Του Τ. Αλεξανδρόπουλου
Τετάρτη, 9 Νοεμβρίου 1922. Απολογείται ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος ήταν νομικός, διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών το 1910 και πρόεδρος της Αναθεωρητικής Βουλής το 1911. Το 1916 ίδρυσε το Εθνικό Συντηρητικό Κόμμα. Διατέλεσε πρωθυπουργός τον Μάιο του 1922 και στη συνέχεια συμμετείχε στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη.
Μέχρι την τελευταία ημέρα της δίκης διεκήρυσσε την πεποίθησή του ότι είχε κάνει το καθήκον του και δεν επρόκειτο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου. Πίστευε επίσης στην έξωθεν βοήθεια για τη σωτηρία όλων των κατηγορούμενων.
Πράγματι, πολλές προσπάθειες έγιναν για τη σωτηρία του, αφού είχε αρκετούς φίλους μέσα στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο πρόεδρος του στρατοδικείου στρατηγός Οθωναίος, ο οποίος είχε οικογενειακές σχέσεις με τον πατέρα του Νικόλαου Στράτου, θα του ζητήσει να διαχωρίσει τη θέση του από τους άλλους πολιτικούς για να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης. Άλλοι δικαστές του είπαν να καταθέσει ότι πολλάκις έψεξε κάποιους από τους συγκατηγορουμένους του για διάφορες περιπτώσεις, ώστε να μπορέσουν να τον αθωώσουν. Ο Στράτος αρνήθηκε κάθετα.
Η απολογία του Στράτου θα κρατήσει όλη την ημέρα. Υπεραμύνθηκε της επιστροφής του βασιλιά Κωνσταντίνου, ως τη μόνη νόμιμη ενέργεια, όπως είπε. Δήλωσε ότι στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 ένιωσε αδικημένος, αφού, μετά από αγώνες τριών χρόνων, βρέθηκε πίσω από τον Γούναρη, στο όνομα της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης.
Καταθέτει επί πολλή ώρα σχετικά με το δημοψήφισμα:
«Όσον αφορά το δημοψήφισμα, τα στελέχη του βενιζελικού κόμματος φυσικά δεν ψήφισαν. Αλλά πόσα είναι τα στελέχη; 1.000; 2.000; 3.000; Οι υπόλοιποι ψήφισαν και το δημοψήφισμα έγινε σαν να ήταν γιορτή και όχι υπό τη σκιά της βίας».
Προσπαθεί να αποσείσει από τους ώμους του όλες τις κατηγορίες, μία προς μία. Λέει ότι δεν είχε ανάμιξη στην οικονομική διαχείριση, λέει ότι δεν είχε ανάμιξη στις τοποθετήσεις αξιωματικών, λέει ότι δεν είχε καμία ανάμιξη στην εκστρατεία κατά της Άγκυρας, αφού δεν είχε καμία δικαιοδοσία για να εκφέρει άποψη ή να πάρει κάποια απόφαση.
Για τις μετά την εκστρατεία του Σαγγάριου ενέργειές του, λέει ότι δεν ήταν υπουργός και δεν είχε καμία αρμοδιότητα, ενώ από τον Μάρτιο του 1921 βρισκόταν σε πολιτική αντίθεση με τον Γούναρη.
Αναφερόμενος στην κατηγορία για τον διορισμό του Χατζηανέστη ως αρχιστρατήγου και τη δική του συμμετοχή σ’ αυτόν τον διορισμό, θα πει ότι μετά την υποβολή της τρίτης στη σειρά παραίτηση του Παπούλα, δεν ήταν δυνατό να μην την κάνουν αποδεκτή και ως εκ τούτου έπρεπε να βρεθεί ο αντικαταστάτης του. Ο Χατζηανέστης ήταν ήδη διορισμένος αρχηγός της Στρατιάς της Θράκης και ήταν φυσικό ν’ ανατεθεί σ’ αυτόν η αρχιστρατηγία.
