Ο Δημήτριος Γούναρης 


Σάββατο 5 Νοεμβρίου. Η έκτη μέρα της δίκης των κατηγορούμενων ως πρωταίτιων της Μικρασιατικής καταστροφής ξεκινά με τη διάγνωση του γιατρού Σακορράφου ότι ο Δημ. Γούναρης μάλλον πάσχει από τύφο και πρέπει να παραμείνει σε απομόνωση από τους υπόλοιπους κρατούμενους.

Η Αθήνα γνωρίζει πρωτοφανείς συνθήκες εξαθλίωσης και πείνας. Το ψωμί είναι ελάχιστο για τον απλό κόσμο. Στα σπίτια μπαίνει ψωμί κάθε τρεις και τέσσερις μέρες. Οι πρόσφυγες βρίσκονται στα πρόθυρα της τρέλας. Οι αυτοκτονίες από τα βράχια της Πειραϊκής είναι καθημερινό φαινόμενο. Η δυσωδία είναι αφόρητη σε όλη την πόλη.

Η διαδικασία του Στρατοδικείου αρχίζει με απόντα τον Δημ. Γούναρη, τον οποίο δηλώνει ότι θα αντιπροσωπεύσει ο συνήγορός του Σ. Σωτηριάδης. Πρώτος μάρτυρας προσέρχεται ο ταγματάρχης Π. Παναγάκος, «εξ απορρήτων» του Χατζηανέστη. Σε ερώτηση του Χατζηανέστη, ο μάρτυρας καταθέτει ότι ανέλαβε το έργο της εκκαθάρισης της φρουράς της Σμύρνης από όλους όσοι δεν μετείχαν στον πόλεμο. Στη διαταγή περιλαμβανόταν και η αποστολή στο μέτωπο όλων των εκ Μικράς Ασίας καταγόμενων, αφού, όπως τόνιζε η Στρατιά, οι Μικρασιάτες είχαν διπλή υποχρέωση να βρεθούν στο μέτωπο και να πολεμήσουν.

Ο μάρτυρας καταθέτει επίσης ότι τη ζοφερή μέρα της 13ης Αυγούστου 1922, ενώ είχε αρχίσει η τουρκική επίθεση, με διαταγή του Χατζηανέστη βρέθηκε στο μέτωπο, κοντά στον στρατηγό Τρικούπη, ως σύνδεσμος της Στρατιάς. Καταθέτει επίσης ότι, από προσωπική εμπειρία, γνωρίζει πως τρεις μέρες μετά την έναρξη της τουρκικής επίθεσης, οι φυγάδες και οι λιποτάκτες αυξάνονταν ολοένα και περισσότερο.

Ο ταγματάρχης Παναγάκος καταθέτει ότι παντού επικρατούσε σύγχυση και πανικός και ότι η υποχώρηση ήταν… μεταδοτική! Δηλαδή, λέει, η υποχώρηση δεν ήταν αποτέλεσμα πιέσεων του εχθρού, αλλά επειδή υποχωρούσε μια μονάδα, υποχωρούσε αυτόματα και η άλλη..! Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο μάρτυρας καταθέτει ότι ζήτησε επίμονα να διαταχθεί ο στρατηγός Φράγκου να αντικαταστήσει το Επιτελείο, γιατί ήταν ανεπαρκές..!

Στη συνέχεια καταθέτει την προσωπική του μαρτυρία, όπως λέει, για τη διάλυση της ένδοξης, κατά το παρελθόν, Στρατιάς. Μιλάει για τους φυγάδες και τον πανικό που επικρατούσε. Μιλάει γι όλους αυτούς που «το έβαζαν στα πόδια πετώντας τα όπλα τους», πυρπολώντας πολλές φορές ό,τι είχε απομείνει πίσω τους…

Ο μάρτυρας λέει πως απ’ όπου περνούσαν οι φυγάδες προκαλούσαν φόβο και τρόμο, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και τα συντεταγμένα τμήματα του στρατού διαλύονταν… «Ήταν μια καθολική σύγχυση φρίκης και τρόμου», λέει ο μάρτυρας.

Γ. ΧΑΤΖΗΑΝΕΣΤΗΣ: «Θυμάστε αν προσπαθήσατε να επιβάλετε την τάξη και σας απείλησαν;».

Π. ΠΑΝΑΓΑΚΟΣ: «Ναι! Τρεις φορές αποπειράθηκαν να με σκοτώσουν και μερικούς αξιωματικούς τους τουφέκισαν!».

