντησαν» στην υλοποίηση των Συμφωνιών του Όσλο με κύματα επιθέσεων αυτοκτονίας σε ισραηλινές πόλεις και λεωφορεία.
Αυτές οι επιθέσεις παραβίασαν κατάφωρα τις δεσμεύσεις της PLO για ειρήνη και έστειλαν το μήνυμα ότι μεγάλα τμήματα της παλαιστινιακής πλευράς εξακολουθούσαν να απορρίπτουν την ιδέα της συνύπαρξης. Ως αποτέλεσμα, το κλίμα εμπιστοσύνης κατέρρευσε: στην ισραηλινή κοινή γνώμη εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι οι παραχωρήσεις εδαφών επέφεραν περισσότερη τρομοκρατία αντί για ειρήνη. Παρά ταύτα, η ισραηλινή κυβέρνηση παρέμεινε επίσημα προσηλωμένη στη διαδικασία του Όσλο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, συμμετέχοντας σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις (Πρωτόκολλο Χεβρώνας 1997, Μνημόνιο Wye River 1998 κ.ά.) – μια περίοδος όμως κατά την οποία οι συμβιβασμοί δεν απέφεραν ουσιαστική αποκλιμάκωση της βίας.
Camp David 2000 και Δεύτερη Ιντιφάντα
Το καλοκαίρι του 2000 έφθασε η στιγμή για τις κρίσιμες τελικές διαπραγματεύσεις. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Εχούντ Μπαράκ, συναντήθηκε με τον Γιάσερ Αραφάτ υπό την αιγίδα του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον στο θέρετρο Camp David, με στόχο μια συνολική συμφωνία.
Σύμφωνα με όλες τις πηγές της εποχής, ο Μπαράκ προσήλθε με μια εξαιρετικά γενναιόδωρη πρόταση: προσέφερε την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους στη Λωρίδα της Γάζας και στο μεγαλύτερο μέρος (πάνω από 90%) της Δυτικής Όχθης ή της Ιουδαίας και Σαμάρειας, την ανταλλαγή εδαφών ώστε να αντισταθμιστεί η προσάρτηση από το Ισραήλ ορισμένων μεγάλων εβραϊκών οικισμών, καθώς και διαμοιρασμό της Ιερουσαλήμ. Το σχέδιο προέβλεπε την ανακήρυξη Ανατολικής Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του παλαιστινιακού κράτους σε αραβικές συνοικίες και ειδικό καθεστώς διεθνούς επίβλεψης για τους ιερούς τόπους, ώστε να δοθούν εγγυήσεις και στις δύο πλευρές. Σε αντάλλαγμα, το Ισραήλ ζητούσε από τον Αραφάτ να τερματίσει οριστικά τη σύγκρουση, δηλαδή η συμφωνία αυτή να σημαίνει το τέλος κάθε περαιτέρω διεκδίκησης.
Ο Αραφάτ, όμως, δεν ανταποκρίθηκε θετικά. Παρά τις παραχωρήσεις του Ισραήλ, απέφυγε να υπογράψει οποιαδήποτε τελική συμφωνία. Δεν κατέθεσε αντιπροτάσεις, ουσιαστικά απέρριψε το πακέτο Μπαράκ χωρίς να προτείνει εναλλακτική λύση. Οι συνομιλίες έληξαν άκαρπες. Λίγο αργότερα, η περιοχή βυθίστηκε σε ένα νέο κύμα βίας: τη Δεύτερη (ή «Ιντιφάντα αλ-Άκσα»). Τον Σεπτέμβριο του 2000 ξεκίνησε μια εκτεταμένη παλαιστινιακή εξέγερση που σύντομα πήρε τη μορφή οργανωμένης ένοπλης εκστρατείας με επιθέσεις αυτοκτονίας, ένοπλες ενέδρες και βομβιστικές ενέργειες εναντίον ισραηλινών αμάχων. Αυτή η εξέγερση, η οποία, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, υποκινήθηκε ή ενθαρρύνθηκε από την ίδια την ηγεσία της PLO ως μέσο πίεσης, υπήρξε πρωτοφανής σε σφοδρότητα.
