Παλαιές πολιτικές δυνάμεις παραπαίουν, ενώ οι νέες που εμφανίζονται είναι συνήθως θνησιγενείς
– Η ΝΔ λεηλατείται από δεξιές εκδοχές του αντισυστημισμού, το ΠαΣοΚ δεν μπόρεσε να υπερβεί
τον πληγωμένο εαυτό του και ο κατακερματισμένος ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκινεί τα πλήθη
Του Αντώνη Καρακούση
Η ρευστότητα είναι εμφανής πια διά γυμνού οφθαλμού στο πολιτικό σκηνικό. Καταγράφεται στις έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης, όπως και στις κοινωνικές συναθροίσεις και στις οικογενειακές συζητήσεις. Η τρέχουσα πολιτική σκηνή παραπέμπει σε κινούμενη άμμο, παρά σε οτιδήποτε άλλο. Γεγονός που εξηγεί ότι παλαιές δυνάμεις παραπαίουν και οι νέες που εμφανίζονται κατά καιρούς είναι συνήθως θνησιγενείς, μοιάζουν περισσότερο με διάττοντες αστέρες, χωρίς βάθος, χωρίς διάρκεια στον χρόνο.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην ελληνική κοινωνία κυριαρχούν αισθήματα πολιτικού κενού και ελλείμματος πολιτικής εκπροσώπησης.
Τα υπάρχοντα κόμματα και σχήματα μοιάζουν με φαντάσματα των ιστορικών τους χρόνων, δεν είναι σε θέση ούτε να εμπνεύσουν ούτε να κινητοποιήσουν τις κοινωνικές δυνάμεις.
Προκύπτει κατά πρώτο λόγο αυτή η διαπίστωση από την αδυναμία της κυβέρνησης να αναδείξει την πολιτική της, να την καταστήσει επιθυμητή και να μετατρέψει τους στόχους και τις επιδιώξεις της σε πόθους και ελπίδες του ελληνικού λαού.
Η λεηλασία της ΝΔ από τα δεξιά
Οι προηγούμενες υψηλές προσδοκίες που συνόδευαν επί μακρόν τον Πρωθυπουργό έχουν καταπέσει στα Τάρταρα. Οι περισσότεροι των πολιτών πλέον αδιαφορούν, δεν πιστεύουν, νιώθουν ξένοι απέναντι στα προτάγματα του κ. Μητσοτάκη, θεωρούν ότι τα όποια σχέδια εκπονεί και υπερασπίζεται αφορούν τον ίδιο και τον κύκλο του.
Είναι αυτή η στάση αποτέλεσμα κυρίως της κρίσης εμπιστοσύνης που συνοδεύει τη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση και της αμφισβήτησης που θέριεψε ακόμη και για τον ίδιο τον Πρωθυπουργό σχεδόν από το δεύτερο εξάμηνο της δεύτερης τετραετίας. Ολοι γνωρίζουν ότι η Νέα Δημοκρατία αιμορραγεί προς τα δεξιά της, η βάση της λεηλατείται στην κυριολεξία από δεξιές κατά βάση εκδοχές του αντισυστημισμού και εσχάτως καταγράφονται κινήσεις αμετανόητων βασιλικών, οι οποίοι οργανώνουν ομάδες υποστήριξης του Ντε Γκρες.
Οπως και να έχει τούτο τον καιρό περισσεύουν οι αγωνίες στους νεοδημοκρατικούς κομματικούς κύκλους και οι διεργασίες επίσης. Η πλειονότητα των νεοδημοκρατικών στελεχών πιστεύει ότι το άλλοτε νικηφόρο κόμμα έχει χάσει τον λαϊκό προσανατολισμό, δεν πείθει, δεν μπορεί να συγκρατήσει τις δυνάμεις του και πως ο κ. Μητσοτάκης φέρει μεγάλη ευθύνη για αυτή την κατάσταση.