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Γνωρίζετε αν τουφέκισαν αξιωματικούς διότι τους θεωρούσαν κατασκόπους;»,

Π. ΠΑΝΑΓΑΚΟΣ: «Μάλιστα, το γνωρίζω, αλλά πιθανόν αυτό να ήταν πρόσχημα, διότι, όταν εκκενώθηκε το Ουσάκ, αφέθηκαν ελεύθεροι περίπου 800 κατάδικοι, ο οι ποίοι, κυρίως αυτοί, προκάλεσαν όλες τις καταστροφές. Αυτοί χαρακτήριζαν αξιωματικούς ως κατασκόπους, τους έδεσαν και τους πήραν τα χρήματα… Ίσως αυτά να γίνονταν και από την ταλαιπωρία των φαντάρων και την αϋπνία που τους έδερνε, διότι είχαν να κοιμηθούν οκτώ μέρες. Σκεφθείτε ότι από τις 16 έως να φθάσουν στο Σαλιχλί, δεν είχε δοθεί καμία διαταγή για ανάπαυση. Ήταν ανάγκη να φύγουν, να απομακρυνθούν, και γι’ αυτό οι άνδρες κινούνταν σαν τα φαντάσματα. Ίσως από τις αϋπνίες και την κόπωση να είχαν πάθει και διαστροφή! Γιατί είχαμε πολλά παραδείγματα οπλιτών οι οποίοι παραφρόνησαν, και άλλων οι οποίοι αυτοκτόνησαν…».

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Που αποδίδετε, μάρτυς, όλη αυτή την κατάσταση; Αυτός ήταν ο στρατός που γνωρίσατε;».

Π. ΠΑΝΑΓΑΚΟΣ: «Ύστερα από τις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου ο στρατός είχε υποστεί μεγάλη κόπωση. Το καλό πολεμικό υλικό είχε τεθεί εκτός μάχης, η εκστρατεία παρατεινόταν, ο χώρος ήταν εχθρικός, δεν δίνονταν άδειες. Πολλές εφημερίδες δημοσίευαν δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών για ειρήνη, ότι τον χειμώνα οι στρατιώτες θα ήταν στα σπίτια τους. Δημοσιεύματα που στη συνέχεια διαψεύδονταν, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να απογοητεύονται. Ύστερα ήταν οι πολιτικές διαμάχες, αλλά και ο κομμουνισμός. Αυτό προέκυψε από τις ανακρίσεις που διενήργησε ο δικαστικός σύμβουλος της φρουράς Σμύρνης, σύμφωνα με τις οποίες έδρα της κομμουνιστικής δράσης ήταν το Ουσάκ, η διακλάδωση για όλο το μέτωπο. Κάποια στιγμή είχε απαγορευθεί από μέρους της Στρατιάς η αποστολή του Ριζοσπάστη, αλλά τον έστελναν σκεπασμένο με άλλες εφημερίδες. Προπαντός όμως φρόντιζε γι’ αυτό ο εχθρός, ο οποίος τον έριχνε με αεροπλάνα!».

Σε ερώτηση του Ν. Στράτου σχετικά με την επίδραση του κομμουνισμού στο στράτευμα, ο Παναγάκος θα πει ότι το κομμουνιστικό κέντρο που βρισκόταν στο Ουσάκ αποτελούνταν από τηλεφωνητές και στρατιώτες της τηλεγραφικής υπηρεσίας και ότι κατά την υποχώρηση παρατηρήθηκαν ομαδικές κομμουνιστικές εκδηλώσεις.

Π. ΠΑΝΑΓΑΚΟΣ: «Έσπαζαν τα όπλα τους και φώναζαν ‘’ζήτω ο Κεμάλ!’’».

Ο Κ. Ζαβιτσάνος

Καλείται στη συνέχεια ο μάρτυρας Κ. Ζαβιτσάνος, πολιτευτής Κερκύρας, πρόεδρος της Βουλής του Ελευθερίου Βενιζέλου, πολιτικός αντίπαλος των Θεοτόκηδων. Ερωτάται για τη δράση του Ν. Θεοτόκη ως υπουργού Στρατιωτικών και καταθέτει ότι ναι μεν οι πολιτική αντίθεσή του με τον κατηγορούμενο Ν. Θεοτόκη είναι σκληρή και θα είναι ακόμη σκληρότερη στο μέλλον, αλλά λέει ότι «είναι εντιμότατος, λευκότατος και ποτέ δεν στενοχώρησε τη συνείδησή του».