Η ισραηλινή κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με σχεδόν καθημερινές τρομοκρατικές επιθέσεις σε λεωφορεία, καφετέριες, εμπορικά κέντρα και εστιατόρια. Μέσα σε λίγα χρόνια (2000–2004), σκοτώθηκαν πάνω από 1.100 Ισραηλινοί οι περισσότεροι άμαχοι, θύματα τρομοκρατικών ενεργειών. Για το Ισραήλ, η έκρηξη της δεύτερης Ιντιφάντα επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους: όταν έφτασε η ώρα των πραγματικών αποφάσεων, η παλαιστινιακή ηγεσία, αντί για συμβιβασμό, επέλεξε πάλι τον δρόμο της βίας. Αυτό κατέστρεψε την όποια εμπιστοσύνη είχε απομείνει από τη διαδικασία του Όσλο και έκανε την ισραηλινή κοινή γνώμη εξαιρετικά επιφυλακτική απέναντι σε νέες ειρηνευτικές πρωτοβουλίες.
Απόσυρση από τη Γάζα και χαμένες ευκαιρίες (2005–2008)
Παρά την απογοήτευση που προκάλεσε η δεύτερη Ιντιφάντα, το Ισραήλ συνέχισε να αναζητά διεξόδους για ειρήνευση. Το 2004 ο Αραφάτ πέθανε και νέος πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής ανέλαβε ο σχετικά μετριοπαθέστερος Μαχμούντ Αμπάς. Την επόμενη χρονιά, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν προχώρησε σε μια μονομερή αλλά σημαντική κίνηση: την αποχώρηση από τη Λωρίδα της Γάζας.
Στο πλαίσιο του «Σχεδίου Απεμπλοκής» (2005), το Ισραήλ απομάκρυνε όλους τους Ισραηλινούς κατοίκους και στρατιώτες από τη Γάζα (καθώς και από τέσσερις μικρούς οικισμούς στη βόρεια Δυτική Όχθη ή Ιουδαία και Σαμάρεια. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά τολμηρή απόφαση. Ουσιαστικά το Ισραήλ εγκατέλειψε εδάφη χωρίς άμεσο αντάλλαγμα, ελπίζοντας ότι η παλαιστινιακή πλευρά θα εκμεταλλευόταν αυτή την «ανάσα» για να προωθήσει την ειρήνη και την οικοδόμηση κράτους. Η Γάζα παραδόθηκε εξ ολοκλήρου στον παλαιστινιακό έλεγχο, δίνοντας μια πρωτοφανή ευκαιρία στην ηγεσία των Παλαιστίνιων να αποδείξει ότι μπορεί να κυβερνήσει υπεύθυνα και ειρηνικά.
Τα γεγονότα, ωστόσο, διέψευσαν αυτές τις ελπίδες. Μετά την ισραηλινή αποχώρηση, η Γάζα δεν εξελίχθηκε σε κοιτίδα ειρηνικής συνύπαρξης, αλλά σε εστία νέας βίας. Οι παλαιστινιακές ένοπλες ομάδες άρχισαν αμέσως να εκτοξεύουν πυραύλους και ρουκέτες από τη Γάζα προς τις γειτονικές ισραηλινές πόλεις και χωριά, θέτοντας σε κίνδυνο αμάχους πολίτες. Το 2006, η ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς, η οποία αρνείται την αναγνώριση του Ισραήλ και τάσσεται ανοιχτά υπέρ της ένοπλης «αντίστασης», κέρδισε τις παλαιστινιακές εκλογές.
Έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 2007, η Χαμάς κατέλαβε την εξουσία στη Γάζα, εκδιώκοντας βίαια τις δυνάμεις της Φατάχ που πρόσκεινταν στον Αμπάς. Έκτοτε, η Λωρίδα της Γάζας διοικείται από τη Χαμάς και έχει μετατραπεί σε ορμητήριο συνεχών επιθέσεων: οι πόλεις του νότιου Ισραήλ υφίστανται αμείωτο καταιγισμό ρουκετών όλα αυτά τα χρόνια. Δεκάδες χιλιάδες βλήματα μικρού ή μεσαίου βεληνεκούς έχουν εκτοξευθεί από το 2007 μέχρι σήμερα όπως για παράδειγμα την τρομερά βίαιη και θανατηφόρα επίθεση της 7ης Σεπτέμβριου. Η προσδοκία ότι η αποχώρηση από τη Γάζα θα οδηγούσε σε αποκλιμάκωση και πρόοδο διαψεύστηκε, ενισχύοντας την άποψη πολλών Ισραηλινών ότι «γή για ειρήνη» χωρίς αμοιβαία δέσμευση σημαίνει στην πράξη «γή για τρομοκρατία».