Ξυπνούν μνήμες με τα ποσοστά του 2012
Σε μια πρόσφατη σύναξη παλαιών νεοδημοκρατικών στελεχών ετέθη το ερώτημα αν μετά και τον ανασχηματισμό ο Πρωθυπουργός μπορεί να ανατάξει το κόμμα του. Η απάντηση ήταν αρνητική και συνοδεύθηκε από την πρόγνωση ότι διατηρούμενων των υφιστάμενων πολιτικών συνθηκών η Νέα Δημοκρατία κινδυνεύει να πέσει κάτω του 20% στις προσεχείς εκλογές και να αντιμετωπίσει αμφισβήτηση αντίστοιχη εκείνης των εκλογών της 6ης Μαΐου του 2012.
Μάλιστα ορισμένοι σημείωναν πως το καλύτερο που έχει να κάνει ο κ. Μητσοτάκης είναι να οργανώσει τη διαδοχή του και να αποχωρήσει μια ώρα αρχύτερα, δίνοντας την ευκαιρία σε νέα ηγεσία να προχωρήσει στις απαιτούμενες αλλαγές επαναπροσέγγισης των ψηφοφόρων που μετακινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις. Οι ίδιοι εκτιμούσαν ότι οι βασικές επιλογές του ανασχηματισμού κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση και αντιμετώπιζαν την προαγωγή του Κωστή Χατζηδάκη και την ανάθεση του υπουργείου Οικονομικών στον Κυριάκο Πιερρακάκη ως προπαρασκευαστικές κινήσεις και αντίβαρα απέναντι στον αυτοανακηρυχθέντα διεκδικητή της ηγεσίας Νίκο Δένδια.
Η εξουσία και το σύνδρομο Σημίτη
Παρά ταύτα ουδείς πιστεύει ότι ο κ. Μητσοτάκης θα εγκαταλείψει την εξουσία. Αντιθέτως, εκτιμούν ότι θα δώσει σκληρή μάχη μέχρι το τέλος προκειμένου να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος και να διεκδικήσει με αξιώσεις για τρίτη φορά την εξουσία, ακόμη και αν χρειαστεί να στήσει τρεις διαδοχικές κάλπες.
Οπως λέει και ένας παλαιός της πολιτικής, ο κ. Μητσοτάκης διακατέχεται από το αυτό σύνδρομο που είχε καταλάβει το 2003 τον Κώστα Σημίτη. Η ήττα του ήταν προδιαγεγραμμένη και εκείνος αρνιόταν να τη δει. Πολιτικά στελέχη προέτρεπαν τον τότε πρωθυπουργό να αποχωρήσει εγκαίρως, στον κολοφώνα της δόξας του, μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά αυτός επέμεινε πως μπορεί να επιχειρήσει επανεκκίνηση. Πράγμα που βεβαίως δεν συνέβη και όταν τον χειμώνα του 2003 τον «έπνιξαν» οι δημοσκοπήσεις αναγκάστηκε να δώσει άρον-άρον το δαχτυλίδι στον Γιώργο Παπανδρέου, χωρίς κι αυτός βεβαίως να αποτρέψει την επερχόμενη ήττα.
Αν έχει ένα πλεονέκτημα ο κ. Μητσοτάκης, αυτό πηγάζει από τον κατακερματισμό και την εμφανή αδυναμία της αντιπολίτευσης να συγκροτήσει ισχυρό και αξιόπιστο σχήμα απέναντί του. Το ΠαΣοΚ που κάποια στιγμή είχε την ευκαιρία να κινηθεί αποφασιστικά και να αναδειχθεί στην εναλλακτική λύση απέναντι στη Νέα Δημοκρατία δεν μπόρεσε να υπερβεί τον πληγωμένο εαυτό του, παρότι είναι το μόνο κόμμα της αντιπολίτευσης που διατηρεί δεσμούς στην κοινωνία έχοντας παρουσία στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα και αλλού. Τα στελέχη και η ηγεσία του δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν τα δικά τους γεγονότα, ούτε να περιγράψουν αξιόπιστο εναλλακτικό σχέδιο για τη χώρα και τους πολίτες, παρά έμειναν τυπικοί σχολιαστές, χωρίς βάθος και έμπνευση. Με αποτέλεσμα σχεδόν να προσπερασθεί από σχήματα που επενδύουν στο θυμικό, στην εντυπωσιοθηρία και στον άκρατο λαϊκισμό.