Για τον Χατζηανέστη τα μέλη της κυβέρνησης γνώριζαν τις σπουδές του στην Ευρώπη, το ότι ήταν αρχηγός στην τάξη του στη Σχολή ευελπίδων, ότι υπηρέτησε στον γαλλικό και τον αυστριακό στρατό και ότι ήταν δαχτυλοδεικτούμενος για τη μόρφωσή του.
Μετά τη μεσημβρινή διακοπή, ο Νικόλαος Στράτος συνεχίζει την απολογία του το απόγευμα. Καταθέτει επί ώρες με λεπτομέρειες τη διαδρομή των γεγονότων. Φθάνοντας στην επιχείρηση της Κωνσταντινούπολης, η οποία ουδέποτε πραγματοποιήθηκε και την κατηγορία ότι με αυτόν τον τρόπο μειώθηκε η δύναμη του στρατού στη Μικρά Ασία, ο Στράτος αναφέρει:
«Ήταν λοιπόν ανάγκη να κινηθεί η Ευρώπη, ώστε να γίνουν οι διαπραγματεύσεις για την επίτευξη της ειρήνης. Να κινηθεί, έστω και με ακραία δική μας ενέργεια, αλλά ταυτόχρονα να γίνει και μια επίδειξη ‘’ηθικής υπεροχής’’ από μέρους μας έναντι της Τουρκίας. Ο στρατός, κατά την ομόφωνη γνώμη όλων των στρατιωτικών, βρισκόταν πλέον σε αδυναμία να εκτελέσει την οποιαδήποτε επιχείρηση. Τι απέμενε λοιπόν; Μια στρατιωτική επίδειξη προς την Κωνσταντινούπολη. Και αν η είσοδος τμημάτων του στρατού μας σ’ αυτήν ή στα περίχωρα μπορούσε να γίνει χωρίς τον κίνδυνο άμεσης σύγκρουσης, τότε η επιτυχία θα ήταν μέγιστη. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να συγκεντρωθεί ικανός στρατός, αλλιώς το τέχνασμα θα ήταν παιδαριώδες. Δεν ήταν δυνατόν να εμφανίσουμε τρία – τέσσερα τμήματα στρατού ως απειλή, αλλά στρατό επαρκή, ο οποίος, ακόμα και αν εμποδιζόταν να μπει στην Πόλη, με τον όγκο του και με την παρουσία του θα αποδείκνυε ότι είχε σοβαρή πρόθεση να το κάνει. Και αν τελικά του επιτρεπόταν η είσοδος σ’ αυτήν, θα έπρεπε να αποδείξει ότι είχε τις δυνατότητες να εγκατασταθεί εκεί».
Συνεχίζει την απολογία του και αναφέρεται στη μη εκπλήρωση μιας από τις βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχή εφαρμογή της συνθήκης των Σεβρών: τον αφοπλισμό των Τούρκων:
«Κύριοι δικαστές, γνωρίζετε ότι στην ανακωχή συμπεριλήφθηκε και ο αφοπλισμός του τουρκικού στρατού, αλλά ο αφοπλισμός αυτός δεν πραγματοποιήθηκε διότι τα όπλα και τα πολεμοφόδια ρίχνονταν στις αποθήκες και στη συνέχεια αυτές σφραγίζονταν με τρόπο αστείο. Αυτό ήταν ένα από τα λάθη μπροστά στα οποία βρέθηκε ο ελληνικός στρατός όταν εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Διότι απέναντί του δεν είχε έναν αφοπλισμένο και διαλυμένο στρατό και επομένως ήταν μοιραίο κάποια μέρα να προβεί σε νέες επιχειρήσεις προκειμένου να εφαρμοστεί η συνθήκη. Πως στάλθηκε εκεί ο ελληνικός στρατός; Με τη συμμαχική εντολή της 2ας Μαΐου για την εξουδετέρωση των ιταλικών διεκδικήσεων ή βλέψεων στη Σμύρνη. Η αγγλική κυβέρνηση επωφελήθηκε από τη διάσταση στο ζήτημα του Φιούμε και ‘’εισέδυσε και διέλυσε την κατάστασιν’’, και ο ελληνικός στρατός μετέβη στη Σμύρνη συνοδευόμενος από αγγλικά πολεμικά…