Παρά το χαοτικό σκηνικό στη Γάζα, στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη ή Ιουδαία και Σαμάρεια ο πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς συνέχισε να δηλώνει επίσημα προσηλωμένος στη διαπραγματευτική οδό. Με την υποστήριξη των ΗΠΑ, διοργανώθηκε η σύνοδος της Ανάπολης (2007) που επανεκκίνησε ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ του Αμπάς και του τότε πρωθυπουργού του Ισραήλ, Εχούντ Όλμερτ. Το 2008 οι διαπραγματεύσεις κορυφώθηκαν με μια ιστορική πρόταση από πλευράς Ισραήλ. Ο Όλμερτ προσέφερε ουσιαστικά όλα όσα ζητούσε η παλαιστινιακή πλευρά επί δεκαετίες: παλαιστινιακή κυριαρχία σε όλη τη Λωρίδα της Γάζας και περίπου στο 94–96% της Δυτικής Όχθης ή Ιουδαίας και Σαμάρειας με ισοδύναμη ανταλλαγή εδαφών ώστε να προσαρτηθούν στο Ισραήλ μόνο λίγες μεγάλες εβραϊκές κοινότητες.
Προτάθηκε επίσης η δημιουργία χερσαίου διαδρόμου που θα συνέδεε τη Γάζα με τη Δυτική Όχθη, εξασφαλίζοντας την εδαφική συνέχεια του νέου παλαιστινιακού κράτους. Το πλέον δύσκολο ζήτημα της Ιερουσαλήμ επίσης αντιμετωπίστηκε με πρωτόγνωρη ευελιξία: ο Όλμερτ συμφώνησε να μοιραστεί την κυριαρχία στην πόλη, παραχωρώντας τις αραβικές συνοικίες της Ανατολικής Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του παλαιστινιακού κράτους. Προκειμένου να διαφυλαχθεί η ιερότητα και για τις δύο πλευρές, πρότεινε να τεθεί ο πυρήνας των ιερών τόπων στην Παλιά Πόλη υπό διεθνή διαχείριση από ένα συμβούλιο αποτελούμενο από εκπροσώπους του Ισραήλ, της Παλαιστίνης, των ΗΠΑ, της Ιορδανίας και της Σαουδικής Αραβίας. Οι παραχωρήσεις αυτές, που δύσκολα θα φαντάζονταν παλαιότεροι Ισραηλινοί ηγέτες– στόχευαν να καλύψουν όλες τις βασικές παλαιστινιακές απαιτήσεις και να ανοίξουν τον δρόμο για τη δημιουργία βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μαχμούντ Αμπάς δεν αποδέχθηκε την προσφορά. Αν και δεν την απέρριψε θεαματικά σε κάποια συνέντευξη Τύπου, ζήτησε περισσότερο χρόνο και επικαλέστηκε διάφορους λόγους: υποστήριξε ότι «οι διαφορές ήταν πολύ μεγάλες» και ότι ήθελε να μελετήσει διεξοδικά τον χάρτη που του παρουσίασε ο Όλμερτ προτού δεσμευθεί. Στην πράξη, όμως, δεν επανήλθε ποτέ με αντιπρόταση ούτε αξιοποίησε αυτήν τη συγκυρία για να κλείσει την συμφωνία. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Όλμερτ, ο Αμπάς απλώς αποχώρησε από το τραπέζι αφήνοντας την ιστορική πρόταση μετέωρη.
Αργότερα, Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι δικαιολόγησαν την αδιαλλαξία τους, δηλώνοντας ότι δεν μπορούν να «παζαρεύουν» τα δικαιώματα του λαού τους. Ο επικεφαλής διαπραγματευτής Σαέμπ Ερεκάτ είπε χαρακτηριστικά: «Δεν βρισκόμαστε σε παζάρι· ήρθα για να επιβεβαιώσω τα σύνορα της Παλαιστίνης του 1967 χωρίς να μετακινηθώ ούτε εκατοστό, χωρίς να αφαιρέσω ούτε μια πέτρα από την Ιερουσαλήμ». Εν ολίγοις, η παλαιστινιακή πλευρά έκρινε ανεπαρκείς ακόμη και τις πρωτοφανείς εδαφικές παραχωρήσεις του Όλμερτ, επιμένοντας στο απόλυτο μέγιστο των διεκδικήσεών της (πλήρης επιστροφή στα σύνορα του 1967 και πλήρη έλεγχο στην Ανατολική Ιερουσαλήμ). Η ευκαιρία του 2008 χάθηκε, αφήνοντας και πάλι ανεκπλήρωτο το όραμα των δύο κρατών.