Ο κατακερματισμένος ΣΥΡΙΖΑ και η Ζωή
Ο κύκλος του άλλοτε κραταιού ΣΥΡΙΖΑ μετά από αλλεπάλληλες διασπάσεις έχει αποδώσει έξι κόμματα, εκφραζόμενα από προσωπικότητες που δεν συγκινούν τα πλήθη. Οι κ.κ. Φάμελλος, Χαρίτσης, Βαρουφάκης, Κασσελάκης, Λαφαζάνης τρώνε τις σάρκες τους και δεν δύνανται κατά τα φαινόμενα να διαμορφώσουν συνθήκες ενοποίησης, ικανής να αποδώσει κάτι ελκυστικότερο. Μόνο η Ζωή Κωνσταντοπούλου φαίνεται να κερδίζει επί του παρόντος σε αυτή τη μάχη μεταξύ των επιγόνων του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ωστόσο πολιτεύεται με τον δικό της συγκρουσιακό τρόπο, που σήμερα μπορεί να αποδίδει αλλά τίποτε δεν βεβαιώνει ότι θα αποδίδει και στο μέλλον.
Δεν είναι τυχαίο ότι έσπευσε να εκδηλώσει τα αισθήματά της για τον Αλέξη Τσίπρα, καλώντας τον με σκαιό τρόπο να αποφύγει οποιαδήποτε επανάκαμψη στην πολιτική ζωή του τόπου και «να παραμείνει στο λαγούμι του». Οι συνεργάτες του κ. Τσίπρα αντέδρασαν και έσπευσαν να δηλώσουν ότι «η Ζωή Κωνσταντοπούλου και η Πλεύση Ελευθερίας είναι σύμπτωμα της πολιτικής κρίσης» και «απόδειξη του πολιτικού κενού», το οποίο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και πληροφορίες, θα θελήσει να καλύψει ο άλλοτε πρωθυπουργός.
Η επανάκαμψη Τσίπρα και οι δυσκολίες
Επί του παρόντος ο κ. Τσίπρας δίνει διαλέξεις στο Χάρβαρντ στις ΗΠΑ, μεταφέροντας τις εμπειρίες του από την πεντάχρονη κυβερνητική εμπειρία του στην Ελλάδα και διατυπώνοντας προτάσεις για την Ευρώπη και την επανατοποθέτησή της στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον. Προτάσεις που θεωρήθηκαν προχωρημένες καθώς κινούνται στη λογική εμβάθυνσης της ΟΝΕ, μη διστάζοντας, πέραν των άλλων, να αποδεχθεί κοινό ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών και περαιτέρω ενοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών χρήματος και αγαθών, σύμφωνα με τις προβλέψεις των εκθέσεων Λέτα και Ντράγκι.
Κοινώς, δεν χωρεί πια αμφιβολία ότι ο κ. Τσίπρας θα αναζητήσει προσεχώς την επανάκαμψή του. Λίγο πριν το Πάσχα θα επανέλθει στην Αθήνα και θα οργανώσει την επάνοδό του στα πολιτικά πράγματα της χώρας στη βάση πάντα του πολιτικού κενού και του ελλείμματος αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης απέναντι στον κ. Μητσοτάκη. Κανείς για την ώρα δεν γνωρίζει αν θα την επιχειρήσει με κινήσεις ενοποίησης της πολυδιασπασμένης Αριστεράς ή θα προβεί στη δημιουργία νέου κόμματος. Τώρα αν θα τα καταφέρει είναι μια άλλη συζήτηση. Σίγουρα ο δρόμος επιστροφής του δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, όπως φανέρωσε ο τόνος και ο τρόπος της Ζωής.
Πηγή: liberal.gr