Του Γιάννη Μεϊμάρογλου

Πολλά κόμματα διαλύονται με απόφαση της λαϊκής ετυμηγορίας. Άλλα πάλι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν και συνεχίζουν μέχρι τελικής εξαΰλωσης. Η τελευταία απόφαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ για συμπόρευση (βλ. συγχώνευση) με το πολυδιαφημισμένο κόμμα Τσίπρα, όταν αυτό ιδρυθεί, αποτελεί εξαιρετική πρωτοτυπία, για τα ελληνικά τουλάχιστον πολιτικά δεδομένα, ως το χρονικό ενός προαναγγελθέντος κομματικού θανάτου. Κάτι αντίστοιχο -που ευτυχώς δεν έγινε- θα ήταν να αποφάσιζε το ΠΑΣΟΚ να αυτοδιαλυθεί και να συμπορευτεί με το ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου όταν ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε, το ‘15, να συμμετάσχει στις εκλογές με το δικό του κόμμα.

Η απόφαση αυτή του ΣΥΡΙΖΑ είχε προετοιμαστεί επιμελώς τα τελευταία χρόνια, όχι από τον Σωκράτη Φάμελλο αλλά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της «πρώτη φορά Αριστερά». Ειδικά μετά τη συντριβή της ισχυρής αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ‘23, για την οποία έφερε αποκλειστικά την ευθύνη ως αρχηγός της, ο Αλέξης Τσίπρας συνειδητοποίησε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πλέον εμπόδιο στις προσωπικές του φιλοδοξίες και ότι έπρεπε να εκλείψει. Όπως έπρεπε να εκλείψει και κάθε ίχνος αυτοκριτικής η οποία θα μπορούσε να βλάψει την εικόνα του. Αντίθετα, επελέγη επικοινωνιακά η έκδοση, αργότερα, ενός πολιτικού αφηγήματος που θα συνοδεύει, όχι την αποχώρησή του αλλά την επιστροφή του στην ενεργό πολιτική.

Ο Στέφανος Κασσελάκης αποδείχτηκε ιδανικός για να οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στη διάσπαση και τη διάλυση, μετά την παραίτηση του Τσίπρα από την ηγεσία. Η κομματική βάση της «Ριζοσπαστικής Αριστεράς», ως ένα απολιτικό συνονθύλευμα αποσυντιθέμενο μετά τη διάψευση των ονείρων για επιστροφή στην εξουσία, ήταν έτοιμη να αναδείξει στην ηγεσία της τον πολλά υποσχόμενο -πολιτικά άσχετο- νεαρό επιχειρηματία εξ Αμερικής. Τα όσα κωμικοτραγικό μεσολάβησαν, από την θριαμβευτική εκλογή Κασσελάκη μέχρι τον αποκλεισμό των εκλεγμένων οπαδών του από το συνέδριο που αποφάσισε την καθαίρεσή του, ήταν το βούτυρο στο ψωμί του πολυδάπανου χορηγικού πακέτου του rebranding.

Τα όσα ακολούθησαν ήταν στην πραγματικότητα διαδικαστικά στην πορεία για την οριστική διάλυση ενός κόμματος εξουσίας που γνώριζε, μετά και την παραίτηση του αρχηγού του, την έκτη διαδοχική διάσπασή του. Η εκλογή του Σωκράτη Φάμελλου, έναντι του ανεξέλεγκτου αψύ κρητικού, στη θέση της Ιφιγένειας ήταν αναμενόμενη. Μόνο που το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς ήταν πλέον αποδυναμωμένο τόσο κοινοβουλευτικά – στην αξιωματική αντιπολίτευση βρισκόταν ήδη το ΠΑΣΟΚ – όσο και πολιτικά αφού ήταν περιστοιχισμένο από στελέχη που προσδοκούσαν την «δευτέρα παρουσία» του Μεσσία τους. Η πρόταση του Φάμελλου για «συμπόρευση» με τον Τσίπρα ήταν η τελευταία πράξη της τραγωδίας της κυβερνώσας Αριστεράς.