Από το 1920 η μεν αγγλική κυβέρνηση έβαινε θαρραλεωτέρα προς ικανοποίησιν ελληνικών διεκδικήσεων, η δε γαλλική κυβέρνησις ασταθώς ενήργει, μάλλον με βήμα συγκρατημένον, μέχρις ου η τουρκική υπεροχή ενισχύθη πλήρως. Ο Βενιζέλος βρέθηκε στην ανάγκη να δηλώσει επανειλημμένα ότι η Ελλάς αναλαμβάνει με δική της ευθύνη τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Και για την εφαρμογή αυτής της υποχρέωσης, δηλαδή για να επιβάλει η Ελλάς τελειωτικά τους όρους της συνομολογηθείσας συνθήκης, έγινε η εκστρατεία του Ιουλίου προς την σιδηροδρομική γραμμή του σιδηροδρόμου Πάνορμος – Φιλαδέλφεια. Αλλά, πριν γίνει αυτή η επιχείρηση, υπήρχε μια διάταξη πραγμάτων, κατά την οποία ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να προχωρήσει πέρα από μια ζώνη 3 χιλιομέτρων, όπου οργανώνονταν οι κεμαλικοί και επανέρχονταν επιτιθέμενοι. Μόνο ύστερα από τις διαμαρτυρίες και τα παράπονα του Βενιζέλου, τη συνθήκη του Σαν Ρέμο κι εκείνη των Σεβρών, μας επιτράπηκε η κατάληψη της Θράκης και η εκδίωξη των κεμαλικών ως τη γραμμή που προανέφερα».
Στη συνέχεια της απολογίας του ο Ν. Στράτος θα προσπαθήσει να εξηγήσει τα αίτια της κόπωσης των ανδρών του ελληνικού στρατού.
«Είναι αιτίες οι οποίες συνέβαλαν να αισθανθεί κόπωση όχι μόνο ο ελληνικός στρατός, αλλά και άλλοι στρατοί πολύ μεγαλύτεροι. Παράδειγμα το Βατερλό και ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο ελληνικός στρατός υπέστη μια ήττα. Ας προσπαθήσουμε να σβήσουμε από τις ψυχές των στρατιωτών μας τις τραγικές εντυπώσεις αυτής της ήττας. Γι’ αυτό απολογούμενος λέω ότι χρειάζεται όσο το δυνατόν να ενισχυθεί το ηθικό της χώρας. Διότι, όταν για μια χώρα καθορίζεται δικαστικά ή ιστορικά ότι παρήγαγε μεγάλο αριθμό προδοτών, τότε η κατάστασή της είναι νοσηρή. Αλλά και η κατασκευή προδοτών εκ του μη όντος είναι και αυτό μια νοσηρή εκδήλωση…
Κύριοι δικαστές, γνωρίζω πολύ καλά ότι έξω από το δικαστήριο, σε μια μερίδα της κοινής γνώμης, υπάρχει οργή, όπως υπάρχουν και οι υποκινητές της οργής. Πριν από δύο μέρες είδα μια φωτογραφία την οποία έβγαλα στα Ιεροσόλυμα όταν πήγα εκεί το 1903 για προσκύνημα με τη γυναίκα μου. Μια φωτογραφία με στολή Άραβα, όπως συνηθίζεται σε όσους επισκέπτονται εκείνους τους τόπους. Την είδα δημοσιευμένη σε εφημερίδα των Αθηνών με την επιγραφή ’’Ιδού ο αρχιτσέτης’’! Δηλαδή από το 1903 είχα φορέσει τη στολή του τσέτη, από τότε είχα φορέσει τη στολή της προδοσίας…».
Στις 9.20’ το βράδυ τελειώνει την απολογία του ο Νικόλαος Στράτος και το δικαστήριο διακόπτει για την επόμενη ημέρα.
Συνεχίζεται…