Από το αδιέξοδο στο «Deal of the Century» (2009–σήμερα)
Μετά το ναυάγιο του 2008, η ισραηλινο-παλαιστινιακή ειρηνευτική διαδικασία εισήλθε σε παρατεταμένη στασιμότητα. Το 2009 ανέλαβε την πρωθυπουργία του Ισραήλ ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος αρχικά εμφανίστηκε επιφυλακτικός απέναντι σε μονομερείς παραχωρήσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, σε σημαντική ομιλία του τον Ιούνιο του 2009 (Πανεπιστήμιο Μπαρ-Ιλάν) αποδέχθηκε επίσημα την αρχή της «λύσης των δύο κρατών», με την προϋπόθεση ότι το μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος θα είναι αποστρατιωτικοποιημένο και ότι οι Παλαιστίνιοι θα αναγνωρίσουν το Ισραήλ ως εθνικό κράτος του εβραϊκού λαού. Οι συνομιλίες, ωστόσο, δεν επανεκκίνησαν ουσιαστικά. Το 2010 ο Νετανιάχου επέβαλε μορατόριουμ 10 μηνών στις εποικιστικές δραστηριότητες για να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις, όμως ο Αμπάς προσήλθε σε απευθείας διάλογο μόλις τις τελευταίες εβδομάδες αυτής της περιόδου και καμία συμφωνία δεν επιτεύχθηκε. Η εμπιστοσύνη είχε διαρραγεί ανεπανόρθωτα μετά τη δεύτερη Ιντιφάντα, ενώ στο μεταξύ η Παλαιστινιακή Αρχή επέλεξε να διεθνοποιήσει το ζήτημα (αναζήτηση αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους μέσω ΟΗΕ) αντί να προβεί σε ευέλικτες κινήσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Την ίδια περίοδο, ορισμένες αραβικές χώρες, που παραδοσιακά υποστήριζαν την παλαιστινιακή υπόθεση– άρχισαν να δείχνουν σημάδια κόπωσης απέναντι στην παλαιστινιακή ηγεσία και την αδιαλλαξία της. Πολλοί Άραβες ηγέτες αντιμετώπισαν πλέον το Παλαιστινιακό όχι ως το μοναδικό κριτήριο των αποφάσεών τους, αλλά μέσα στο πλαίσιο ευρύτερων γεωπολιτικών συμφερόντων (όπως η ανάσχεση της επιρροής του Ιράν). Χώρες του Κόλπου περιόρισαν σταδιακά τη χρηματοδοτική στήριξη προς την Παλαιστινιακή Αρχή, ιδιαίτερα η Σαουδική Αραβία, κάποτε γενναιόδωρος χορηγός, φέρεται να διέκοψε σχεδόν εξ ολοκλήρου τις επιδοτήσεις προς τους Παλαιστινίους τα τελευταία χρόνια.
Το 2020 σημειώθηκε μια κοσμογονική αλλαγή: τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν συνήψαν συμφωνίες εξομάλυνσης σχέσεων με το Ισραήλ (οι λεγόμενες «Συμφωνίες του Αβραάμ»), χωρίς να περιμένουν την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Οι Παλαιστίνιοι ηγέτες κατήγγειλαν αυτές τις κινήσεις ως «πισώπλατο χτύπημα», όμως οι εν λόγω αραβικές χώρες έδειξαν ότι δεν θα μένουν πλέον όμηροι του παλαιστινιακού βέτο όταν πρόκειται για τα δικά τους συμφέροντα. Αυτή η εξέλιξη αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια ενός μέρους του αραβικού κόσμου απέναντι στη μόνιμη άρνηση συμβιβασμού από την πλευρά της Παλαιστινιακής Αρχής.