Ένεκα αυτών δεν μπορεί να του αποδοθεί καμία δόλια προαίρεση, άσχετα αν πέτυχε ή δεν πέτυχε στο υπουργείο του, λέει ο μάρτυρας. «Έπεσε θύμα κλίκας και απέτυχε», λέει.

Επίσης ο μάρτυρας καταθέτει ότι «αναμφισβήτητα οι καταστροφές τις οποίες αντιμετωπίζουμε είναι συνέπεια της πολιτικής που ασκήθηκε μετά την 1η Νοεμβρίου», αλλά «εκείνο που αμφισβητώ είναι η ‘’δολία προαίρεσις’’».

Στη συνέχεια απαντά σε ερωτήσεις μελών του Στρατοδικείου και θα καταλογίσει ευθύνες στην Ηνωμένη Αντιπολίτευση διότι δεν υπέδειξε στον βασιλιά να παραιτηθεί, αλλά και στους βουλευτές των Φιλελευθέρων που συμμετείχαν στην τότε Βουλή, γιατί δεν είπαν τη γνώμη τους, όπως έπρεπε να κάνουν.

Ο Κων. Πάλλης

Προσέρχεται για να καταθέσει ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Πάλλης, τέως επιτελάρχης της Στρατιάς. Σε ερώτηση του Ν. Θεοτόκη, ο μάρτυρας καταθέτει ότι «η επιχείρηση του Ιουλίου, η οποία έληξε με την κατάληψη του μετώπου Αφιόν Καραχισάρ – Εσκί Σεχίρ, έπρεπε να συμπληρωθεί με την καταδίωξη του εχθρού και την καταστροφή της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ – Άγκυρας. Μόνο με αυτόν τον τρόπο ο Κεμάλ θα στερούνταν μεταγωγικών μέσων σε μια περίοδο που είχε απόλυτη ανάγκη από αυτοκίνητα».

Η κατάθεση του μάρτυρα κράτησε ώρες ολόκληρες. Μιλάει για πολεμικά σχέδια και αναλύει στρατηγικές οι οποίες αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές. Χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψη τη φράση «νόμιζα ότι»… Σε ερώτηση του Ν. Θεοτόκη σχετικά με τις προθέσεις της κυβέρνησης για την εκκένωση της Μικράς Ασίας, απαντά αρνητικά, γιατί, όπως λέει, διαπίστωνε αισιοδοξία της κυβέρνησης ότι «μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα». Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος, όπως λέει, είχε αντίθετη άποψη για τη συνέχιση των επιχειρήσεων και πίστευε ότι η μικρασιατική εκστρατεία έπρεπε να τελειώσει το ταχύτερο και γιατί είχαν ενισχυθεί σοβαρά οι δυνάμεις του Κεμάλ, αλλά και γιατί «είχε αρχίσει η παράλυση του στρατού εξαιτίας της έλλειψης εφοδίων και της επιθυμίας να τελειώνει αυτή η επιχείρηση που είχε αρχίσει να καταβάλει τους άνδρες».


Ο Κων. Δεμερτζής

Καλείται ο μάρτυρας υπεράσπισης Κωνσταντίνος Δεμερτζής, ο οποίος είχε διατελέσει υπουργός του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να τον ακολουθεί στην πολιτική του. Ερωτάται από τον συνήγορο Ρωμανό αν, κατά τη γνώμη του, η κυβέρνηση και ο Ν. Θεοτόκης ενήργησαν από δόλο. Ο μάρτυρας απαντά ότι «δεν νομίζω ότι την πολιτική την οποία ακολούθησε η κυβέρνηση την ακολούθησε από δόλο ή από πρόθεση να μειώσει το έδαφος της επικράτειας προς όφελος του βασιλέως».

Ερωτάται από τον πρόεδρο του Στρατοδικείου ποιοι είναι υπεύθυνοι για τη μεγαλύτερη καταστροφή που είχε υποστεί μέχρι τότε η Ελλάδα. Απαντά «όλοι όσοι άσκησαν την πολιτική, όλοι όσοι ενίσχυσαν τον κωνσταντινικό αγώνα. Η ευθύνη είναι απόλυτη και ακέραια». Και προσθέτει: «Ενώ η πολιτική του Βενιζέλου στηριζόταν στην ομοφωνία των Δυνάμεων, το κωνσταντινικό καθεστώς στήριξε την πολιτική του μόνο στην Αγγλία λόγω της ‘’κοινότητος των συμφερόντων’’ στη Μικρά Ασία».