Με την αποχώρηση της Νέας Αριστεράς και την απομάκρυνση του Κασσελάκη, άνοιξε ο δρόμος για την πολιτική επανενεργοποίηση του Αλέξη Τσίπρα. Τα επόμενα προγραμματισμένα βήματα γίνονται αργά και βασανιστικά δημιουργώντας την ατμόσφαιρα ενός πολιτικού θρίλερ το οποίο παρακολουθούμε καθημερινά στις φιλόξενες γι αυτό οθόνες μας. Το τρίπτυχο «Ινστιτούτο-βιβλίο-κόμμα» έχει μπει πλέον σε εφαρμογή. Συνήθως, Ινστιτούτα ιδρύουν οι απερχόμενοι πρωθυπουργοί και όχι οι επανερχόμενοι. Αντικείμενό τους αποτελεί κυρίως η διάσωση και αξιοποίηση των αρχείων της θητείας τους και όχι η ανακοίνωση των προγραμματικών τους εξαγγελιών, όπως επέλεξε να κάνει ο Τσίπρας. Ακόμα κι έτσι πάντως, τα δείγματα γραφής από το Ινστιτούτο ήταν αποκαλυπτικά.

Το πρώτο δείγμα ήταν οι ομιλίες του πρώην πρωθυπουργού. Οι πολιτικές του θέσεις φανερώνουν ότι δεν πρόκειται για την επιστροφή ενός ηγέτη της Αριστεράς ή, έστω, της Κεντροαριστεράς αλλά ενός πολιτικού που φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει ένα ευρύτερο φάσμα πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων τα οποία προσπάθησε να καθησυχάσει. Οι «κρατικοποιήσεις» οργανισμών ξεχάστηκαν ενώ η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου μοιάζει να στηρίζεται πλέον στον πατριωτισμό των Ελλήνων εχόντων. Το δεύτερο δείγμα ήταν η σύνθεση του ΔΣ του Ινστιτούτου που φανερώνει ότι ο Αλέξης Τσίπρας δυσκολεύεται να απεξαρτηθεί από το παρελθόν του και από τις αποφάσεις που σημάδεψαν την πρωθυπουργική του θητεία όπως ο επιχειρηθείς έλεγχος του τηλεοπτικού αέρα ή η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ.

Με την παρουσίαση της «Ιθάκης» του ο πρώην αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ θα επιστρέψει υποχρεωτικά στα χρόνια της αριστερής περιπέτειας για να μας θυμίσει ότι αυτός ήταν ο πρωθυπουργός που έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια στα οποία μας έβαλαν οι άλλοι. Ωστόσο, θα παραλείψει να αναφέρει τη «λεπτομέρεια» ότι, στην πραγματικότητα, μας έβγαλε από το δικό του αχρείαστο τρίτο μνημόνιο που έγινε αναγκαίο μετά την ανεύθυνη εξάμηνη διαπραγμάτευση του εκλεκτού του οικονομολόγου Γιάνη Βαρουφάκη, στον οποίο θα φορτώσει ίσως και την ευθύνη. Όσοι περιμένουν προσωπική αυτοκριτική μάλλον θα απογοητευτούν. Κυρίως όμως, η «Ιθάκη» θα αποτελέσει την τελευταία σφυγμομέτρηση της απήχησης του νέου κομματικού εγχειρήματος.

Τα μέχρι στιγμής δημοσκοπικά ευρήματα -όσο μπορεί να υπάρχουν τέτοια για ένα ανύπαρκτο κόμμα- δεν είναι και ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για τον Αλέξη Τσίπρα. Παρά τη συστηματική προσπάθεια να αποτινάξει τις βαριές του ευθύνες για τους κινδύνους που διέτρεξε η χώρα στη διάρκεια της θητείας του, η στέρεη μελλοντική εκλογική του βάση περιορίζεται βασικά στη στήριξη που του παρείχε το πρώην κόμμα του χωρίς καν να του ζητηθεί. Από την άποψη αυτή, οι συζητήσεις που γίνονται από ορισμένες πλευρές για «προοδευτική συνεργασία» με το κόμμα Τσίπρα είναι κενές πολιτικού περιεχομένου και κυβερνητικής προοπτικής. Το rebranding του πρώην πρωθυπουργού μπορεί να εξελιχθεί στο κύκνειο άσμα της επώδυνης περιπέτειας που βίωσε η Αριστερά την τελευταία δεκαπενταετία.

Πηγή: liberal.gr