Μέσα σε αυτό το νέο τοπίο, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ επιχείρησαν να παρουσιάσουν μια φρέσκια πρόταση για το Μεσανατολικό. Τον Ιανουάριο του 2020, με στενό συντονισμό με την ισραηλινή κυβέρνηση, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε το αποκαλούμενο «Deal of the Century» («Συμφωνία του Αιώνα»). Το σχέδιο αυτό προσέφερε στους Παλαιστινίους τη δυνατότητα ενός κράτους που θα περιλάμβανε περίπου το 70% της Δυτικής Όχθης ή Ιουδαίας και Σαμάρειας (μαζί με ισοδύναμες εκτάσεις γης εντός του Ισραήλ ως ανταλλαγή) και ολόκληρη τη Λωρίδα της Γάζας, με πρωτεύουσα ένα τμήμα της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.
Προέβλεπε επίσης επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για την οικονομική ανάπτυξη του νέου παλαιστινιακού κράτους. Ωστόσο, το σχέδιο συντάχθηκε σαφώς με βάση τις ισραηλινές ανησυχίες ασφαλείας: απαιτούσε τον αφοπλισμό της Χαμάς και άλλων παραστρατιωτικών οργανώσεων, την εγγύηση ότι το παλαιστινιακό κράτος θα είναι αποστρατιωτικοποιημένο και θα σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως ενιαίας πρωτεύουσας του Ισραήλ (με την εξαίρεση των προαναφερθέντων αραβικών προαστίων).
Για την Παλαιστινιακή Αρχή, το σχέδιο Τραμπ θεωρήθηκε εξαρχής απαράδεκτο, πολύ πριν ανακοινωθούν οι λεπτομέρειές του. Ο Αμπάς και η ηγεσία του απέσυραν κάθε επικοινωνία με τον Λευκό Οίκο μετά το 2017 (όταν οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ) και αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε πτυχή της νέας πρωτοβουλίας. Μάλιστα, μποϊκόταραν μια διεθνή οικονομική διάσκεψη στο Μπαχρέιν (Ιούνιος 2019) που στόχο είχε να προαγάγει την παλαιστινιακή οικονομία στο πλαίσιο του σχεδίου.
Όπως αναμενόταν, μόλις δημοσιοποιήθηκε επίσημα το «Deal of the Century», η παλαιστινιακή ηγεσία το απέρριψε κατηγορηματικά. «Λέμε χίλιες φορές όχι στο σχέδιο του αιώνα» δήλωσε ο Μαχμούντ Αμπάς, τονίζοντας ότι για τους Παλαιστινίους το σχέδιο συνιστά συνθηκολόγηση χωρίς το ζωτικό κομμάτι της Ιερουσαλήμ. Αποκαλώντας το σχέδιο «συνωμοσία» που «δεν πρόκειται ποτέ να περάσει», η παλαιστινιακή πλευρά επανέλαβε ουσιαστικά την πάγια θέση της: καμία υποχώρηση από τις μέγιστες αξιώσεις της και καμία συζήτηση εφόσον οι όροι δεν είναι απολύτως ευνοϊκοί για εκείνη. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ακόμη γύρος διπλωματικού αδιεξόδου.
Από την ιστορική αναδρομή καθίσταται σαφές ότι οι προσπάθειες για λύση δύο κρατών από την προπολεμική περίοδο έως σήμερα έχουν σκιαγραφηθεί από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις. Η ισραηλινή πλευρά, μολονότι όχι πάντα χωρίς εσωτερικές αντιπαραθέσεις, επέδειξε διαχρονικά προθυμία να αποδεχθεί επώδυνους συμβιβασμούς προκειμένου να εξασφαλίσει την ειρήνη και την ύπαρξη δύο ανεξάρτητων εθνικών κρατών.
Από την αποδοχή του σχεδίου του ΟΗΕ το 1947, μέχρι τις συμφωνίες με την Αίγυπτο και την Ιορδανία (οι οποίες απέδειξαν έμπρακτα ότι το Ισραήλ ανταλλάσσει γη με πραγματική ειρήνη) και έως τις προσφορές του 2000 και του 2008 για παλαιστινιακό κράτος, οι Ισραηλινοί ηγέτες κατ’ επανάληψη έτειναν χείρα συμβιβασμού. Αντιθέτως, η παλαιστινιακή ηγεσία, υπό διάφορα πρόσωπα και οργανώσεις, εμφανίστηκε συνεπής στην ασυνέπεια: σχεδόν κάθε πρόταση διευθέτησης συναντήθηκε με άρνηση. Σε κρίσιμες καμπές, οι αποφάσεις των Παλαιστινίων ηγετών ευθυγραμμίστηκαν με το γνωστό ρητό ότι «ποτέ δεν χάνουν την ευκαιρία να χάσουν μια ευκαιρία». Είτε επρόκειτο για το 1937 και το 1947, είτε για το 2000, το 2008 ή το 2020, η τάση ήταν να προκρίνεται το «όχι» – πολλές φορές συνοδευόμενο από βίαιες εξεγέρσεις ή τρομοκρατία – αντί του «ναι» στον δύσκολο δρόμο του συμβιβασμού.