Καταλήγοντας ο μάρτυρας δέχεται πως «δεν αμφισβητώ ότι σε μεγάλο μέρος της η ελληνική πολιτική υπέφερε από εμπάθεια και από τα δύο μέρη».

 

Η “παρακυβέρνηση”…

Η παρέλαση των μαρτύρων υπεράσπισης συνεχίζεται, αλλά μια νέα ορολογία μπαίνει στη ζωή των Ελλήνων: «παρακυβέρνηση». Σ’ αυτή τη λέξη και τη σημασία της επανέρχονται οι στρατοδίκες συχνά – πυκνά και προσπαθούν να διαπιστώσουν, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, το μέγεθος της σημασίας της. Στο κατηγορητήριο κατά των «οκτώ» αναφέρεται ως η «ανοχή» των κατηγορούμενων στο σχηματισμό «παρακυβέρνησης» που την αποτελούσαν ο πρίγκιπας Νικόλαος και οι Γ. Στρέιτ, Β. Δούσμανης, Κ. Κωνσταντινόπουλος,Γ. Τσόντος και άλλοι. Αυτή η «παρακυβέρνηση», σύμφωνα με το κατηγορητήριο, «δια δολοφονιών, απειλών, επιθέσεων κατά αόπλων πολιτών κλπ. ενέσπειρε την τρομοκρατίαν» στους οπαδούς των Φιλελευθέρων…

Στην ουσία και παρά το μακρύ παρελθόν των πολιτικών αντιθέσεων, η συγκεκριμένη «παρακυβέρνηση» φέρεται να στήθηκε και να στέριωσε μετά την αλλαγή του Νοεμβρίου του 1920, από την άνοδο στην εξουσία της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως και τον ερχομό του Κωνσταντίνου και ύστερα. Την αποτελούσαν και την στελέχωναν κάποιοι επίστρατοι του Μεταξά, τακτικοί στρατιώτες και χωροφύλακες της βασιλικής ασφάλειας. Συμπαραστάτες της «παρακυβέρνησης» ήταν κάποιοι πολιτικοί σύλλογοι καθοδηγούμενοι από αντιβενιζελικά στελέχη, τα ονόματα των οποίων παρατίθενται στο κατηγορητήριο. Όλοι ήταν φανατικοί βασιλικοί, αυλόδουλοι και αυλοκόλακες.

Ήταν διαπιστωμένο πολλάκις γεγονός ότι οι κυρίαρχοι του καθεστώτος που ανέλαβε την εξουσία μετά τον Νοέμβριο του 1920 στρατολόγησε και χρησιμοποίησε «κάθε καρυδιάς καρύδι» για να αποκτήσει πρόσβαση και δύναμη στις λαϊκές μάζες που υποστήριζαν τον Βενιζέλο. Όταν χανόταν ο έλεγχος αυτής της «παρακυβέρνησης» σημειώνονταν τραγικά γεγονότα, όπως η απόπειρα δολοφονίας του βενιζελικού ναυάρχου Κουντουριώτη αλλά και η εν ψυχρώ δολοφονία του δημοσιογράφου Ανδρέα Καβαφάκη την ημέρα που επέστρεφε από την Ευρώπη με άδεια χέρια ο Δημήτριος Γούναρης. Χωρίς να παραλείπεται και η εν ψυχρώ δολοφονία του αντιβενιζελικού Ίωνα Δραγούμη, αμέσως μετά την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι. Ο Βενιζέλος γλύτωσε, ο Δραγούμης όχι.

Ο συγγραφέας Σπ. Μαρκέτος έχει χαρακτηρίσει την εποχή της μετανοεμβριανής εξουσίας ως την απαρχή της εμφάνισης του φασισμού στην Ελλάδα. Η πολιτική της βίας και των μαγκουροφόρων οπαδών της βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη εναντίον αντίπαλων πολιτικών αλλά και απεργών.

Πρωτοπαλίκαρα της «παρακυβέρνησης» ήταν ο βενιζελικός Γύπαρης και ο βασιλικός Γάσπαρης. Και οι δύο υπηρέτησαν, ο καθένας από την πλευρά του, τον επάρατο Εθνικό Διχασμό.

Συνεχίζεται…