Αναλύοντας τα γεγονότα με ψυχρό μάτι, διαφαίνεται ότι οι Παλαιστίνιοι είχαν επανειλημμένα στη διάθεσή τους ευκαιρίες να αποκτήσουν το δικό τους κράτος: είτε ισοδύναμο με ολόκληρη την παλαιστινιακή επικράτεια (όπως στο αρχικό σχέδιο διχοτόμησης), είτε σε όλα σχεδόν τα εδάφη που διεκδικούν (όπως στις προτάσεις Μπαράκ και Όλμερτ), συχνά με την πρωτεύουσά τους στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και με γενναία ανταλλάγματα.
Παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά οι ηγεσίες τους προέταξαν μάξιμουμ απαιτήσεις ή κατέφυγαν στη ρήξη και τη βία, με αποτέλεσμα να χαθεί η εκάστοτε συγκυρία. Το τίμημα αυτής της αδιάλλακτης στρατηγικής ήταν βαρύ για τον ίδιο τον παλαιστινιακό λαό, που παραμένει χωρίς κράτος και σε κατάσταση διαιώνισης της σύγκρουσης. Αντιθέτως, όταν οι Άραβες ηγέτες υιοθέτησαν τον δρόμο του ρεαλισμού –όπως έπραξε ο Σαντάτ το 1977 ή ο Βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας το 1994 κέρδισαν πίσω εδάφη και ειρηνικές σχέσεις με το Ισραήλ.
Η ισραηλινή οπτική τονίζει ότι η ειρήνη απαιτεί θάρρος και αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο πέρασμα των δεκαετιών, το Ισραήλ έχει επανειλημμένα αποδείξει την προθυμία του να διακινδυνεύσει για την ειρήνη, όμως χρειάζεται έναν εταίρο που θα ανταποκριθεί με ειλικρίνεια.
Μέχρι σήμερα, η βασική τροχοπέδη για τη λύση των δύο κρατών παραμένει η απροθυμία της παλαιστινιακής ηγεσίας να αποδεχθεί την ύπαρξη του Ισραήλ ως μόνιμου γείτονα και να προκρίνει τον συμβιβασμό αντί της άρνησης. Το ιστορικό συμπέρασμα είναι σαφές: μόνο όταν οι Παλαιστίνιοι ηγέτες εγκαταλείψουν τη στρατηγική του απόλυτου «όλα ή τίποτα» και επιλέξουν τον δρόμο του πραγματισμού, καταδικάζοντας τη βία και αποδεχόμενοι ότι η ειρήνη συνεπάγεται αμοιβαίες παραχωρήσεις, θα μπορέσει η λύση των δύο κρατών να πάψει να είναι ένα άπιαστο όνειρο και να γίνει βιώσιμη πραγματικότητα.
*Ο Γιαακώβ Χαλιώτης είναι Ελληνοκύπριος Εβραίος, με καταγωγή επίσης από την Κεφαλονιά, μέλος του Διπλωματικού Σώματος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συνεδρίου (WJC) και διαμένει σήμερα στο Λονδίνο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο. Ειδικεύεται στην αντιμετώπιση του αντισημιτισμού και της αντισιωνιστικής ρητορικής, με ενεργή παρουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, την Κύπρο, καθώς και σε διεθνή διπλωματικά fora. Διαθέτει μακρά εμπειρία στον τομέα της στρατηγικής επικοινωνίας και της δημόσιας διπλωματίας, εκπροσωπώντας τις φωνές της εβραϊκής διασποράς και προωθώντας τον διαθρησκευτικό διάλογο και την κοινωνική συνοχή. Έχει εργαστεί σε διάφορους οργανισμούς, μεταξύ των οποίων το Υπουργείο Παιδείας του Ηνωμένου Βασιλείου ως Chief Social Media Officer και η Shell ως Global Brand Analytics Lead. Πρόσφατα ίδρυσε στο Λονδίνο τον οργανισμό Group of Verified Intelligence.
Πηγή: liberal.gr